Η Αποστολική Σύνοδος, όπως έμεινε γνωστή στη συνείδηση της Εκκλησίας, είναι η πρώτη σύνοδος της Εκκλησίας η οποία σύναξε τους αντιπροσώπους της Εκκλησίας της Αντιοχείας, με επικεφαλής τους Αποστόλους Παύλο και Βαρνάβα, και τους Αποστόλους και τους Πρεσβυτέρους της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων.
Αυτή η Σύνοδος πραγματοποιήθηκε στα τέλη του πρώτου ημίσεος του πρώτου αιώνος. Σύμφωνα με κάποιους ειδικούς, πραγματοποιήθηκε μεταξύ 47-48 μ.X., ενώ άλλοι την τοποθετούν το 50 μ.Χ.
Η Αποστολική Σύνοδος των Ιεροσολύμων, η οποία είναι το πρωτότυπο αλλά και το πρότυπο των συνόδων, εκφράζει με σαφήνεια τη βαθιά εσωτερική κατάσταση της συμφωνίας και ομοφωνίας κατά την αποστολική περίοδο. Ο Ευαγγελιστής Λουκάς, ο οποίος και μας εξιστορεί το γεγονός της Αποστολικής Συνόδου, μας παρουσιάζει ξεκάθαρα το πνεύμα μέσα στο οποίο βίωναν και έπαιρναν αποφάσεις τα μέλη της Εκκλησίας: «Συνήχθησαν δὲ οἱ ἀπόστολοι καὶ οἱ πρεσβύτεροι ἰδεῖν περὶ τοῦ λόγου τούτου» (Πραξ. ιε΄ 6)﮲ «Τότε ἔδοξε τοῖς ἀποστόλοις καὶ τοῖς πρεσβυτέροις σὺν ὅλῃ τῇ ἐκκλησίᾳ…» (Πραξ. ιε΄ 22)﮲ «ἔδοξεν ἡμῖν γενομένοις ὁμοθυμαδόν…» (Πραξ. ιε΄ 25)﮲ «ἔδοξε γὰρ τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι καὶ ἡμῖν…» (Πραξ. ιε΄ 28). Παρατηρούμε ότι ολόκληρη η Εκκλησία συμμετέχει, χωρίς να γίνεται διάσπαση ή διαχωρισμός του κλήρου και του λαού και ούτε ανάμειξη ή συγχώνευση μεταξύ τους, αλλά όλοι εν ομονοία ως μέλη ενός μοναδικού Σώματος[1].
Ο λόγος συγκρότησης της Αποστολικής Συνόδου έχει να κάνει με την εξάπλωση του Χριστιανισμού και ιδιαίτερα με την ίδρυση νέων χριστιανικών κοινοτήτων σε διάφορα μέρη, τα μέλη των οποίων προέρχονταν από τους εθνικούς και δεν είχαν καμία σχέση με τους Ιουδαίους. Συγκεκριμένα, στην Αντιόχεια, όπου υπήρχαν πολλοί Χριστιανοί εξ εθνών, έκαναν την παρουσία τους μερικοί Ιουδαίοι οι οποίοι δίδασκαν τους χριστιανούς ότι αν δεν τηρούν τον Μωσαϊκό νόμο, δεν μπορούν να σωθούν: «ἐὰν μὴ περιτέμνησθε τῷ ἔθει Μωυσέως, οὐ δύνασθε σωθῆναι» (Πραξ. ιε’ 1). Ο Απόστολος Παύλος χαρακτηρίζει αυτούς τους ιεραποστόλους «παρεισάκτους ψευδαδέλφους» (Γαλ. β’ 4)[2]. Λόγω της μεγάλης ταραχής και του μπερδέματος που προκάλεσε το κήρυγμά τους, οι Αντιοχείς αποφάσισαν να στείλουν τους Αποστόλους Παύλο και Βαρνάβα στα Ιεροσόλυμα, για να φέρουν το θέμα εις γνώσιν των Αποστόλων και των Πρεσβυτέρων και να δοθεί μια σαφής απάντηση.
Παρατηρούμε το πρώτο στοιχείο το οποίο καθιστά την Αποστολική Σύνοδο ως πρότυπο για τις υπόλοιπες συνόδους, ότι δηλαδή ο κύριος λόγος σύγκλησης μιας συνόδου είναι η αυθεντική και τίμια μέριμνα για τη σωτηρία των πιστών. Η Σύνοδος δεν έχει τίποτα να κάνει με οποιαδήποτε σύναξη στην οποία συζητούνται «ακαδημαϊκά ή άκαιρα θέματα της πίστεως και ζωής της Εκκλησίας»[3]. Ο ρόλος της Συνόδου είναι να επιβεβαιώσει, να διασαφηνίσει και να διατυπώσει την πίστη σύμφωνα με τη διδασκαλία του Θεού και Σωτήρος Ιησού Χριστού, «ὃς πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (Α΄ Τιμ. β΄ 4).
