ΚΟΛΑΣΗ: Ένας νεαρός προς τον διάβολο: – Πώς κατάφερες να στείλεις στην κόλαση τόσες ψυχές;
Ο διάβολος:
– Μέσω του φόβου!
Ο νεαρός:
– Μπράβο! Και τι φοβόντουσαν; Πολέμους; Πείνα;
Ο διάβολος:
– Όχι… Μια αρρώστια!
Ο νεαρός:
– Δεν αρρώστησαν; Δεν πέθαιναν; Δεν υπήρχε γιατρειά;
Ο διάβολος:
-….. αρρώστησαν. Πέθαναν. Υπήρχε γιατρειά…
Ο νεαρός:
– Δεν καταλαβαίνω…
Ο διάβολος:
– Πίστεψαν, καταλάθος, ότι το μοναδικό πράγμα που πρέπει να κρατήσουν με κάθε κόστος είναι η ΖΩΗ!!!
Σταματήσαν να αγκαλιάζονται… Σταματήσαν να χαιρετάει ο ένας τον άλλον!!! Παράτησαν όλες της ανθρώπινες επαφές…. Αφήσαν οτιδήποτε ήταν ανθρώπινο! Έμειναν χωρίς χρήματα.
Έχασαν την δουλειά τους. Επέλεξαν όμως να φοβούνται για την ζωή τους ακόμα κι αν δεν είχαν ψωμί να φάνε. Πίστεψαν ότι άκουσαν, διάβασαν εφημερίδες και πίστεψαν τυφλά ότι διάβασαν. Παράτησαν την ελευθερία.
Δεν έφυγαν ξανά από το σπίτι. Δεν πήγαν πουθενά. Δεν επισκέφθηκαν ποτέ ξανά φίλους και συγγενείς.
Όλος ο κόσμος μετατράπηκε σε μια τεράστια φυλακή με εθελοντές κατάδικους. Δέχτηκαν τα πάντα!!!
Όλα αυτά για να επιβιώσουν μια ακόμα μίζερη ημέρα…. Δεν έζησαν, πέθαιναν κάθε μέρα! Ήταν πολύ εύκολο να πάρω την μίζερη ψυχή τους…
από βιβλίο γραμμένο το 1941 Θεόκτιστος Δικταπανίδης, ΠΡΟΣΕΥΧΗΤΑΡΙΟΝ