Την βλάσφημη θέση ότι ο Κύριος δείλιασε προ του πάθους και πάνω στον σταυρό εξέφρασαν οι Αρειανοί. Σ’ αυτούς απάντησε ο Μέγας Αθανάσιος ως εξής:
«54. Λοιπόν, όπως, ενώ αυξάνει το σώμα, λέγεται ότι αυτός προκόπτει λόγω της ιδιότητος του ανθρωπίνου σώματος, έτσι και τα αναφερόμενα στον καιρό του θανάτου, δηλαδή το ότι εταράχθη, έκλαυσε, πρέπει να τα εκλάβωμεν με την ιδίαν έννοιαν.
Διότι περιπατούντες πάνω και κάτω ανήσυχοι και ωσάν να στηρίζουν την αίρεσίν των πάλιν εις αυτά, ισχυρίζονται˙ να λοιπόν, έκλαυσε και είπε˙ “Νῦν ἡ ψυχή μου τετάρακται[1]” και παρεκάλεσε να αποφύγει το ποτήριον του θανάτου[2]˙ πως λοιπόν, εφ’ όσον είπε αυτά, είναι Θεός και Λόγος του Πατρός; Βεβαίως, ω θεομάχοι, έχει γραφεί ότι έκλαυσε και ότι είπε εταράχθηκα, και επί του σταυρού είπεν, “Ἐλωί, Ἐλωί, λιμάσαβαχθανί; τοῦτ’ ἔστι, Θεέ μου, Θεέ μου ἱνατί με ἐγκατέλιπες;” Και παρεκάλεσε ν’ αποφύγει το ποτήριον. Βεβαίως, έχουν γραφεί αυτά.
Αλλά θα ήθελα πάλι να μου απαντήσετε˙ διότι πρέπει με τον ίδιο τρόπο ν’ αντικρούσω καθένα από τα επιχειρήματά σας˙ εάν μεν είναι απλούς άνθρωπος αυτός που ομιλεί, ας κλαίει και ας φοβήται τον θάνατον ως άνθρωπος˙ εάν όμως είναι Λόγος με ανθρώπινην φύσιν (δεν πρέπει να κουράζωμαι να λέγω πάντα τα ίδια), ποιον είχε να φοβηθεί ενώ ήτο Θεός; Ή πως είναι δυνατόν να εφοβήτο αυτός που λέγει˙ “Μή φοβεῖσθε τόν ἀποκτείνοντα τό σῶμα[3]”; Και πως είναι δυνατόν αυτός που έλεγε στον Αβραάμ, “Μή φοβοῦ, ὅτι μετά σοῦ εἰμί[4]” και ενεθάρρυνε τον Μωυσή κατά του Φαραώ, και είπε εις τον Ιησού του Ναυή, “Ἴσχυε καί ἀνδρίζου[5]”, αυτός ο ίδιος να εφοβείτο τον Ηρώδη και τον Πιλάτο;
Έπειτα αυτός που έγινε στους άλλους βοηθός δια να μη φοβούνται (Κύριος γάρ, φησίν, ἐμοί βοηθός˙ ου φοβηθήσομαι τί ποιήσει μοι ἄνθρωπος[6]) εφοβείτο ηγεμόνας, οι οποίοι ήσαν θνητοί άνθρωποι; αυτός που ήλθε δια να καταργήσει τον θάνατον, εφοβείτο τον θάνατον; Πως όμως δεν είναι παραλογισμός και ασέβεια να ισχυρίζονται ότι εφοβείτο τον θάνατον αυτός, τον οποίον βλέποντες οι φύλακες του Άδου εφοβήθησαν; Εάν δε, όπως ισχυρίζεσθε σεις, εφοβείτο ο Λόγος, διατί ενώ προ πολλού ωμιλούσε περί της κακής διαθέσεως των Ιουδαίων, δεν έφευγε, αλλά και όταν εζητείτο έλεγε, “ἐγώ εἰμί[7]”; Διότι ημπορούσε να μην αποθάνει όπως έλεγε˙ “Ἐξουσίαν ἔχω θεῖναι τήν ψυχήν μου˙ καί ἐξουσίαν ἔχω πάλιν λαβεῖν αὐτήν[8]” και “Οὐδείς αἴρει αὐτήν ἀπ’ ἐμοῦ[9]”.
