Παπαδιαμάντης: Ο Παπαδιαμάντης των λαϊκών ανθρώπων και της Ορθοδοξίας ύμνησε με τον δικό του λιτό τρόπο την επίδραση της γέννησης του Χριστού στην καθημερινότητα της δύσκολης ζωής και της βιοπάλης μακριά από την πρωτεύουσα.
Οι ξωμάχοι, οι ψαράδες, οι φτωχούληδες του Θεού, οι χαροκαμένες χήρες, οι πονηρές νοικοκυρές, είναι οι ηρωίδες και οι ήρωες του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Του συγγραφέα που το όνομά του, περισσότερο από καθενός άλλου, έχει συνδεθεί με τις γιορτές της Ορθοδοξίας, κυρίως με τα Χριστούγεννα. Όχι όμως με τα Χριστούγεννα της γαλοπούλας, της ζεστασιάς, της θαλπωρής, της κατανάλωσης, αλλά με τα Χριστούγεννα που παραπέμπουν στην ίδια την παγωμένη γέννηση του Χριστού.
Δεν υπάρχει συγγραφέας που να είναι πιο κοντά στους απλούς ανθρώπους του χωριού από τον Παπαδιαμάντη. Αθήνα «της δουλοπαροικίας και των πλουτοκρατών» χαρακτήρισε την πρωτεύουσα στην οποία υποχρεώθηκε να ζήσει τα περισσότερα χρόνια της ζωής του. Δείτε όμως με ποια τρυφερή ειρωνεία, με πόση γνώση, σοφία, αγάπη, αλλά και αυστηρή ματιά, όταν χρειάζεται, περιγράφει στο διήγημά του «Τα Χριστούγεννα του Τεμπέλη», που δημοσίευσε το 1896, στην Ακρόπολη του Γαβριηλίδη, τους απλούς ανθρώπους. Τους ανθρώπους στους οποίους και ο ίδιος ανήκε.
«Στην ταβέρνα του Πατσοπούλου, ενώ ο βορράς εφύσα, και υψηλά εις τα βουνά εχιόνιζεν, ένα πρωί, εμβήκε να πίη ένα ρούμι να ζεσταθή ο μαστρο-Παύλος ο Πισκολέτος, διωγμένος από την γυναίκα του, υβρισμένος από την πενθεράν του, δαρμένος από τον κουνιάδον του, ξορκισμένος από την κυρά-Στρατίναν την σπιτονοικοκυράν του, και φασκελωμένος από τον μικρόν τριετή υιόν του, τον οποίον ο προκομμένος ο θείος του εδίδασκεν επιμελώς, όπως και οι γονείς ακόμη πράττουν εις τα «κατώτερα στρώματα», πως να μουντζώνη, να βρίζη, να βλασφημή και να κατεβάζη κάτω Σταυρούς, Παναγιές, κανδήλια, θυμιατά και κόλλυβα. Κι έπειτα, γράψε αθηναϊκά διηγήματα! Ο προβλεπτικός ο κάπηλος, δια να έρχωνται ασκανδαλίστως να ψωνίζουν αι καλαί οικοκυράδες, αι γειτόνισσαι, είχε σιμά εις τα βαρέλια και τας φιάλας, προς επίδειξιν μάλλον, ολίγον σάπωνα, κόλλαν, ορύζιον και ζάχαριν, είχε δε και μύλον, δια να κόπτη καφέν. Αλλ’ έβλεπέ τις, πρωί και βράδυ, να εξέρχωνται ατημέλητοι και μισοκτενισμένοι γυναίκες, φέρουσαι την μίαν χείρα υπό την πτυχήν της εσθήτος, παρά το ισχίον, και τούτο εσήμαινεν, ότι το οψώνιον δεν ήτο σάπων, ούτε ορύζιον ή ζάχαρις.
