Σε πόσα και ποία σημεία της ιεράς ακολουθίας είναι ορθόν να σημαίνη η καμπάνα και γιατί;
Το κτύπημα της καμπάνας έχει κατ’ αρχήν χαρακτήρα καθαρώς προειδοποιητικό. Είναι δηλαδή ένα σημείο ενάρξεως της ακολουθίας και ένας τρόπος προσκλήσεως των πιστών σ’ αυτή.
Σε χειρόγραφα Τυπικά βρίσκομε οδηγίες για την κρούσι των κωδώνων ανάλογα με την εορτή. Έτσι καθορίζεται εκτός των άλλων και το «πότε δει σημαίνειν δια των κωδώνων», εις πόσας «στάσεις» και με πόσους κώδωνες.
Από τον κτύπο των κωδώνων μπορούσε να καταλάβη ο πιστός το βαθμό σπουδαιότητος κάθε εορτής και την ώρα ενάρξεως της ακολουθίας, σε εποχή μάλιστα που τα ημερολόγια και τα ωρολόγια δεν ήσαν κτήμα του καθενός, και ανάλογα να κανονίση τον εκκλησιασμό του.
Αυτό γίνεται, κάπως όμως ακανόνιστα και αμελέτητα, και μέχρι σήμερα. Στα μοναστήρια υπάρχουν αντιθέτως πολλών ειδών σήμαντρα και καμπάνες και ο τρόπος και ο χρόνος της κρούσεώς των, αρκετά πολύπλοκος άλλως τε, καθορίζεται ακριβώς από τα επί μέρους τυπικά της κάθε μιας μονής.
Στους ενοριακούς ναούς, για τους οποίους πρόκειται εδώ, η καμπάνα κτυπά, όπως είπαμε στην αρχή, ακριβώς πριν αρχίση κάθε ακολουθία, για να ειδοποιηθούν σχετικά οι πιστοί. Κτυπά δηλαδή πριν από τον εσπερινό, πριν από τον όρθρο και πριν από τη θεία λειτουργία.
Όταν μία ακολουθία επισυνάπτεται σε μία άλλη, πάλι κτυπά η καμπάνα περί το τέλος της προηγουμένης. Επί παραδείγματι στο τέλος των ωρών για να αρχίση ο εσπερινός με την Προηγιασμένη, στο τέλος των μεγάλων ωρών για να αρχίση η ακολουθία του εσπερινού και της λειτουργίας του Μεγάλου Βασιλείου τις παραμονές των Χριστουγέννων και των Θεοφανείων, ή του μεγάλου εσπερινού της Μεγάλης Παρασκευής, στο τέλος της λειτουργίας για την επικειμένη έναρξι της ακολουθίας της γονυκλισίας της Πεντηκοστής ή του μεγάλου αγιασμού ή της δοξολογίας της εθνικής εορτής κ.ο.κ. Έτσι πληροφορούνται οι πιστοί για την επικειμένη έναρξι της ακολουθίας και καλούνται να προσέλθουν σ’ αυτήν.
[irp posts=”408722″ name=”«Την ωραιότητα της παρθενίας σου»-Χαιρετισμοί της Παναγίας”]
Δυσκολία παρουσιάζει μόνο το κτύπημα της καμπάνας κατά την ακολουθία του όρθρου, που γίνεται συνδεδεμένος με την θεία λειτουργία. Καθώς ξεύρουμε στην τελευταία αυτή περίπτωσι, κτυπά τρεις φορές η καμπάνα, δηλαδή στην αρχή του όρθρου, στις καταβασίες και στην δοξολογία.
Για την αρχή του όρθρου δεν γεννάται θέμα. Για την δοξολογία πάλι θα θυμηθούμε όσα γράψαμε απαντώντας στην 17η ερώτησι. Είναι δηλαδή η κωδωνοκρουσία της ενάρξεως της θείας λειτουργίας, που γίνεται ακριβώς πριν απ’ αυτή, όπως η προσφορά του θυμιάματος και η απαγγελία του «Βασιλεύ ουράνιε» κλπ. Γιατί τώρα επεκράτησε να κτυπά η καμπάνα και κατά τις καταβασίες;
Ίσως για να δοθή μία ακόμη προειδοποίησις στους πιστούς για την επικειμένη έναρξι της θείας λειτουργίας. Ίσως για να συμπληρωθή ο ιερός αριθμός των τριών κωδωνοκρουσιών. Άλλ’ ίσως να οφείλεται και σε επίδρασι της αρχιερατικής λειτουργίας. Καθώς γνωρίζομε, κατά την ώρα αυτή γίνεται η είσοδος του αρχιερέως στον ναό, προκειμένου να χοροστατήση στον όρθρο και εν συνεχεία να τελέση την θεία λειτουργία και η έλευσί του χαιρετάται με την κρούσι των κωδώνων.
Εκτός όμως από τον πρακτικό αυτόν σκοπό, την πρόσκλησι των πιστών, οι καμπάνες κρούονται είτε για να εκδηλώσουν την χαρά της Εκκλησίας, είτε την λύπη της, είτε για να συνοδεύσουν με τους χαρμοσύνους ή πενθίμους ήχους των τις ιερές λιτανείες. Στην πρώτη περίπτωσι θα πρέπει να περιλάβωμε την χαρμόσυνο κρούσι όλων των κωδώνων κατά την ακολουθία της αναστάσεως κατά την ψαλμωδία του «Χριστός ανέστη», που πάλι όμως μπορεί να συνδεθή με την έναρξι της ακολουθίας του όρθρου του Πάσχα, στην δευτέρα την πένθιμο κρούσι των κωδώνων κατά την Μεγάλη Παρασκευή και τις νεκρώσιμες ακολουθίες και τέλος στην τελευταία την κωδωνοκρουσία κατά την περιφορά των εικόνων στας πανηγύρεις των ναών ή του επιταφίου κατά την ακολουθία του όρθρου του Μεγάλου Σαββάτου.
Από το βιβλίο του αειμνήστου Καθηγητού της Θεολογικής σχολής του Α.Π.Θ.,
Ιωάννου Μ. Φουντούλη: Απαντήσεις εις Λειτουργικάς απορίας.
Τόμος Α”. ΣΤ’ έκδοσις.
Εκδόσεις της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήναι, 1991.
Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη