Του Ηρακλή Ρεράκη – Καθηγητής Θεολογίας ΑΠΘ
ΘΕΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ: Επανερχόμενοι στο θέμα των επιθέσεων, που δέχεται τον τελευταίο καιρό η Θ. Ευχαριστία, από κάποιους επιστήμονες, επαναλαμβάνουμε ότι δεν είναι επιστημονικά δεοντολογικό και επιτρεπτό να υπεισέρχονται σε ξένες, σε σχέση με την επιστήμη τους, περιοχές και, πολύ περισσότερο, να αποφαίνονται για ξένα προς αυτούς επιστημονικά αντικείμενα.
Ο Άγιος Νεκτάριος γράφει, σχετικά με παρόμοιες παρεισφρήσεις, που συνέβαιναν και στην εποχή του: «Πάσαι αι θεωρίαι των διαφόρων επιστημών δεν επιδέχονται τας αυτάς αποδείξεις, αλλ’ εκάστη έχει ιδίας αποδείξεις, αρμοδίας εις την εαυτής φύσιν. Άλλας αποδείξεις έχουσιν αι μαθηματικαί επιστήμαι, άλλας αι φυσικαί, άλλας η φιλοσοφία, άλλας η ιστορία και άλλας η θεολογία.
Διό και ορθός παραλογισμός είναι η απαίτηση της εφαρμογής της μιας επί των λοιπών και των λοιπών επί της μιας. Πώς είναι, λόγου χάριν, δυνατή φυσική απόδειξις, λαμβανομένη από τας καταληπτάς ενεργείας των ορατών όντων των υλικών κτισμάτων, να εφαρμοστεί εις τας ακαταλήπτους βουλάς του Θεού του Αοράτου, του Πανσόφου και Παντοδυνάμου, του αοράτως ενεργούντος, του δι’ εμπνεύσεως αλλοιούντος τας αρχάς, τας πεποιθήσεις και τας πίστεις των ανθρώπων;
Ως, άρα, εκάστη επιστήμη κέκτηται ιδίας αποδείξεις προς απόδειξιν των θεωρημάτων αυτών, ούτω και η θεολογία κέκτηται ιδίας αποδείξεις, οικείας τω θεωρητικώ αυτής χαρακτήρι. Αι αποδείξεις της θεολογίας, ας αύτη κέκτηται και ας ποιείται χρήσιν προς απόδειξιν της θειότητος της πίστεως ημών, είναι εκείναι, ας ο θεοδίδακτος Απόστολος Παύλος, εδίδαξεν ημάς. Ούτος, γράφων προς τους Κορινθίους περί του κηρύγματος αυτού, έλεγεν ότι δεν έγινε με πειστικούς λόγους της ανθρωπίνης σοφίας, αλλά με απόδειξιν πνεύματος και δυνάμεως. Και τούτο, έλεγεν, ηυδόκησεν ο Θεός, ίνα μη λογισθεί η πίστις κατασκεύασμα ανθρωπίνης σοφίας, αλλ’ έργον και κατόρθωμα της δυνάμεως του υψίστου: ”ίνα η πίστις υμών μη ή εν σοφία ανθρώπου, αλλ’ εν δυνάμει Θεού”».
Κάποιοι επιστήμονες, συνεπώς, που, χωρίς διάκριση, παρεμβαίνουν, σοφιολογούν και αποφαίνονται για θέματα ανερμήνευτα, ακόμη και από θεολογικής πλευράς, όπως είναι τα θέματα της πίστεως και των Μυστηρίων της Εκκλησίας, αγνοούν, εν γνώσει ή εν αγνοία τους, ότι ο μόνος τρόπος προσεγγίσεως τέτοιων υπερλογικών θεμάτων δεν είναι η λογική και η γνώση, αλλά η πίστη.
Όπως μαρτυρεί, μάλιστα, ο Άγιος Νεκτάριος, «η πίστις των Χριστιανών εμαρτυρήθη διά της ιστορίας, ως ασφαλής και βεβαία γνώσις. Η πίστις, καίτοι μη υπαγομένη εις κανόνας ερεύνης, ουχ ήττον έχει ασφαλή και βεβαίαν την πληροφορίαν. Μεταβαίνομεν εις την απόδειξιν της αληθείας της θείας ημών πίστεως εξ ιστορικών γεγονότων».