Ήρχετο πολλάκις της ημέρας η γριά – Βασίλω, πτωχή, έρημη και ξένη στα ξένα, ήτις δεν είχε προλήψεις κι έπινε φανερά το ρούμι της. Ήρχετο και η κυρά-Κώσταινα η Κλησάρισσα, ήτις εβοηθούσε το κατά δύναμιν εις την εκκλησίαν, ισταμένη πλησίον του μανουαλίου, δια να κολλά τα κεριά, και όσας πεντάρας έπαιρνε την Κυριακήν, όλας τας έπινε, μετ’ ευσυνειδήτου ακριβείας, την Δευτέραν, Τρίτην και Τετάρτην.
Ήρχετο κι η Στρατίνα, νοικοκυρά με δύο σπίτια, οπού εφώναζεν εις την αυλόπορταν, εις τον δρόμον και εις το καπηλείον όλα τα μυστικά της, δηλ. τα μυστικά των άλλων, και μέρος μεν αυτών έμενον εις την αυλήν, μέρος δε έπιπτον εις το καπηλείον, και τα περισσότερα εχύνοντο εις τον δρόμον, κι εξενομάτιζε τον κόσμον, ποία νοικάρισσα της καθυστερεί δύο νοίκια, ποίος οφειλέτης της χρεωστεί τον τόκον, ποία γειτόνισσα της επήρεν ένα είδος, δανεικόν κι αγύριστον.
Ο μαστρο-Δημήτρης ο φραγκορράφτης της εχρωστούσε τρία νοίκια, ο μαστρο-Παύλος ο Πισκολέτος πέντε, και τον μήνα που έτρεχεν, εξ. Η Λενιώ, η κουμπάρα της, της πέρασε δευτέραν υποθήκην με δόλον εις το σπίτι, και τώρα ήτον ανάγκη να τρέχη εις δικηγόρους και συμβολαιογράφους, δια να εξασφαλίση τα δίκαιά της. Η Κατίνα, η ανεψιά της από τον πρώτον άνδρα της, της είχεν αφήσει ένα αμανάτι δια να την δανείση δέκα δραχμάς, και τώρα, ακτά την εκτίμησιν δύο χρυσοχόων, απεδείχθη, ότι το ασημικόν ήτο κάλπικον και δεν ήξιζεν ούτε όσα ήξιζαν τα δύο φυσέκια με τες σκουριασμένες μπακίρες – που, αφού, κατά την συνήθειάν της (αυτό δεν το έλεγεν, αλλά ήτο γνωστόν), έβγαλεν έξω το γερο-Στρατήν, τον άνδρα της, την κόρην της, την Μαργαρίταν και την εγγονήν της, την Λενούλαν, ήνοιξε την κρύπτην, απέθεσεν εκεί το ενέχυρον, έβγαλε το κομπόδεμα, έλαβε τα φυσέκια, και τα ενεχείρισε με τρόπον, οπού εσήμαινε να τα δώση και να μην τα δώση, κι εφαίνετο ως να εκολλούσαν τα χέρια της, εις την πτωχήν την Κατίναν.