55. Αλλ΄ αυτά δεν ήσαν γνωρίσματα του Λόγου, καθ’ ότι ήτο Λόγος˙ εις το ανθρώπινο σώμα όμως, το οποίο υφίστατο αυτά, υπήρχε ο Λόγος, ω χριστομάχοι, και αχάριστοι Ιουδαίοι. Άλλωστε αυτά δεν ελέχθησαν προ της ενανθρωπίσεως, αλλ’ όταν ενηνθρώπησεν ο Λόγος και έγινεν άνθρωπος, τότε έχει γραφεί ότι ελέχθησαν ταύτα ανθρωπίνος» (Λόγος Κατά Αρειανών Γ΄, μετ. Σοφ. Τοκατλίδη, Μ. Αθανασίου Έργα, εκδ. Γρηγόριος ο Παλαμάς, τ. 3 σσ. 159-161).
Αφού εξήγησε ότι όχι από δειλία, αλλά ανθρωποπαθώς είπώθηκε η συγκεκριμένη φράση, σε άλλο έργο δίνει την εξής ερμηνεία:
«25. Επειδή λοιπόν απεγυμνώθη (σσ. ο διάβολος) από τα πάντα, ηύχετο τουλάχιστον να κρατήσει τον Άδη. Διότι εφοβείτο πάλιν, μήπως είναι αυτός (σσ. ο εταυρωμένος) ο οποίος καταυγάζει το σκοτάδι, δια τον οποίον έχει γραφεί˙ “Γαλιλαία τῶν ἐθνῶν, ὁ λαός ὁ καθήμενος ἐν σκότει, φως εἶδε μέγα[10]”. Διότι είχε ακούσει τον ίδιο που έλεγε˙ “ἐγώ εἰμί το φῶς[11]”. Δια τούτο εφοβείτο μήπως αποθάνει εκείνος, και έτσι αυτός εκδιωχθεί από παντού. Επειδή όμως ο Κύριος έβλεπεν αυτόν να φεύγει, δια να μη πραγματοποιηθεί τούτο και απομακρυνθεί ο εχθρός που υπεχώρει, εφώναξε με ανθρωπίνους φωνάς, που έδειχναν και αδυναμίαν λέγων, “Ἐλωί, Ἐλωί, λιμάσαβαχθανί; τοῦτ’ ἔστι, Θεέ μου, Θεέ μου ἱνατί με ἐγκατέλιπες;” Και αυτό το έκανε δια να νομίσει ο διάβολος, ο οποίος είχε τρομάξει από τον Θεό, ότι ήτο αδύνατος άνθρωπος, και έτσι να μην απομακρυνθεί φεύγων.
Με αυτάς λοιπόν τας φωνάς μετεπείσθη ο πάγκακος και επλησίασε πάλιν, επειδή τον είδε ωσαν άνθρωπον, και του επετέθη. Διότι έπεισε τους Ιουδαίους να ζητήσουν την σφαγήν του, και έγινεν έτσι αυτό που δεν επερίμενεν˙ εσφάγη δηλαδή όχι εις άλλο σημείον, αλλ’ εις την πλευράν, εκ της οποίας έτρεξε νερό και αίμα, και τούτο έγινε έτσι, ώστε, επειδή προηγουμένως η αγάπη ήλθε δια της γυναικός, η οποία επλάσθη εκ της πλευράς, έτσι και τώρα, δια της πλευράς του δευτέρου Αδάμ, να δοθεί το λύτρον και το καθαριστικόν της πρώτης πλευράς, το λύτρον μεν δια του αίματος, το καθαριστικόν δε δια του ύδατος. Και αυτό συνέβει στον διάβολο χωρίς να το θέλει, διότι τον θάνατον που εφοβείτο αν συνέβαινεν, αυτόν τον θάνατον απέθανεν ο Κύριος, και εκείνος απεγυμνώθει» (Εις το πάθος του Κυρίου και εις τον σταυρόν, μετ. Βασ. Φανουργάκη, Μ. Αθανασίου Έργα, εκδ. Γρηγόριος ο Παλαμάς, τ. 12 σσ. 81-83).
