Ένα συγκλονιστικό απόσπασμα από το βιβλίο «Είδα το Άγιο Φως», του Κύπριου Αρχιμανδρίτη π. Σάββα Αχιλλέως.
«Ήταν ακριβώς, δωδεκάμισι το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής προς το Μεγάλο Σάββατο. Η προετοιμασία μου ( γι’ αυτή την επιχείρηση) αποτελείτο από ένα μικρό φακό, «φαναράκι», και λίγο νερό σ’ ένα μικρό δοχείο. Ήταν τόσο λίγο, ίσα για να ξεδιψάσει κανείς στις ώρες της αγωνίας μου. Τίποτα άλλο δεν με απασχολούσε πια, αν και ήμουνα σίγουρος για την επιτυχία μου.
Θα έλυνα μια διά παντός την απορία μου, και θα εγνώριζα ένα μυστικό που κανείς μέχρι σήμερα δεν μπορούσε να γνωρίζει. Όταν τελείωσα κάθε λεπτομέρεια φώναξα τον βοηθό μου π. Νίκανδρο, να μού φέρει την σκάλα. Είμαστε εντελώς μόνοι. Την στερέωσα, και ανέβηκα λέγοντας του να πάρη την σκάλα, γιατί μόλις τελείωνα από τον καθαρισμό ψηλά, θα κατέβαινα πηδώντας κάτω. Έτσι και έγινε.
Δεν είμαι σε θέση ούτε και έχω την δύναμη να περιγράψω τα αισθήματα μου. Τις ώρες εκείνες έζησα μία κατάσταση αλησμόνητη, γεμάτη φόβο και τρόμο. Κρύος ιδρώτας με περιέλουζε, τρέμοντας σε όλο μου το σώμα. Δεν θα διέφερα από μελλοθάνατο που τον πηγαίνανε για εκτέλεση. Ένας φόβος πρωτοφανής και πρωτόγνωρος με συγκλόνιζε, και ένα ερώτημα έντονο και ελεγκτικό με αναστάτωνε, μέσα στην κρύπτη μου στο σκοτάδι…
«Ποιος άλλος, μού έλεγε, τόλμησε ποτέ κάτι τέτοιο, στην μακρόχρονη Χριστιανική ιστορία του Παναγίου Τάφου; Εσύ, με ποιο δικαίωμα το αποφάσισες; Αν σε ανακαλύψουν εδώ πάνω κρυμμένο, π. Μητροφάνη, φαντάζεσαι τι έχει να γίνει, και ποιά απολογία θα τολμήσεις να δώσεις;».
Όμως μέσα στις απαίσιες σκέψεις μου ορθωνόταν και η επιμονή μου. Έπρεπε να μάθω για το Άγιο Φως! Αν ήταν πράγματι θαύμα, ή αν ήταν κοροϊδία και απάτη. Σε λίγο άρχισα πάλι να πέφτω σε μεταμέλεια.
[irp posts=”342805″ name=”Βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ: «“Ψευδοθαύμα” κατά τον Κοραή το Άγιο Φως»”]
Σαν κάποιος να με έσπρωχνε λέγοντας μου: «κατέβα κάτω γρήγορα, όσο έχεις καιρό. Γιατί σε λίγο θα αρχίσει η λειτουργία των Ορθοδόξων, μέχρι τις 4 το πρωί. Μετά θα έλθουν οι Αρμένιοι, κι’ εσύ θα είσαι αναγκασμένος να παραμένεις εδώ κουλουριασμένος, ακίνητος, αμίλητος, και ατάραχος. Κι’ αν δεν αντέξεις; Θα ακολουθήσουν μετά οι Λατίνοι, ως τις 6.30 το πρωί. Θα είσαι ακίνητος; Κι’ αν βήξεις; Αλλοίμονό σου τι έχεις να πάθεις, π. Μητροφάνη, έλεγα, ελεεινολογώντας τον εαυτό μου. Όλος ο κόσμος πιστεύει στο θαύμα αυτό, εσύ μόνο δεν πιστεύεις, κι’ είσαι και φύλακας του Παναγίου Τάφου, άθλιε…».