Στη Σύνοδο, αφού οι Απόστολοι Παύλος και Βαρνάβας παρουσίασαν το πρόβλημα, έγινε συζήτηση από τους Αποστόλους και τους Πρεσβυτέρους. Στη συνέχεια πήρε το λόγο ο Απόστολος Πέτρος, ο οποίος εξέφρασε την αλήθεια της πίστης, βασιζόμενος στη δική του εμπειρία. Αν και ο Απόστολος Λουκάς δεν το αναφέρει στην εξιστόρηση των γεγονότων της Συνόδου, σίγουρα ο Απόστολος Πέτρος μίλησε για το γεγονός της εκχύσεως της χάριτος του Αγίου Πνεύματος στον εκατόνταρχο Κορνήλιο και σε άλλους εθνικούς που ήταν παρόντες εκείνη τη στιγμή εκεί και άρχισαν να μιλούν γλώσσες που δεν τις ήξεραν. Βλέποντας αυτό το θαυμάσιο γεγονός ο Απόστολος Πέτρος μαρτύρησε λέγοντας: «μήτι τὸ ὕδωρ κωλῦσαι δύναταί τις τοῦ μὴ βαπτισθῆναι τούτους, οἵτινες τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ἔλαβον καθὼς καὶ ἡμεῖς;» (Πραξ. ι΄ 47) και έτσι έλαβαν όλοι οι εξ εθνών παρόντες το Βάπτισμα στο όνομα της Αγίας Τριάδος χωρίς να περιτμηθούν.
Αναμφίβολα, στο λόγο του ο Απόστολος Πέτρος ανέφερε και το όραμα που είχε ενώ προσευχόταν και βρέθηκε σε έκσταση, βλέποντας να κατεβαίνει από τον ουρανό ένα σεντόνι, πάνω στο οποίο υπήρχαν όλα τα τετράποδα της γης, τα θηρία και τα ερπετά, πολλά από τα οποία ήταν απαγορευμένα από τον Μωσαϊκό νόμο. Ο Θεός τον διατάσσει να σφάξει και να φάει από αυτά, όμως ο Πέτρος αρνείται επικαλούμενος τις διατάξεις του νόμου, οι οποίες απαγόρευαν στους Ισραηλίτες να τα τρώνε. Ο Θεός απαντά στον Πέτρο λέγοντάς του: «ἃ ὁ Θεὸς ἐκαθάρισε σὺ μὴ κοίνου» (Πραξ. ι΄ 15), δηλαδή αυτά που ο Θεός καθάρισε μην τα θεωρείς εσύ ακάθαρτα. Ο λόγος αυτός αναφερόταν τόσο στα ζώα όσο και στους εθνικούς. Γι΄αυτό αργότερα ο Πέτρος όταν έφθασε στο σπίτι του Κορνηλίου, του είπε: «ἐμοὶ ὁ Θεὸς ἔδειξε μηδένα κοινὸν ἢ ἀκάθαρτον λέγειν ἄνθρωπον» (Πραξ. ι΄ 28).
Μετά τον Απόστολο Πέτρο, πήραν τον λόγο οι Απόστολοι Παύλος και Βαρνάβας, οι οποίοι ενίσχυσαν αυτά που είπε ο πρώτος, μιλώντας για τη δική τους εμπειρία κατά την πρώτη περιοδεία στην Κύπρο και τη Μικρά Ασία. Σίγουρα ανέφεραν μεταξύ άλλων το γεγονός του εκχριστιανισμού του Ρωμαίου ανθύπατου Σεργίου Παύλου. Επίσης, αξίζει να αναφέρουμε και την παρουσία του Τίτου στην Αποστολική Σύνοδο, τον οποίον έφερε ο Απόστολος Παύλος για να αποδείξει ότι μπορεί κάποιος ειδωλολάτρης να γίνει καλός Χριστιανός χωρίς να περιτμηθεί[4]: « Ἔπειτα διὰ δεκατεσσάρων ἐτῶν πάλιν ἀνέβην εἰς ῾Ιεροσόλυμα μετὰ Βαρνάβα, συμπαραλαβὼν καὶ Τίτον· ἀνέβην δὲ κατὰ ἀποκάλυψιν· καὶ ἀνεθέμην αὐτοῖς τὸ εὐαγγέλιον ὃ κηρύσσω ἐν τοῖς ἔθνεσι, κατ’ ἰδίαν δὲ τοῖς δοκοῦσι, μήπως εἰς κενὸν τρέχω ἢ ἔδραμον. Ἀλλ’ οὐδὲ Τίτος ὁ σὺν ἐμοί, ῞Ελλην ὤν, ἠναγκάσθη περιτμηθῆναι, διὰ δὲ τοὺς παρεισάκτους ψευδαδέλφους, οἵτινες παρεισῆλθον κατασκοπῆσαι τὴν ἐλευθερίαν ἡμῶν ἣν ἔχομεν ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ, ἵνα ἡμᾶς καταδουλώσωνται» (Γαλ. β΄ 1-4).