Η Ασημίνα, η παλαιά νοικάρισσά της, τραγουδίστρα το επάγγελμα, όταν εξεκουμπίσθη κι έφυγε, της εχρωστούσε τρία μηνιάτικα και εννέα ημέρας. Και τα μεν έπιπλα, οπού έπρεπε κατά δίκαιον τρόπον να τα εκχωρήση εις την σπιτονοικοκυράν, τα παρέδωκεν εις τον κούκον της, τον τελευταίον αγαπητικόν της, που να τσάκιζε το πόδι της, να μην είχε σώσει ποτέ… Και εις αυτήν δεν έδωκεν άλλο τίποτε, παρά ένα παλιοφυλαχτόν εκεί, λιγδιασμένον, και της είπε μυστηριωδώς, ότι αυτό περιείχε Τίμιον Ξύλον… Σαν εκγρεμοτσακίσθη και έφυγε, το ανοίγει και αυτή εκ περιεργείας, και αντί Τιμίου Ξύλου, τί βλέπει;… κάτι κουρέλια, τρίχες, τούρκικα γράμματα, σκοντάματα, μαγικά, χαμένα πράματα… Τ’ ακούτε σεις αυτά;»
Γράφει ο ίδιος σε ένα σύντομο βιογραφικό του: «Εγεννήθην εν Σκιάθω, τη 4 Μαρτίου 1851. Εβγήκα από το Ελληνικόν Σχολείον εις τα 1863, αλλά μόνον τω 1867 εστάλην εις το Γυμνάσιον Χαλκίδος, όπου ήκουσα την Α΄ και Β΄ τάξιν. Την Γ΄ εμαθήτευσα εις Πειραιά, είτα διέκοψα τας σπουδάς μου και έμεινα εις την πατρίδα. Κατά Ιούλιον του 1872 υπήγα εις το Άγιον Όρος χάριν προσκυνήσεως, όπου έμεινα ολίγους μήνας. Τω 1873 ήλθα εις Αθήνας και εφοίτησα εις την Δ΄ του Βαρβακείου. Τω 1874 ενεγράφην εις την Φιλοσοφικήν Σχολήν, όπου ήκουα κατ’ εκλογήν ολίγα μαθήματα φιλολογικά, κατ’ ιδίαν δε ησχολούμην εις τα ξένας γλώσσας. Μικρός εζωγράφιζα Αγίους, είτα έγραφα στίχους, και εδοκίμαζα να συντάξω κωμωδίας. Τω 1868 επεχείρησα να γράψω μυθιστόρημα. Τω 1879 εδημοσιεύθη Η Μετανάστις έργον μου εις το περιοδικόν Σωτήρα. Τω 1882 εδημοσιεύθη Οι έμποροι των Εθνών εις το Μη χάνεσαι. Αργότερα έγραψα περί τα εκατόν διηγήματα, δημοσιευθέντα εις διάφορα περιοδικά και εφημερίδας».
Θα ζήσει αδιαφορώντας μοιράζοντας όσα έβγαζε, τρώγοντας καθημερινά επί 27 χρόνια στην ταβέρνα του Κεχριμάνη, ψέλνοντας κάθε Κυριακή στον ναό του Αγίου Ελισσαίου, τιμώντας το κρασάκι και νοσταλγώντας την Σκιάθο του. Θα μας δώσει μια μεγάλη λογοτεχνική σοδειά, μέσα στην οποία ξεχωρίζουν τα χριστουγεννιάτικα διηγήματά του. Το Χριστόψωμο, στο Χριστό στο Κάστρο, ο Αμερικάνος, τα Χριστούγεννα του Τεμπέλη κ.λπ. Θα αγαπήσει τόσο την Ελλάδα, την παράδοση, τα ήθη, την Ορθοδοξία, τους απλούς ανθρώπους του νησιού και του χωριού, που θα γράψει πραγματικά αριστουργήματα. Διηγήματα τόσο κοντά στην ορθόδοξη παράδοση, που δεν «φωνάζουν» για τον εαυτό τους, αλλά κυλούν με απλότητα σαν ρυάκια και όχι σαν ορμητικά ποτάμια, στις ψυχές μας.
[irp posts=”391368″ name=”Αληθινά Χριστούγεννα!”]
Η συντροφιά του Χριστού
Στο Χριστό στο Κάστρο, ο παπα-Φραγκούλης Σακελλάριος, πρώην ναυτικός, παίρνει τη γενναία απόφαση να πάει στο Κάστρο για να λειτουργήσει το ναό της Γέννησης, να συνδράμει δυο υλοτόμους, τον Γιάννη τον Νυφιώτη, και τον Αργύρη της Μυλωνούς, που έχουν αποκλειστεί εκεί εξαιτίας μια σφοδρής κακοκαιρίας, αλλά και να υλοποιήσει το τάμα που έκανε η παπαδιά του, όταν ο υστερόγονος γιος της, ο Σπύρος, είχε αρρωστήσει βαριά. Μια συντροφιά από λαϊκούς ανθρώπους, γενναίους στην απλότητά τους, θα τον συνοδεύσουν. Ο μπαρμπα-Στεφανής ο Μπέρκας, που καθώς ο δρόμος ήταν κλειστός από τα χιόνια, ανέλαβε να τους μεταφέρει με τη βάρκα του, η παπαδιά με τον Σπύρο και την δεκαεξαετή κόρη της Βάσω, ο κυρ-Αλεξανδρής ο ψάλτης, η θεια το Μαλαμώ, ο Βασίλης της Μυλωνούς, αδελφός του αποκλεισμένου Αργύρη, τρεις πανηγυρισταί και τέσσαρες προσκυνήτριαι. Όλοι μαζί με τον πορθμέα και τον δεκαεπτάχρονο γιο του που ήταν και ο ναύτης του, 16 άτομα.