Επί τέλους, στις 2 μετά τα μεσάνυκτα προς το Μεγάλο Σάββατο ο Ορθόδοξος ιερέας άρχισε την λειτουργία. Μετά, στις 4 κατέφθασαν οι Αρμένιοι, με την μονότονη, χωρίς αλλαγή ήχων ψαλμωδία τους. Στο τέλος, ήλθαν και οι Λατίνοι. Με στόμα κατάξερο από την αγωνία μου, που το δρόσιζα βάζοντας λίγο νερό στα χείλη μου, και υποχρεωμένος να ακούω τα πάντα κρυμμένος, περίμενα την συνέχεια.
Τέλος, αποχωρώντας και ο τελευταίος Λατίνος, κατέφθασε ο γέροντας μου, ο π. Ανατόλιος. Παρακολουθούσα με κάθε λεπτομέρεια τις κινήσεις του, προσπαθώντας να επισημάνω τίποτα ύποπτο. Κι’ όταν στις 11 το πρωί σφραγίσθηκε ο Τάφος και μέσα στο Άγιο Κουβούκλιο που ήμουν κρυμμένος απλώθηκε βαθύ σκοτάδι, άναψα το φακό μου.
Πάνω στο Πανάγιο μνήμα του Χριστού, ήταν η Ιερή των ευχών φυλλάδα. Μέσα της ένα χονδρό, σβησμένο κερί. Και δίπλα, σβηστή και έτοιμη, η Αγία Κανδήλα περίμενε… Θα άναβε από τον Χριστό, ή, με φωτιά κάλπικη, από τον Πατριάρχη; Έσβησα τον φακό και περίμενα…
Μέσα στο πέλαγος εκείνης της αγωνίας, άρχισα σιγανά να προσεύχομαι.
«Χριστέ μου, εσύ γνωρίζεις τις συνθήκες και την απόφασή μου να βρεθώ σ’ αυτήν την θέση. Όλα πηγάζουν από μία απορία, και από μία αδύνατη και κλονισμένη πίστη. Εγώ Κύριε, πιο αδύνατος από τον Ευαγγελιστή Ιωάννη, που δεν πίστευε κι’ αυτός στην αρχή, ότι πραγματικά αναστήθηκες, ζητώ σήμερα να ιδώ με τα μάτια μου τι ακριβώς γίνεται εδώ μέσα, με το Άγιο Φως…».
Σταμάτησα την προσευχή μου, και άναψα τον φακό. Έβλεπα καθαρά το μυστηριώδες «κερί» μέσα στο βιβλίο προσευχών, και οι υποψίες μου μεγάλωναν. «Αχ! αυτό το «κερί» μονολόγησα. Τι γυρεύει εδώ μέσα, αυτό το κερί;
Διέκοψα απότομα τις σκέψεις μου, καθώς η πόρτα του Παναγίου Τάφου άνοιξε και μπήκε στα σκοτεινά ο ίδιος ο Πατριάρχης. Κρυμμένος από πάνω τον έβλεπα!
Ήταν 12 ακριβώς το μεσημέρι. Η αγωνία μου μεγάλωνε, ενώ ένα σφίξιμο άρχισε να απειλεί την καρδιά μου, έτοιμος να λιποθυμήσω. Άκουγα ήδη τα πρώτα βήματα του Πατριάρχη, στον χώρο του Ιερού Λίθου. Διέκρινα την σιλουέτα του καθώς έσκυψε για να μπει στο Ζωοδόχο Μνήμα. Άρχισε να προσεύχεται…
Εκείνη ακριβώς την στιγμή, μέσα στην απέραντη νεκρική σιωπή που μόλις αισθανόμουν την αναπνοή μου, άκουσα ένα ελαφρό σφύριγμα. Ήταν παρόμοιο με λεπτή αύρα, πνοής ανέμου. Και αμέσως μετά, ένα αλησμόνητο θέαμα με συγκλόνισε. Είδα, ένα γαλάζιο Φως να απλώνεται σιγά-σιγά, σ’ ολόκληρο τον Ιερό χώρο του Τάφου. Το γαλάζιο αυτό Φως, το έβλεπα να στριφογυρίζει σαν ένας δυνατός ανεμοστρόβιλος που με ορμή ξεριζώνει πανύψηλα δέντρα και τα αρπάζει πηγαίνοντας τα, μίλια μακρυά. Πόση ανησυχία είχε, εκείνο το παράξενο Φως!
