Πόσες φορές δεν ακούμε στην ζωή μας μέσα στον κόσμο την εξής κατηγορία: «Πιστεύω στο Θεό, αλλά νιώθω ότι η Εκκλησία δεν έχει να μου πει κάτι. Ο κλήρος της δεν μπορεί να με κάνει να πιστέψω, γιατί απέχει πολύ από αυτό που θέλει ο Χριστός».
Προσέχουμε τι κάνουν οι ιερείς, πώς φέρονται, αν πορεύονται σύμφωνα με τα πρότυπα που έχουμε στη σκέψη μας γι’ αυτούς. Και όχι μόνο αυτό. Τα τελευταία χρόνια, μέσα από τα ΜΜΕ και την πολεμική που κατά καιρούς ασκείται κατά της Εκκλησίας, η συγκεκριμένη κατηγορία παίρνει διαστάσεις.
Ενίοτε γίνεται και η τετριμμένη δικαιολογία στα χείλη των ανθρώπων, γιατί, παρόλο που δεν θέλουν να το παραδεχτούν, η συνείδησή τους τούς ελέγχει για το γεγονός ότι έχουν περιθωριοποιήσει το Θεό από τη ζωή τους.
Δεν είναι όμως σε θέση να το παραδεχθούν με ειλικρίνεια. Έτσι, προσαρμόζονται στα δεδομένα ενός άθεου πολιτισμού, ο οποίος θεωρεί την θρησκευτική πίστη και ζωή, όπως αυτή εκφράζεται μέσω της Εκκλησίας, ως ιδιωτικό γεγονός και μάλιστα ξεπερασμένο για το σύνολο. Τα πρόσωπα είναι πάντοτε εύκολος στόχος, όταν δεν θέλουμε να ψάξουμε την ουσία στη ζωή μας.
Αυτή την κατηγορία, διατυπωμένη όμως με παράπονο και απογοήτευση και όχι με απόρριψη, εξέφρασε και ο πατέρας που έβλεπε το παιδί του να πάσχει από δαιμονικό πνεύμα και το έφερε στο Χριστό, λίγο μετά την Μεταμόρφωσή Του. Δεν θέλησε να το πάει πρώτα στον Κύριο, γιατί δεν Τον είδε ανάμεσά τους. Ο Χριστός κατέβαινε με τους τρεις, τον Πέτρο, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη, από το Θαβώρ. Οι υπόλοιποι μαθητές δεν μπόρεσαν να κάνουν καλά το παιδί με το δαιμονικό πνεύμα, παρότι ο Χριστός τους είχε δώσει την ευλογία να κηρύττουν το μήνυμα του Ευαγγελίου και να θαυματουργούν στο όνομά Του, όπως επίσης και είχαν δει τα δαιμόνια να υποτάσσονται σ’ αυτό το όνομα.
Όμως, στην συγκεκριμένη περίπτωση, οι μαθητές δεν μπόρεσαν να δώσουν στον πατέρα αυτό που επιζητούσε. Έτσι, εκείνος, όταν ο Χριστός εμφανίζεται ενώπιον όλων, του λέει για το δαιμόνιο: «είπον τοις μαθηταίς σου ίνα αυτό εκβάλωσι, και ουκ ίσχυσαν» (Μάρκ. 9, 18).
Γιατί όμως δεν κατάφεραν οι μαθητές να εκδιώξουν το δαιμόνιο;
Η απάντηση βρίσκεται στα λόγια του Χριστού, ο οποίος χαρακτηρίζει τη γενιά των Ιουδαίων «άπιστη». ΟΙ μαθητές δεν ήταν μάγοι. Ήταν άνθρωποι που πίστευαν στο Χριστό. Δεν είχαν μέσα τους μαγικές δυνάμεις, ούτε ήταν θαυματοποιοί. Δεν έκαναν θαύματα κατά παραγγελίαν, ούτε ήταν επαγγελματίες οπαδοί ενός ξεχωριστού προσώπου. Η σχέση του ανθρώπου με το Θεό δεν μπορεί να εγκλωβιστεί στο επίπεδο μιας μαγικής συναλλαγής. «Δώσε μου», για να πιστέψω. «Ικανοποίησέ μου την επιθυμία και το θέλημά μου κι εγώ θα είμαι κοντά Σου». Αυτή η στάση δεν έχει να κάνει με την πίστη, δηλαδή την εμπιστοσύνη στο θέλημα του Θεού και στον Θεό ως Πρόσωπο, αλλά ικανοποιεί την ανθρώπινη ιδιοτέλεια και ανάγκη να πετύχει στόχους στη ζωή. Όμως ο Θεός ζητά από εμάς πρωτίστως αγάπη και εμπιστοσύνη στο Πρόσωπό Του και όχι συναλλαγή.
