ΠΕΡΙ ΥΠΟΜΟΝΗΣ: Ανθρώπινο και δικαιολογημένο ακούγεται το παράπονο: Πόσο ακόμη να κάνω υπομονή;….
Όταν βιώνεις καθημερινά την αβεβαιότητα για την επιβίωσή σου.
Όταν βλέπεις τα προβλήματα όχι μόνο να μην οδηγούνται σε κάποια λύση, αλλά να διογκώνονται.
Όταν είσαι αναγκασμένος να συμβιώνεις ή να συνεργάζεσαι με ανθρώπους δύστροπους, άδικους, σκληρούς, φθονερούς.
Όταν δύσκολες ασθένειες ή και αυτός ο φοβερός θάνατος επισκέπτονται αγαπημένα σου πρόσωπα.
Όταν κι εσύ ο ίδιος έρχεσαι αντιμέτωπος με πειρασμούς και θλίψεις χωρίς να διαφαίνεται κάποια διέξοδος…
Οπωσδήποτε τότε δοκιμάζεται η υπομονή σου.
Κι είναι φυσικό να αναρωτηθείς: Επιτέλους πόση να κάνω υπομονή ακόμη; Δεν αντέχω! Πόσο άλλο υπομονή;;;
Βέβαια, εύκολα θα μπορούσε κανείς να πει ότι θα περάσει η δυσκολία. Πότε όμως;
Το πότε θα περάσει, κανείς δεν μπορεί να το πει. Αλλά κι αν ακόμη ξεπεραστεί σύντομα η δυσκολία, μήπως δεν θα έρθει άλλη;
«Κοιλάδα κλαυθμώνος» (Ψαλ. πγ’ [83] 7) είναι η επίγεια ζωή μας, γεμάτη από θλίψεις και στενοχώριες.
Το ζητούμενο επομένως δεν είναι να μάθουμε το πότε θα τελειώσει η κάθε δοκιμασία, αλλά το πως θα την αντιμετωπίσουμε σωστά.
Πως μπορεί να γίνει αυτό; Ασφαλώς χρειάζεται υπομονή.
Είναι όμως λύση η υπομονή;… Εξαρτάται.
Δεν είναι λύση η υπομονή, αν αυτή εκδηλώνεται μοιρολατρικά.
Λένε κάποιοι: «Τι άλλο να κάνω; υπομονή… Έτσι που κατήντησα, δεν έχω κι άλλη επιλογή».
Τέτοια αντιμετώπιση όμως δεν έχει καμία σχέση με την πραγματική αρετή της υπομονής.
Η υπομονή δεν είναι παθητική αλλά δυναμική κατάσταση που ενεργοποιεί τον άνθρωπο για να φανερώσει την πίστη του στο Θεό και να προοδεύσει προς την τελειότητα.
Αυτό επισημαίνει ο αδελφόθεος Ιάκωβος καθώς γράφει: «η υπομονή έργον τέλειον εχέτω, ίνα ήτε τέλειοι και ολόκληροι, εν μηδενί λειπόμενοι» (Ιακ. α’ 4).
Καλούμαστε λοιπόν όχι απλώς «να κάνουμε υπομονή», αλλά να καλλιεργούμε την υπομονή η οποία έχει «τέλειον έργον», δηλαδή παράγει καρπούς αρετής και πνευματικής ωριμότητος.
Όπως οι αθλητές σηκώνουν βάρη για να γυμνάσουν το σώμα τους και να δυναμώσουν, έτσι κι εμείς καλούμαστε να σηκώνουμε τα βάρη των θλίψεων για να δυναμώσει η ψυχή μας.
Συνεπώς, οι δοκιμασίες μας εξασκούν στην υπομονή και αποτελούν ευκαιρίες για πνευματική πρόοδο, ώστε να γινόμαστε τέλειοι και ολοκληρωμένοι, και να μην υστερούμε σε τίποτε.
Υπομονή, λοιπόν, δεν σημαίνει υποταγή στη μοίρα, ούτε αντιμετώπιση των δυσκολιών με στωική απάθεια και αναισθησία.
Η υπομονή των πιστών Χριστιανών είναι αγώνας πίστεως, είναι νίκη, χαρά, θρίαμβος!
