Παρότι οι δαίμονες, κατά την εμφάνισή τους στους ανθρώπους, συνήθως προσλαμβάνουν την εμφάνιση φωτεινών αγγέλων προκειμένου να τους εξαπατήσουν πιο εύκολα, παρότι επίσης πασχίζουν μερικές φορές να τους πείσουν ότι είναι ανθρώπινες ψυχές και όχι δαίμονες – αυτός ο τρόπος εξαπάτησης στις μέρες μας είναι πολύ της μόδας μεταξύ των δαιμόνων, λόγω της ιδιαίτερης προδιάθεσης των σημερινών ανθρώπων να πιστεύουν κάτι τέτοιο- παρότι μερικές φορές προλέγουν το μέλλον, παρότι αποκαλύπτουν μυστήρια ακόμα κι αν αυτά συμβαίνουν, ωστόσο, ο άνθρωπος δεν πρέπει να τους εμπιστεύεται κατά κανένα τρόπο.
Οι δαίμονες μπερδεύουν την αλήθεια με το ψέμα, ενίοτε χρησιμοποιούν την αλήθεια μόνο και μόνο για να πετύχουν μια πιο βολική εξαπάτηση. Όπως λέει ο απόστολος Παύλος: «Αυτός γαρ ο Σατανάς μετασχηματίζεται εις άγγελον φωτός…και οι διάκονοι αυτού μετασχηματίζονται ως διάκονοι δικαιοσύνης»(Προς Κορινθ. 11:14,15).
Ένας γενικός κανόνας για όλους τους ανθρώπους είναι να μην εμπιστεύονται για κανέναν λόγο τα πνεύματα όταν εμφανίζονται με αισθητή μορφή, να μην ξεκινούν συζήτηση μαζί τους, να μην τους δίνουν καμία προσοχή, να αναγνωρίζουν την εμφάνισή τους ως έναν πολύ μεγάλο και πολύ επικίνδυνο πειρασμό. Όσο διαρκούν αυτές οι εμφανίσεις, ο άνθρωπος θα πρέπει να κατευθύνει το νου και την καρδιά του προς το Θεό με μία προσευχή στην οποία θα Του ζητά να τον ελεήσει και να τον απαλλάξει από τον πειρασμό.
Η επιθυμία να δει κανείς πνεύματα, η περιέργεια να μάθει τα πάντα γι’ αυτά και από αυτά, είναι σημάδι υπέρτατης ανοησίας καθώς και πλήρους άγνοιας των παραδόσεων της Ορθόδοξης Εκκλησίας σχετικά με την ηθική και πνευματική ζωή. Η γνώση των πνευμάτων αποκτάται τελείως διαφορετικά απ’ ότι υποθέτει ο μη έμπειρος και απερίσκεπτος πειραματιζόμενος. Για τον μη έμπειρο η ανοικτή κοινωνία με τα πνεύματα αποτελεί τη μεγαλύτερη συμφορά, ή γίνεται αιτία για τις μεγαλύτερες συμφορές!
…Τα πεπτωκότα πνεύματα ενεργούν πάνω στους ανθρώπους, φέρνοντάς τους αμαρτωλές σκέψεις και συναισθήματα, ελάχιστοι όμως άνθρωποι κατορθώνουν να έχουν αισθητή αντίληψη των πνευμάτων.
Η ψυχή, ενδεδυμένη με ένα σώμα το οποίο την αποκλείει και τη χωρίζει από τον κόσμο των πνευμάτων, σταδιακά εξασκείται μέσω της μελέτης του νόμου του Θεού, δηλαδή μέσω της μελέτης του Χριστιανισμού, και αποκτά την ικανότητα να διακρίνει το καλό από το κακό.
Όπως αναφέρει ο απόστολος Παύλος: «τελείων δε εστίν η στερεά τροφή, των δια την έξιν τα αισθητήτρια γεγυμνασμένα εχόντων προς διάκρισιν καλού τε και κακού» (προς Εβραίους 5:14). Τότε της παραχωρείται η αντίληψη των πνευμάτων μέσω των πνευματικών οφθαλμών, και εάν αυτό βρίσκεται σε συμφωνία με τους σκοπούς του Θεού ο Οποίος την οδηγεί, της παραχωρείται και η αντίληψή τους μέσω των σωματικών οφθαλμών, αφού τώρα η ψυχή κινδυνεύει λιγότερο από την αυταπάτη και την παραπλάνηση, ενώ η πείρα και η γνώση που έχει αποκτήσει την ενδυναμώνουν.
Κατά τον αποχωρισμό της ψυχής από το σώμα μέσω του ορατού θανάτου, εισέρχεται πάλι στην τάξη και την κοινωνία των πνευμάτων. Είναι φανερό ότι για μία επιτυχή είσοδο στον κόσμο των πνευμάτων χρειάζεται απαραιτήτως να ασκήσουμε έγκαιρα τον εαυτό μας στο νόμο του Θεού, καθώς και ότι ακριβώς για να ολοκληρώσουμε αυτήν την εκπαίδευση μας έχει δοθεί ένα ορισμένο χρονικό διάστημα, καθορισμένο από το Θεό για κάθε πρόσωπο για το προσκυνηματικό του ταξίδι στη γη. Αυτό το προσκυνηματικό ταξίδι ονομάζεται επίγεια ζωή.