Τέλος, πήρε το λόγο ο Άγιος Ιάκωβος ο «αδελφόθεος», πρώτος Επίσκοπος Ιεροσολύμων, ο οποίος προήδρευε της Συνόδου, υπενθυμίζοντας μια προφητεία του προφήτη Αμώς[5] για την αποκατάσταση του Ισραήλ αλλά και για την αναζήτηση και την επίκληση του αληθινού Θεού από όλα τα έθνη: «μετὰ ταῦτα ἀναστρέψω καὶ ἀνοικοδομήσω τὴν σκηνὴν Δαυΐδ τὴν πεπτωκυῖαν, καὶ τὰ κατεσκαμμένα αὐτῆς ἀνοικοδομήσω καὶ ἀνορθώσω αὐτήν, ὅπως ἂν ἐκζητήσωσιν οἱ κατάλοιποι τῶν ἀνθρώπων τὸν Κύριον, καὶ πάντα τὰ ἔθνη ἐφ᾿ οὓς ἐπικέκληται τὸ ὄνομά μου ἐπ᾿ αὐτούς, λέγει Κύριος ὁ ποιῶν ταῦτα πάντα» (Πραξ. ιε΄ 16-17). Συμπεραίνει, λοιπόν, ότι όχι μόνο οι εξ Ιουδαίων Χριστιανοί μπορούν να σώσουν την ψυχή τους, αλλά και αυτοί που προέρχονταν από τον ειδωλολατρικό κόσμο, πίστεψαν στον Χριστό και βαπτίστηκαν στο όνομα της Αγίας Τριάδος.
Αφού μίλησαν όλοι, ο Απόστολος Λουκάς σημειώνει ότι «τότε ἔδοξε τοῖς ἀποστόλοις καὶ τοῖς πρεσβυτέροις σὺν ὅλῃ τῇ ἐκκλησίᾳ ἐκλεξαμένους ἄνδρας ἐξ αὐτῶν πέμψαι εἰς Ἀντιόχειαν σὺν τῷ Παύλῳ καὶ Βαρνάβᾳ, Ἰούδαν τὸν ἐπικαλούμενον Βαρσαββᾶν καὶ Σίλαν, ἄνδρας ἡγουμένους ἐν τοῖς ἀδελφοῖς» (Πραξ. ιε΄ 22). Παρατηρούμε και πάλι την εφαρμογή της συνοδικότητας μέσα στη ζωή της Εκκλησίας για τη λήψη κάποιων αποφάσεων. Επίσης, μπορούμε να αντιληφθούμε την ισότητα μεταξύ των Αποστόλων, παρά τον τιμητικό ρόλο που του είχε προσφέρει ο Κύριος του Πέτρου ένεκα του δυναμικού του χαρακτήρα αλλά και της ηλικίας του: «Σίμων Σίμων, ἰδοὺ ὁ σατανᾶς ἐξῃτήσατο ὑμᾶς τοῦ σινιάσαι ὡς τὸν σῖτον· ἐγὼ δὲ ἐδεήθην περὶ σοῦ ἵνα μὴ ἐκλίπῃ ἡ πίστις σου· καὶ σύ ποτε ἐπιστρέψας στήριξον τοὺς ἀδελφούς σου» (Λκ. κβ΄ 32). Ο Πέτρος δεν έχει κάποια ιδιαίτερα προνόμια μεταξύ των Αποστόλων και ούτε κάποια εξουσία που οι υπόλοιποι να μην έχουν.