Πώς είναι δυνατόν, συνεπώς, τα υπέρ λόγον και έννοιαν θαύματα της Εκκλησίας, που η ίδια η επιστήμη της Θεολογίας ομολογεί ότι δεν προσεγγίζονται λογικά, να επιχειρούν κάποιοι επιστήμονες, άλλων επιστημών, να τα ερμηνεύουν με λογικές αποδείξεις, αμφισβητώντας, μάλιστα, την πνευματική τους οντολογία και, κατά συνέπεια, την μυστηριακώς και υπερφυσικώς θαυματουργική ενέργεια του Αγίου Πνεύματος μέσω της οποίας λειτουργούν;
Πώς τολμούν, παίζοντας «εν ου παικτοίς», να αναλύουν τα ακατάληπτα, με τη χρήση δήθεν επιστημονικών όρων και αποδείξεων, διασπείροντας το δηλητήριο της απιστίας, του φόβου και της αμφιβολίας και θέτοντας σε αμφισβήτηση την διά μέσου των αιώνων αποδεδειγμένη «γνώση της πίστεως», που βεβαιώνει τους πιστούς ότι η συμμετοχή τους στο Ιερό Μυστήριο της Θείας Κοινωνίας δεν μεταδίδει ιούς και ασθένειες;
Επ’ αυτού, ο Άγιος Νεκτάριος ο Θαυματουργός σημειώνει ότι «το παραδοθέν παρά του Κυρίου Μυστήριον της Θείας Ευχαριστίας, είναι το ανώτερον όλων των Μυστηρίων, το θαυμασιώτερον των θαυμάτων, όσα η δύναμις του Θεού εξετέλεσεν, το υψηλότερον εξ όσων η σοφία του Θεού επενόησεν. Είναι δε και το τιμιώτερον όλων των χαρισμάτων, όσα η αγάπη του Θεού εχαρίσατο τοις ανθρώποις, διότι τούτο υπερέχει όλα τα άλλα, κατά την αριθμητικήν υπερβασίαν των όρων της φύσεως. Διότι πάντα μεν τα θαύματα προέρχονται εξ υπερβασίας νόμων τινών της φύσεως, το Μυστήριον όμως της Θείας Μεταλήψεως υπερέβη πάντας.
Διό και δικαίως, θαύμα των θαυμάτων και Μυστήριον των Μυστηρίων δύναται να κληθεί και να θεωρηθεί… Θαύμα, διότι ο αυτός Ιησούς Χριστός είναι και εις τον ουρανόν και εις την γην και ο αυτός και εις το ιερόν ημών θυσιαστήριον. Θαύμα, διότι, ως σώμα Χριστού, είναι άφθαρτον και αθάνατον και ως αίμα Χριστού είναι πηγή ζωής αιωνίου. Είναι το μεγαλύτερον και υψηλότερον όλων των θαυμάτων, επειδή υπερβαίνει πάσαν κατάληψιν… και πάντας τους όρους της φυσικής γνώσεως».
Ο Άγιος Νεκτάριος, υπογραμμίζει ότι «ο επαξίως κοινωνήσας ευρίσκεται ενδεδυμένος την θείαν πανοπλίαν, ήτις προφυλάττει αυτόν από παντός κακού».
Για εκείνους, όμως, που αποφεύγουν να κοινωνούν, ο Άγιος διερωταται: «Εις ποίαν τάξιν χριστιανών κατατάξωμεν αυτούς; Άρα γε ούτοι εισίν αληθείς χριστιανοί; Τούτο ημίν άδηλον. Ό, τι δε ημείς δυνάμεθα να γινώσκωμεν είναι ότι οι τοιούτοι πελαγοδρομούσιν άνευ πυξίδος, άνευ πηδαλίου και άνευ κυβερνήτου. Ουαί δε αυτοίς τη ημέρα εκείνη. Έρημοι τότε και εστερημένοι της θείας παρηγορίας, θέλουσιν ατενίζει, με βλέμμα απελπισίας, τα ανοιγόμενα προ των ποδών των βάραθρα, τα απειλούντα καταποντισμόν και παντελή αφανισμόν».
Τονίζει, μάλιστα, «την εκ της θείας μεταλήψεως προσγενομένην ωφέλειαν, ψυχικήν τε και σωματικήν. Διότι η υγεία της ψυχής επιδρά και επί της υγείας του σώματος, ως γινώσκομεν ότι συμβαίνει τανάπαλιν».
