ΑΓΙΟΣ ΕΦΡΑΙΜ ΚΑΤΟΥΝΑΚΙΩΤΗΣ: Διήγηση Αγίου Γέροντα Εφραίμ Κατουνακιώτη:
-Κάποτε, όταν ο Γέροντας Ιωσήφ ο ησυχαστής, ήταν στον Άγιο Βασίλειο, ήρθε σε κάποια γειτονική συνοδεία, ένα λαικό παιδί, για να γίνη μοναχός.
Το παιδί αυτό ήταν ορφανό και υιοθετημένο.
Δεν πέρασε πολύς καιρός και ήρθε ο ψυχοπατέρας του στο Άγιον Όρος και του λέγει:
– Εγώ σε πήρα από μικρό και σε ανέθρεψα, για να με γηροκομήσης κιʼ εσύ τώρα θα γίνης καλόγερος;
Και τον πήρε με το ζόρι κιʼ έφυγε.
Το παιδί, από την στενοχώρια του, έπαθε φυματίωσι.
Τότε ο πατέρας του τον έδιωξε.
– Φύγε από ʼδω, να μη μολύνης κιʼ εμάς και πήγαινε στο Άγιον Όρος να γίνης καλόγερος αφού το θέλεις.
Σηκώθηκε λοιπόν και πήγε ξανά στον Γέροντα του κελλιού στον Άγιο Βασίλειο, και του λέγει:
– Γέροντα, με θυμάσαι ποιος είμαι;
– Ναί, σε θυμάμαι.
– Λοιπόν, ο πατέρας μου μου επέτρεψε να γίνω καλόγερος.
– Καλά.
– Γέροντα όμως, να σας ειπώ ότι από την στενοχώρια μου έγινα φυματικός, γιʼ αυτό μʼ έδιωξε ο πατέρας μου.
– Τι; Είσαι φυματικός και ήρθες εδώ να μας κολλήσης κιʼ εμάς; Άντε, φεύγα!
Φεύγα απʼ εδώ!
– Δεν θέλω τίποτε, έλεγε ο νέος. Μόνο ένα ξεροκόματο και βάλτε με σε μια γωνία να πεθάνω! Μόνο καλόγερο κάντε με. Δεν θέλω τίποτε
– Όχι, είπε εκείνος ο Γέροντας και τον έδιωξε.
Έφυγε, λοιπόν, και καθόταν σʼ ένα μονοπάτι και έκλαιγε απαρηγόρητα με λυγμούς.
Κατά θεία Πρόνοια την στιγμή εκείνη περνούσε ο Γέροντας Ιωσήφ από ʼκεί.
Τον βλέπει και του λέει:
– Τι έχεις, παιδί μου και κλαίς;
– Γέροντα ήρθα στο Άγιον Όρος να γίνω καλόγερος, αλλά ο Γέροντας μου με έδιωξε γιατί είμαι φθισικός. Δυστυχώς δεν βρίσκεται κανένας να με κάνη μοναχό, κιʼ ας μʼ αφήση σε μια γωνιά να πεθάνω. Μόνο να με κάνη καλόγερο και δεν θέλω τίποτε άλλο.
Ο Γέροντας Ιωσήφ σαν άνθρωπος φοβήθηκε στην αρχή, αλλά η μεγάλη του καρδιά δεν τον άφηνε να παρατήση το παιδί μόνο του.
– Έλα παιδί μου, του λέγει, και τον πήρε από το χέρι και πήγαν πάνω στην καλλύβα του.
Στην συνοδεία του τότε ήσαν ο πατήρ Ιωάννης, ο πατήρ Εφραίμ ο Βολιώτης, ο πατήρ Αθανάσιος ο κατά σάρκα αδελφός του και ο πατήρ Αρσένιος.
Όταν το άκουσαν, είπαν ιδιαιτέρως στον Γέροντα:
– Θα μας κολλήση κιʼ εμάς.