Πολύ σημαντική είναι και η διατύπωση της απόφασης της Αποστολικής Συνόδου, επειδή εκφράζει τη συνείδηση της Εκκλησίας, στην ολότητά της, ως Σώμα του Χριστού. Η απόφαση που έπρεπε να διαβάσουν στους πιστούς της Αντιόχειας ήταν η ακόλουθη: «ἔδοξε γὰρ τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι καὶ ἡμῖν μηδὲν πλέον ἐπιτίθεσθαι ὑμῖν βάρος πλὴν τῶν ἐπάναγκες τούτων, ἀπέχεσθαι εἰδωλοθύτων καὶ αἵματος καὶ πνικτοῦ καὶ πορνείας· ἐξ ὧν διατηροῦντες ἑαυτοὺς εὖ πράξετε. Ἔῤῥωσθε» (Πραξ. ιε΄ 28-29). Ολόκληρο το θεανθρώπινο έργο της Εκκλησίας μέσα στους αιώνες βασίζεται πάνω σε αυτή την αποστολική μαρτυρία: «ἔδοξε γὰρ τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι καὶ ἡμῖν». Δηλαδή, υπάρχει η συνείδηση ότι το Άγιο Πνεύμα ενεργεί μέσα στην Εκκλησία και ότι οι αποφάσεις των συνόδων είναι αποτέλεσμα του φωτισμού του Αγίου Πνεύματος[6].
Η σημασία της Αποστολικής Συνόδου στη ζωή της Εκκλησίας φαίνεται από το σκοπό της σύγκλησης της Συνόδου, δηλαδή τη σωτηρία των μελών του σώματος της Εκκλησίας. Σε τελική ανάλυση όλες οι μετέπειτα Σύνοδοι διατύπωσαν τους όρους της αλήθειας της Εκκλησίας -η οποία βέβαια δεν εξαντλείται μόνο στη θεωρητική της διατύπωση, αφού η πίστη πρώτα απ΄ όλα βιώνεται- με τελικό στόχο τη σωτηρία των πιστών[7]. Γι΄αυτό και στη διαμόρφωση των αποφάσεων της Αποστολικής Συνόδου οι ομιλητές δεν στηρίχθηκαν πάνω στο κύρος τους, ούτε στον αριθμό των χριστιανικών κοινοτήτων που ίδρυσαν κατά τις περιοδείες τους, ούτε στην ηλικία τους, ούτε σε οποιαδήποτε προνόμια, αλλά πάνω στο λόγο του Ευαγγελίου, τον οποίον βίωσαν μέσω των προσωπικών τους εμπειριών.
Έτσι λοιπόν, μέσα στη ζωή της Εκκλησίας «σε μια σύνοδο εκκλησιαστική ο κάθε Επίσκοπος που συμμετέχει δεν εκφράζει και δεν αντιπροσωπεύει ποσότητα πληθυσμού ή γεωγραφική έκταση ή πολιτική ισχύ -όπως δεν εκφράζει και ατομικές του γνώμες και απόψεις περισσότερο ή λιγότερο ευφυείς, περισσότερο ή λιγότερο μελετημένες και κατοχυρωμένες. Ο Επίσκοπος προσκομίζει στη σύνοδο τη μαρτυρία και βιωματική βεβαιότητα του λαϊκού σώματος στο οποίο «προεδρεύει της Ευχαριστίας»… Αν λοιπόν σε μια σύνοδο κάποιοι Επίσκοποι ή και το σύνολο των Επισκόπων εκφράζουν γνώμες, απόψεις και τελικά αποφάσεις άσχετες με την εμπειρία του ευχαριστιακού σώματος, τότε καταργείται η σύνοδος και εκπίπτουν από το αξίωμά τους οι Επίσκοποι -γιατί τελικός κριτής και φύλακας της εκκλησιαστικής αλήθειας είναι ο λαός, ο λαός-φορέας της ευχαριστιακής εμπειρίας της «όντως ζωής»[8].
Τέλος, πρέπει να επισημάνουμε ότι η ίδια η Εκκλησία είναι μια Σύνοδος -με το βαθύτερο νόημα της λέξης- επειδή είναι κατεξοχήν η αποκάλυψη της Αγίας Τριάδος, του Θεού και της θείας ζωής που αποτελεί ουσιαστικά μια τέλεια Σύνοδο. «Η Εκκλησία είναι τριαδική και κατά τη «μορφή» και κατά το «περιεχόμενο», γιατί είναι η αποκατάσταση του ανθρώπου και της ζωής του ως εικόνας του Θεού που είναι Τριαδικός. Είναι εικόνα της Αγίας Τριάδος και δώρο της Τριαδικής ζωής, γιατί η ζωή λυτρώνεται και αποκαθίσταται μέσα της ως ουσιαστικά συνοδικό λειτούργημα. Η νέα ζωή που δόθηκε εν Χριστώ είναι ενότης και μοναδικότης «ἵνα ὦσιν ἕν καθὼς ἡμεῖς» (Ιν. ιζ΄ 11)»[9].
Διακ. Ανδρέα Ματέι, Η Αποστολική Σύνοδος και η σημασία της στη ζωή της Εκκλησίας, στην «Ορθόδοξη Μαρτυρία» αρ. 121 (Άνοιξη – Καλοκαίρι 2020), σ. 76-80.