Από θεολογικής πλευράς, οι «επιστήμονες» που κάνουν παράχρηση των αποδείξεων της επιστήμης τους, προσπαθώντας να τις εφαρμόσουν στην Ιερή Επιστήμη της Θεολογίας, οφείλουν να γνωρίζουν ότι γίνονται όργανα ψευδών και παραπλανητικών αποδείξεων, τις οποίες, επενδύοντάς τις με επιστημονικό μανδύα, τις χρησιμοποιούν για να αλλοιώσουν και να πολεμήσουν τον Λόγο του Θεού και του Ευαγγελίου του Χριστού και για να κλονίσουν την πίστη την οποία έχουν οι Χριστιανοί προς το πλέον ιερότερο Μυστήριο της πίστεώς τους, τη Θ. Ευχαριστία. Ισχυρίζονται, μάλιστα, ότι θέλουν να προστατέψουν και να σώσουν σωματικά τους Χριστιανούς από τον νοσογόνο ιό, ενώ, στην πραγματικότητα, τους μολύνουν με την πνευματική ίωση της απιστίας, που τους οδηγεί στον οντολογικό αιώνιο θάνατο, αφού ο Χριστός του Αγίου Ποτηρίου, από το οποίον θέλουν να απομακρύνουν τους πιστούς, είναι ο μόνος χορηγός της αιώνιας ζωής.
Η μετάληψη των Αχράντων μυστηρίων, κατά τον Άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη (1749-1809), «προσφέρει αγιασμό στους μεταλαμβάνοντας τον Χριστό. Αποτελεί απαραίτητο συστατικό της ζωής της ψυχής, όπως είναι η αναπνοή και η τροφή για το σώμα. Ασυγκρίτως αναγκαιότερη είναι για τη ζωή της ψυχής η Αγία Μετάληψη, η ζωοποιός τροφή, χωρίς την οποία επαπειλείται κίνδυνος ψυχικού θανάτου».
Είναι ανάγκη, τονίζει ο Άγιος Νικόδημος, όχι μόνον να κοινωνούμε, αλλά να κοινωνούμε συχνά, «για να έχουμε πάντοτε εντός ημών την αληθινή ζωή, που είναι ο Ιησούς Χριστός και για να μη αποθάνουμε θάνατον ψυχικόν. Ο Χριστός είναι ζωή. Η θεία Κοινωνία είναι ο Χριστός. Άρα η Θ. Κοινωνία είναι χαρισματική μετοχή στη ζωή, τον Χριστό, η δε παύση της ζωοποιού τροφοδοσίας των Αγίων Μυστηρίων οδηγεί στον πνευματικό μαρασμό και τον ψυχικό θάνατο. Η θεία μετάληψη τρέφει τις αρετές ενδυναμώνει την εργασία των εντολών, τελειοποιεί την αγάπη, χωρίς την οποία είναι αδύνατη η σωτηρία, αφού οι αρετές του ηθικού βίου πηγάζουν από αυτήν».
Για τον λόγο αυτό, οι πιστοί, όπως τονίζει ο Άγιος Νικόδημος, είναι ανάγκη να υποτάσσονται στο θέλημα του Θεού, να μεταλαβαίνουν συχνά, αφού «εντολή τελειωτική και συστατική είναι η βρώση και η πόση του Αγίου Σώματος και του Τιμίου Αίματος του Χριστού.
Οι μη συμμετέχοντες στη Θ. Κοινωνία στερούνται τον αγιασμό και τη χάρη των Αγίων Μυστηρίων, χάνουν τη θεοείδεια, λιμοκτονούν πνευματικά, καταστρέφεται ο πνευματικός τους μεταβολισμός και οδηγούνται στην απώλεια της σωτηρίας. Το αυτό ακριβώς συμβαίνει με κάποιον που στερείται την υλική τροφή, με αποτέλεσμα να ασθενεί και να κινδυνεύει με σωματικό θάνατο».
Με βάση τις παραπάνω αγιοπνευματικές διδασκαλίες, οι Χριστιανοί οφείλουν να ακούν και να ακολουθούν τις αλήθειες των Αγίων της Εκκλησίας τους και να περιφρονούν τις συκοφαντίες των εχθρών της.