Ταυτόχρονα, όταν οι μαθητές Του θα ρωτήσουν το Χριστό «γιατί εμείς δεν μπορέσαμε να βγάλουμε αυτό το δαιμονικό πνεύμα;» (Μάρκ. 9, 28), ο Χριστός θα τους απαντήσει ξεκάθαρα ότι το γένος των δαιμόνων, η δύναμη του κακού, δεν εξέρχεται από την ανθρώπινη ύπαρξη παρά μόνο με την προσευχή και τη νηστεία. Η προσευχή είναι η σπουδαιότερη κίνηση εμπιστοσύνης του ανθρώπου προς το Θεό. Μέσα από την προσευχή η ύπαρξη αφήνεται σ’ Αυτόν που την αγαπά και αποδέχεται το θέλημά Του. Η νηστεία είναι ο μικρότερος ή μεγαλύτερος κόπος που καταβάλλει ο άνθρωπος για να μπορέσει να προσαρμόσει τη ζωή του στο Ευαγγέλιο και την Αλήθεια που αυτό φανερώνει, δηλαδή στο λόγο και τη ζωή που ο Χριστός μας διδάσκει. Η νηστεία είναι εκκοπή του θελήματός μας, είναι αλλαγή όχι μόνο διατροφής, αλλά κυρίως της επιθυμίας μας να ζούμε ελεύθερα, χωρίς όμως Θεό, και να απολαμβάνουμε τα πάντα.
Άρα, ο Χριστός απορρίπτει την μαγική λογική της ισχύος έναντι του κόσμου και έναντι του κακού. Δείχνει στους μαθητές Του ότι δεν μπορούν με γνώμονα την αυτάρκειά τους και την προσωπική τους ικανότητα να σώσουν τον άνθρωπο και σωματικά και πνευματικά, αλλά μόνο δια της πίστεως σ’ Εκείνον. Κι αυτή η πίστη εκφράζεται μέσα από την προσευχή και τη νηστεία. Μάς δίνει ο Θεός, αλλά Εκείνος κρίνει τι και πώς και πότε. Ζητά όμως από εμάς, συγκαταβαίνοντας στις ανάγκες μας, να Του προσφέρουμε την εμπιστοσύνη, την προσευχή και τη νηστεία, δηλαδή να κάνουμε πράξη το θέλημά Του μέσα στον τρόπο ζωής της Εκκλησίας.
Κάθε φορά που ακούμε την κατηγορία εναντίον του κλήρου και ζητούμε μαγικά από το Θεό να μας δώσει στη ζωή μας ή ισχυριζόμαστε ότι μπορούμε να έχουμε σχέση με το Θεό εκτός της ζωής της Εκκλησίας, εκτός δηλαδή του τρόπου τον οποίον Εκείνος μας υπέδειξε, παραδίδουμε τον εαυτό μας στις δυνάμεις του κακού, που μας καταλαμβάνουν γιατί μας βρίσκουν δίχα Χριστού και δίχα Εκκλησίας στη ζωή μας. Είναι εύκολο να λιθοβολούμε πρόσωπα, για να δικαιώσουμε τους εαυτούς μας και τις επιλογές μας ή να λειτουργούμε στα πλαίσια του πολιτισμού μας, χωρίς Θεό και συνείδηση. Όμως χωρίς την Εκκλησία και τη ζωή της, χωρίς την πίστη, την προσευχή και τη νηστεία, σώματος και ψυχής, ας μην περιμένουμε ότι θα βρούμε λύτρωση από τις δυσκολίες που το κακό προξενεί τόσο στον κόσμο όσο και στη ζωή μας. Όχι γιατί ο Θεός δεν μπορεί να το καθυποτάξει και να μας δώσει ό,τι ποθούμε. Αλλά γιατί τότε θα προσέκρουε στην ελευθερία μας και στην ανάγκη να την αποδεικνύουμε καταβάλλοντας λίγο κόπο.
Αυτά όλα βεβαίως δεν δικαιολογούν συμπεριφορές και στάσεις ζωής από την μεριά των ταγών της Εκκλησίας που σκανδαλίζουν ή τραυματίζουν τους αδύναμους ανθρώπους. Όμως, όπως υπάρχουν τα κακά παραδείγματα, υπάρχει και ο τρόπος και ο δρόμος των Αγίων μας. Ας διδαχθούμε από αυτούς τουλάχιστον και ο Χριστός δεν θα μας αφήσει.
π.Θεμιστοκλής Μουρτζανός