ΜΑΥΡΟΒΟΥΝΙΟΥ ΑΜΦΙΛΟΧΙΟΣ: Κατά κοινή ομολογία αναγνωρίστηκε ως μία από τις σημαντικότερες πνευματικές μορφές της σημερινής Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Υπήρξε πνευματικό ανάστημα του οσίου και ομολογητού π. Ιουστίνου Πόποβιτς.
Μαυροβούνιος στην καταγωγή, ο κατά κόσμον Ρίστο Ράντοβιτς γεννήθηκε στη Μόρατσα στις 7 Ιανουαρίου 1938. Αποφοίτησε από την Ιερατική Σχολή του Αγίου Σάββα και συνέχισε τις σπουδές του στη Θεολογική Σχολή του Βελιγραδίοτ, από την οποία λαμβάνει το πτυχίο του το 1962. Εκτός από τη Θεολογική επιστήμη σπούδασε και κλασική Φιλολογία.
Με την ολοκλήρωση των δύο Πανεπιστημιακών Σχολών πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές στη Βέρνη και τη Ρώμη. Η είσοδός του στον ιερό κλήρο γίνεται με τον ερχομό τουστην Ελλάδα όπου κήρεται μοναχός στον ναό του Αγίου Γερασίμου στην Κεφαλλονιά και χειροτονείται στο Αργοστόλι, το έτος 1968.
Η παραμονή του στην Ελλάδα αναδεικνύεται ιδιαίτερα καρποφόρος, αφού για πέντε συναπτά έτη μετά την χειροτονία του διακονεί ως ιεροκήρυκας στην Ιερά Μητρόπολη Αττικής και διακρίνεται για το ποιμαντικό του έργο κυρίως στα Σπάτα και το Κορωπί. Τα ιερατικά του καθήκοντα αντί να σταθούν εμπόδιο, τον εμπνέουν ώστε να αριστεύσει και στις διδακτορικές του σπουδές. Στις 15 Ιουνίου 1973 ανακηρύσσεται Διδάκτωρ της Θεολογικής Σχολής Αθηνών. Το θέμα της διατριβής του ήταν “Το μυστήριον της Αγίας Τριάδος κατά τον άγιον Γρηγόριον Παλαμάν”.
Την πνευματική του συγκρότηση την ενισχύει με την παραμονή του στο Άγιον Όρος για ένα έτος. Εκεί λαμβάνει την πρόσκληση να διδάξει στο ορθόδοξο Θεολογικό ινστιτούτο του Αγίου Σεργίου, στο Παρίσι για δύο έτη, από το 1974 έως το 1976. Κατά την εκεί διατριβή του προσθέτει στις γνώσεις του και την Γαλλική γλώσσα, η οποία προστίθεται στις πέντε ξένες γλώσσες των οποίων ήταν ήδη κάτοχος.
Επιστρέφει στο Βελιγράδι ως εκλεγμένος Αναπληρωτής Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής στην έδρα της Κατηχητικής και αναλαμβάνει και την διδασκαλία της Παλαιάς Διαθήκης για πολλά έτη. Καρπός αυτής της διδακτικής του εμπειρίας ήταν και το έργο του “Ερμηνεία της Παλαιάς Διαθήκης δια μέσου των αιώνων”. Στη θεολογική Σχολή Βελιγραδίου διετέλεσε για πολλά έτη Κοσμήτορας. Για περισσότερα από δέκα έτη υπηρέτησε την επιστήμη της Θεολογίας και ως καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Αγίου Βασιλείου του Όστρογκ του Πανεπιστημίου του Σαράγιεβο.
Η είσοδός του στην Ιεραρχία της Σερβικής Εκκλησίας γίνεται το έτος 1985 όταν εκλέγεται επίσκοπος Μπανάτου με έδρα το Βρσατς. Το 1991 αναλαμβάνει την Μητρόπολη Μαυροβουνίου. Εκεί ανακαίνισε και ανοικοδόμησε πολλές εκκλησίες και μονές. Ενέπνευσε πλήθος νέων ανθρώπων να εισέλθουν στην ιερωσύνη και έτσι αυξήθηκε θεαματικά ο αριθμός των κληρικών της επαρχίας του. Έχοντας πάντοτε ακαδημαϊκή δομή σκέψης, ενδιαφέρθηκε προσωπικά και για την εκδοτική δραστηριότητα της μητροπόλεώς του. Από το πρώτο έτος, με προσωπική του φροντίδα, εκδίδονται δεκάδες βιβλία και εκκλησιαστικό περιοδικό με την ονομασία “Svetigora” (Άγιον Όρος). Σημαντικό βήμα υπήρξε και η ίδρυση και ραδιοφωνικού σταθμού, το έτος 1998, με την ίδια ονομασία. Σταθμός στην ιστορία της επαρχίας του υπήρξε το έτος 1993 όταν για πρώτη φορά στην ιστορία του Μαυροβουνίου επισκέπτονται τη Μητρόπολη ο Οικουμενικός Πατριάρχης και ο Πατριάρχης Ρωσίας. Η εμπιστοσύνη της Σερβικής Εκκλησίας στο πρόσωπό του φάνηκε όταν από το καλοκαίρι του 2007 έως και τον Ιανουάριο του 2010 ο Σεβασμιώτατος Αμφιλόχιος Ράντοβιτς ορίζεται ως τοποτηρητής του χηρεύοντος Πατριαρχικού Θρόνου της Σερβίας, μετά την εκδημία του Πατριάρχη Παύλου.
Ο μακαριστός πλέον Μαυροβουνίου και Παραθαλασσίας Αμφιλόχιος αφήνει πίσω του ένα ογκώδες συγγραφικό έργο. Περισσότερες από τριάντα (30) μονογραφίες η επανέκδοση των οποίων είχε αρχίσει πριν από την εκδημία του. Ικανό αριθμό μεταφράσεων Πατερικών Έργων στη Σερβική. Ενδεικτικά αναφέρονται οι κατηχήσεις του Κυρίλλου Ιεροσολύμων, το Γεροντικό – Αποφθέγματα των Πατέρων της Ερήμου, Ομιλίες του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, έργα του Ιερού Χρυσοστόμου και τα Δευτεροκανονικά βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης.
Εκπροσώπησε τη Σερβική Ορθόδοξη Εκκλησία σε πάρα πολλά διεθνή Συνέδρια. Δεν θα ήταν υπερβολή να τον χαρακτηρίσουμε ως ανά τη χριστιανική οικουμένη έναν από τους περισσότερο αναγνωρισμένους Θεολόγους. Στον χαρακτήρα του υπήρξε πάντοτε συνετός, πρόσγειος, προσηνής, ειρηνικός και αγαπητός. Ανέπτυξε σημαντικούς πνευματικούς δεσμούς και φιλίες με Έλληνες κληρικούς, ιδιαίτερα με το Άγιον Όρος και άλλες Ιερές Μονές στην Ελλάδα, την οποία αγαπούσε ως δεύτερη πατρίδα του.
Αναπαύθηκε εν Κυρίω την 30η Οκτωβρίου 2020.
Οι ευχές του ας σκεπάζουν την Σερβική Εκκλησία και όλους τους Ορθοδόξους Χριστιανούς.
Ο συντάκτης του άρθρου δρ. Γεώργιος – Νεκτάριος Λόης είναι Καθηγητής Πανεπιστημίου Singidunum – Βελιγραδίου, Καθηγητής (ΣΕΠ) Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου και Συντονιστής της ενότητας ΟΡΘ51: Η Ορθόδοξη Εκκλησία και Θεολογία από τον 19ο στον 21ο αιώνα».
pemptousia.gr