Για να μην συμπεράνει κάποιος με ανόητο τρόπο ότι ο Κύριος υποκριτικά εφώναξε τα παραπάνω λόγια, ας ξεκαθαρίσουμε ότι όσα είπε ο Μέγας Αθανάσιος εξηγούν το γιατί ως Θεός αποφάσισε να αισθανθεί ως άνθρωπος την εγκατάλειψη. Από την πλευρά της ανθρώπινης φύσεως ο άγιος Επιφάνιος Κύπρου εξηγεί τα εξής:
«64. Τι λοιπόν, λένε, είναι ο Λόγος αυτός τον οποίο είπε, “Θεέ μου, Θεέ μου ἱνατί με ἐγκατέλιπες;” Σε ποιον δεν είναι φανερό ότι από την ανθρώπινη πλευρά της αυτού ενανθρωπήσεως, ανθρωποπαθώς, εκφέρεται το ρητό; Διότι η ανθρώπινη φύση του δεν τελούσε κατ’ ιδίαν, δεν ήταν ξεχωριστή της θεότητος, σαν να ήταν οι δύο φύσεις, θεία και ανθρώπινη, αλλού η μια από την άλλη, αλλά ήταν η ανθρώπινη ενωμένη με την θεία, σε μία ενότητα και γνώριζε πολύ καλά όσα αφορούσαν το τέλος. Η οποία (σσ. ανθρώπινη φύση) ενωμένη με την θεότητα σε μία θεότητα, επειδή έβλεπε ήδη την ψυχή και την θεότητα να κινούνται προς εγκατάλειψη του αγίου σώματος και να φεύγουν από την ανθρώπινη πλευρά που ήταν ταυτόχρονα και Κύριος, είπε τα όσα είπε.
Διότι επρόκειτο η θεότητα να τελειώσει τα πάντα κατά το μυστήριο της σταυρώσεως και μαζί με την ψυχή να κατέβει στα καταχθόνια, ώστε να εργασθεί την σωτηρία των προκεκοιμημένων, οι οποίοι βρίσκονταν εκεί, εννοώ των αγίων πατριαρχών. Όπως, λοιπόν, έγινε η κίνηση κατ’ αυτόν τον τρόπο, από την πλευρά της ανθρώπινης φύσεως η φωνή έλεγε προς την πλευρά της θεότητας “Θεέ μου, Θεέ μου ἱνατί με ἐγκατέλιπες;”. Έπρεπε αυτό να γίνει για να εκπληρωθούν έτσι οι προφητείες που προεκηρύχθηκαν από τους δικούς Του προφήτες.
Για να εκπληρώσει και όσα προφητεύθηκαν κατά του Άδου, σύμφωνα με την ιδέα του ανθρώπου για τον Άδη, ώστε ο άρχων, ο Άδης και ο θάνατος, επειδή θέλησαν να κρατήσουν άνθρωπο, αγνοώντας την εν τη ψυχή κρυμμένη θεότητα, κατέληξαν, ο μεν Άδης να χειραγωγηθεί και ο θάνατος να καταλυθεί και να εκπληρωθεί το γεγραμμένο “οὐκ ἐάσεις τήν ψυχήν μου εἰς Ἅιδην, οὐδέ δώσεις τόν ὅσιόν σου ἰδεῖν διαφθοράν”». (Πανάριον 64.1-5, εκδοση Karl Holler, στη σειρά Griechschen Christlichen Schriftsteller Bnd 37(1931) s. 213)