Ξεκίνησαν, με τη διαβεβαίωση του μπάρμπα Στεφανή ότι ο καιρός θα μαλακώσει. Κρύωναν, αλλά η βάρκα τους πήγαινε με σχετική ηρεμία ως την Κεγχριάν, «την ωραίαν μελαγχολικήν κοιλάδα», όπου τους έπιασε θάλασσα, αλλά ο παπάς αποφάσισε να συνεχίσουν. Η γενναία συντροφιά θαλασσοδάρθηκε όλη τη νύχτα, ώσπου ο μπαρμπα-Στεφανής αποφάσισε να δέσει τη βάρκα του στο λιμανάκι κάτω απ’ το Πρυί για να συνεχίσουν πεζή. Ο Βασίλης της Μυλωνούς, ο μπαρμπα-Στεφανής και ο γιος του προπορεύονταν και καθάριζαν τον δρόμο με αξίνες, ο κυρ-Αλεξανδρής και μια γυναίκα φώτιζαν με τα φανάρια, και οι υπόλοιποι ακολουθούσαν φορτωμένοι τα εφόδια. Χρειάστηκαν τρεις ώρες για να διανύσουν απόσταση που σε κανονικές συνθήκες θα τους έπαιρνε μία, αλλά τελικά «έφθασαν υπό την γέφυραν του Κάστρου, μισοπνιγμένοι, παγωμένοι, αλμυροί από θάλασσαν και λευκοί από χιόνα, μελανιασμένοι τα χείλη, αλλά θερμοί την καρδίαν». Εκεί συνάντησαν τους αποκλεισμένους ξυλοκόπους και 2 αιγοβοσκούς και αφού οι γυναίκες καθάρισαν τον ναό και άναψαν τας κανδύλας και οι άντρες άναψαν μεγάλη πυρά εις το προαύλιον, ο παπα-Φραγκούλης έβαλε Ευλογητός και η γιορτινή λειτουργία ξεκίνησε. Μετά όμως από λίγο φασαρία ακούστηκε έξωθεν του ναού και το μικρό εκκλησίασμα άρχισε να φυλλορροεί –ακόμα και ο κυρ-Αλεξανδρής θα άφηνε το αναλόγιο, αν δεν τον συγκρατούσε το αυστηρό βλέμμα του παπά. Τελικά, το μικρό εκκλησίασμα ξαναγύρισε λίγο πριν το αντίδωρο και μαζί με τους γνωστούς ήταν και ο καπετάν-Κωσταντής και οι ναύτες του, οι οποίοι έπλεαν ξυλάρμενοι από την Δάφνη, όπου οι άγκυρές τους έσπασαν από τη σφοδρότητα του αέρα, όταν είδαν αίφνης μέσα στο πέλαγος τις φωτιές που είχαν ανάψει γύρω από το ναό του Χριστού «ως θείον πράγματι θαύμα» και κατευθύνθηκαν προς τα εκεί.
Μετά την λειτουργία, οι αιπόλοι έψησαν δύο ερίφια, οι ξυλοκόποι πρόσφεραν κοσσύφια αλατισμένα, ο καπετάν-Κωσταντής δύο ασκούς γενναίου οίνου, κότες, αυγά και σκομβρία «και έφαγον πάντες και ηυφράνθησαν, εορτάσαντες τα Χριστούγεννα μετά σπανίας μεγαλοπρεπείας επί του ερήμου εκείνου βράχου».
της Μυρσίνης Γρηγόρη