– Μη μιλάτε, τους λέει ο Γέροντας. Ο Θεός τον έστειλε για να με δοκιμάση, μήπως και κάνω κάνα φταίξιμο στον Θεό. Εσείς μη μιλάτε καθόλου, εγώ θα τον περιποιηθώ μέχρι τον θάνατό του.
Του έκαναν με σανίδια ένα κελλάκι και ʼκεί τον φρόντιζε πολύ ο Γέροντας. Έτρεχε και ζητιάνευε να οικονομήση κανένα συκάκι, παξιμάδι, σταφίδες, ελίτσες για τον νεαρό υποτακτικό του.
Έζησε κοντά τους περίπου έξι μήνες και μια μέρα ο νεαρός λέει:
– Γέροντα, βλέπω κάτι γύφτισσες. Τι θέλουν γύρω από το κρεββάτι μου;
Ο Γέροντας κατάλαβε και λέει στον πατέρα Αρσένιο:
– Πάτερ Αρσένιε, ετοιμάσου. Είναι στα τελευταία του ο Βασίλης. Να τον κάνω μεγαλόσχημο γιατί θα μας φύγη.
Πάνε να τον διαβάσουν μέσα στην Εκκλησία. Ο πατήρ Εφραίμ ο Βολιώτης δεν έμπαινε μέσα.
– Μπες μέσα!!!
– Δεν μπαίνω μέσα, γιατί ο γιατρός λέει ότι το μικρόβιο κολλάει και στην καμπάνα!!!
Στην ακολουθία ήταν ο Γέροντας, ο πατήρ Αρσένιος, ο πατήρ Αθανάσιος και κάποιος ιερέας. Τον διάβασαν, τον στολίσαν, τον πήγαν στο κελλάκι του και τον άφησαν στο κρεββάτι.
– Βασίλη μου, τώρα θα πάω να κάνω την προσευχή μου. Σε δύο-τρεις ώρες θα ρθω, μόνο να λες συνεχώς την ευχή, του είπε ο Γέροντας και πήγε να κάνη τα καλογερικά του καθήκοντα.
Κατόπιν έτρεξε να δη τι κάνει ο Βασίλης.
Όταν έφθασε τον σκουντάει:
– Κοιμήθηκες, Βασίλη; αλλά καμιά απάντησι.
Έτσι όπως ήταν πέθανε. Μετά το αγγελικό Σχήμα πήγε σαν αγγελούδι στον ουρανό.
Χαρά ο Γέροντας, που έφυγε ο πατήρ Βασίλειος στον ουρανό ως άγγελος. Μόνος του τον ξέντυσε κατόπιν, τον έπλυνε και έλεγε:
– Αχ, Παναγία μου, να κολλήσω και ʼγω! Αχ, Παναγία μου, να κολλήσω και ʼγω!
Παρακαλούσε να κολλήση φυματίωσι, μα όσο εκείνος ευχόταν, τόσο αυτή έφευγε μακρυά του.
Ο Γέροντας την φυματίωσι την έλεγε αγία αρρώστια, γιατί λιώνεις σιγά-σιγά και προλαβαίνεις να ετοιμασθής ψυχικά. Μετά πήρε όλα τα πράγματα του πατρός Βασιλείου και τα έκαψε έξω θέλοντας να προφυλάξη τους άλλους από την μετάδοση της αρρώστιας.
– Ελάτε, πατέρες να κεραστούμε, για τον Βασίλη που πήγε στον ουρανό. Ω, Παναγία μου, σώθηκε μια ψυχή! Φέρτε λουκούμια!
Χαρά που είχε ο Γέροντας! »Χριστός Ανέστη!» Που έφυγε το καλογέρι του και σώθηκε.
Την τρίτη ημέρα που κοιμήθηκε ο πατήρ Βασίλειος, τον βλέπει ο Γέροντας στον ύπνο του, να τον άγκαλιάζη και να του λέγη:
– Γέροντά μου, να ιδής τι με ʼκανες! αξιωματικό! Στρατηγό με ʼκανες, γεμάτο παράσημα!