Όπως γράφει ο μακαριστός καθηγητής Π. Ν. Τρεμπέλας, «η υπομονή των χριστιανών είναι θριαμβευτική κατανίκησις των θλίψεων» κι όχι μόνο δεν αδρανοποιεί τον πιστό, αλλά ενισχύει την πίστη του, δυναμώνει τη θέλησή του, κινεί την ψυχή του σε ευγνωμοσύνη προς τον άγιο Θεό (Υπόμνημα εις τα Επιστολάς, τόμος Γ’, σελ. 227).
Πιο συγκεκριμένα, ο Χριστιανός που κάνει υπομονή, γνωρίζει ότι δεν είναι μόνος του, διότι ο Κύριος είναι κοντά του.
Πιστεύει ακράδαντα ότι ο Θεός ως Παντοδύναμος έχει τη δύναμη να ανατρέψει ακόμη και τα μεγαλύτερα εμπόδια.
Ως Πάνσοφος μπορεί να δώσει διέξοδο και στα πλέον άλυτα προβλήματα.
Ως Πανάγαθος είναι έτοιμος να αγκαλιάσει με αγάπη ακόμη και τον μεγαλύτερο αμαρτωλό.
Αυτό αισθανόταν κι ο ιερός ψαλμωδός που έλεγε: «Τις η υπομονή μου; ουχί ο Κύριος;»
Δηλαδή, τι άλλο έχω να περιμένω;
Ο Κύριος δεν είναι η μόνη προσδοκία μου, Αυτός στον Οποίο οφείλω να στηρίζω όλες μου τις ελπίδες;» (Ψαλ. λη’ [38] 8).
Όταν λέμε λοιπόν «ας κάνουμε υπομονή», δεν σημαίνει ότι θα περιμένουμε αδιάφορα κι αόριστα την εξέλιξη των πραγμάτων, αλλά ότι προσβλέπουμε στον Κύριο και εμπιστευόμαστε τον εαυτό μας στην πατρική πρόνοιά Του.
Επιπλέον ας μην ξεχνούμε ότι δεν θα ζήσουμε για πάντα στον κόσμο αυτό και συνεπώς, δεν θα μας ακολουθούν αιώνια τα βάσανα και οι στενοχώριες.
Μας περιμένει άλλος κόσμος, ζωή αιώνια «ένθα απέδρα οδύνη, λύπη και στεναγμός».
Εκεί είχαν στραμμένο το βλέμμα τους όλοι οι Άγιοι, γι’ αυτό και μπορούσαν να υπομένουν φοβερά μαρτύρια ή να επιτυγχάνουν μεγάλα ασκητικά κατορθώματα.
Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα των αγίων Τεσσαράκοντα οι οποίοι όταν τους έριξαν μέσα στην παγωμένη λίμνη, έλεγαν μεταξύ τους: «Δριμύς ο χειμών, αλλά γλυκύς ο παράδεισος αλγεινή η πήξις, αλλ’ ηδεία η ανάπαυσις» (ο χειμώνας είναι τσουχτερός, αλλά γλυκύς ο Παράδεισος. Το πάγωμα είναι οδυνηρό, αλλά γλυκιά η ανάπαυση κοντά στο Θεό).
«Ας κάνουμε λίγη υπομονή, και θα μας ζεστάνει η αγκαλιά του πατριάρχου Αβραάμ. Με μια νύχτα ας αγοράσουμε την αιωνιότητα». Κι έτσι ενθαρρύνοντας ο ένας τον άλλον υπέμειναν το φοβερό ψύχος κι έλαβαν το στεφάνι του μαρτυρίου.
Ο όσιος Παΐσιος ο Αγιορείτης τόνιζε χαρακτηριστικά:
«Τη σωτηρία των ανθρώπων ο Χριστός την κρέμασε στην υπομονή… Να προσέχουμε λοιπόν να μη χάνουμε την υπομονή μας, για να μη χάσουμε τελικά την ψυχή μας» (Γερ. Παϊσίου Αγιορείτου, Λόγοι: Ε’ σελ. 290).
Πράγματι, αυτός είναι ο μόνος δρόμος της σωτηρίας μας: η υπομονή.
Αυτό τον δρόμο βάδισε ο ίδιος ο Κύριος Ιησούς Χριστός, ο Οποίος εφάρμοσε την υπομονή σε τέλειο βαθμό και περιμένει, ως δίκαιος Αθλοθέτης, να στεφανώσει νικητή κάθε αγωνιστή που θα δείξει υπομονή μέχρι τέλους.
Άλλωστε Εκείνος μας υποσχέθηκε ότι «ο υπομείνας εις τέλος, ούτος σωθήσεται» (Ματθ. ι’ [10] 22).