Μέσα από το Φως αυτό, έβλεπα καθαρά τον Πατριάρχη και χοντρές σταλαγματιές ιδρώτα να κυλούν στο πρόσωπό του. Όπως ήταν γονατιστός, έφερε το χέρι του στο κενό που δημιουργούσε το «κερί» στο βιβλίο.
Πάνω στο μάρμαρο του Μνήματος ακούμπησε τις 4 δεσμίδες των 33 λευκών κεριών, όσα τα χρόνια του Χριστού, και φωτιζόμενος από το μυστηριώδες εκείνο Φως άρχισε να διαβάζει τις ευχές.
Τότε, το κάπως ήρεμο εκείνο γαλάζιο Φως άρχισε να κινείται ανήσυχα. Ήταν ένα αφάνταστο και απερίγραπτο στριφογύρισμα, δυνατότερο από το πρώτο. Και αμέσως μετά, άρχισε να μεταβάλλεται σε ένα λαμπερό ολόλευκο Φως, όπως περιγράφεται από τον Ευαγγελιστή, στην τού Χριστού Μεταμόρφωση!
Το Φως αυτό, μεταμορφώθηκε σε λίγο σε έναν ολοφώτεινο δίσκο Ήλιου, σταματημένο πάνω από τον Πατριάρχη. Τον είδα να υψώνει κατόπιν τις δεσμίδες των κεριών στον αέρα, περιμένοντας «κάτι». Ήταν η βοήθεια του Θεού που περίμενε!
Και όπως σιγά-σιγά ύψωνε παρακλητικά στον ουρανό τα χέρια του, λίγο πριν φθάσουν στο ύψος της κεφαλής του, εν ριπή οφθαλμού, σαν να άγγιξαν τα κεριά σε αναμμένο καμίνι, πήραν φωτιά, μαζί και η Αγία Κανδήλα! Και ξαφνικά, χωρίς καν να το καταλάβω, χάθηκε από τα μάτια μου ο ολόλαμπρος αυτός δίσκος.
Τα μάτια μου γέμισαν δάκρυα. Το σώμα μου καιγόταν ολόκληρο. Μια αίσθηση πυρακτωμένης καμίνου με περιέζωνε. Ο Άγιος εκείνος γέροντας Πατριάρχης, φανερά συγκινημένος, οπισθοχώρησε με τα αναμμένα κεριά προς την έξοδο, σεβόμενος να γυρίσει την πλάτη στον Ιερό εκείνο χώρο.
Βγήκε στον προθάλαμο του Αγίου Λίθου δίνοντας την μία δεσμίδα αναμμένων κεριών στον Αρμένιο Πατριάρχη, (σύμφωνα με τα προνόμια), που τον περίμενε αμίλητος στην πόρτα. Έπειτα, από την δεξιά οπή του Αγίου Κουβουκλίου έδωσε πρώτος το Άγιο Φως στον Ορθόδοξο Αρχιερέα, που περίμενε.
Και εκείνος, βασταζόμενος στους ώμους των Ορθοδόξων πιστών που φώναζαν από ενθουσιασμό ” ο Χριστός είναι Θεός δικός μας και αληθινός “, το μετέφερε στον Ναό της Αναστάσεως δίπλα, για να μεταφερθεί από εκεί, οδικώς, αεροπορικώς, ή με καμήλες, σε όλο τον Ορθόδοξο κόσμο που το περίμενε για την Ανάσταση….
Μέσα στις φωνές ενθουσιασμού και χαράς για το Άγιο Φως, πήδησα κάτω από την κρύπτη μου, και παρουσιάσθηκα στον γέροντα μου, τον π. Ανατόλιο. Πολύ αργότερα εξομολογήθηκα την πράξη μου αυτή στον ίδιο τον Πατριάρχη, βάζοντας μου κανόνα για αυτή την παρακοή μου».
Μεγάλο Σάββατο του 1926, επί Πατριάρχου Ιεροσολύμων Δαμιανού τού Α