Άγια λείψανα: Οι άγιοι ως μέτοχοι και μέλη του σώματος του Χριστού φανερώνουν με τα χαρίσματά τους το Χριστό που κατά τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή μένει αισθητά αθέατος. Η μίμηση των αγίων είναι μίμηση του Χριστού και συμπόρευση με το ενιαίο και αδιαίρετο σώμα Του, την Εκκλησία.
Αναφερόμενο το κάθε μέλος της Εκκλησίας στους αγίους και ακολουθώντας την οδό που αυτοί «επόμενοι τω Χριστώ» υπέδειξαν, αποκτά «ομοήθειαν Χριστού».
Στην προοπτική αυτή κατανοείται και η ιδιαίτερη τιμή που αποδίδει η Ορθόδοξη Εκκλησία στα ιερά λείψανα των αγίων αποτελούν για τους πιστούς ταμεία χάριτος, πηγές ιαμάτων, απτή αίσθηση της παρουσίας του Αγίου Πνεύματος και της ζωογόνου αύρας που εμφυςά στην ζωή της Εκκλησίας. Εκφράζουν την προσδοκία της Αναστάσεως από το σώμα των πιστών γι’ αυτό είναι χαρακτηριστικό ότι μερικοί διώκτες των χριστιανών έκαιαν τα σώματα των μαρτύρων και προσπαθούσαν να τα εξαφανίσουν με κάθε τρόπο, νομίζοντας ότι κατ’ αυτό τον τρόπο θα επετύγχαναν να εξαφάνιζαν την ελπίδα της Αναστάσεως που ενθάρυνε και ζωοποιούσε τους χριστιανούς και ήλεγχε τα έργα τους.
Διά των αγίων λειψάνων αισθανόμαστε και προγευόμαστε την Δόξα της Βασιλείας του Θεού που με ορατά σημεία χαριτώνει τα σώματα αυτών που από αυτή τη ζωή έζησαν μέσα στη δωρεά της αγάπης του Θεού. Επιβεβαιώνεται ότι ο δεσμός ψυχής και σώματος, ύλης και πνεύματος είναι άρηκτος και ότι ο άνθρωπος καλείται ως ψυχοσωματική οντότητα και πρόσωπο να σωθεί και να δοξασθεί από το Θεό. Δοξάζονται λοιπόν και τα σώματά των ενώ το πνεύμα τους «συνεφρένεται εν ουρανοίς», αυτών που δι’ έργων «έκλιναν υπήκοα» στην κλήση του Θεού.
Για το λόγο αυτό ο καλύτερος τρόπος να προσεγγίσουμε ορθόδοξα την πραγματικότητα του σώματος είναι να προσκυνήσουμε τα ιερά λείψανα των Αγίων. Ο ασπασμός ενός αγίου λειψάνου μεταγγίζει Χάρη στο σώμα μας, παρέχει στην υπαρξή μας μέσα από τη σωματική μας αίσθηση το να συνειδητοιεί τόσο το περιορισμένο όσο και τη μεγαλωσύνη, τη φθορά και την αφθαρσία του σώματός μας · με άλλα λόγια προγευόμαστε το μυστήριο του ανθρώπου και του Θεού.
Η μετάγγιση της Ζωής μέσα από τα νεκρά αλλά ζωηφόρα σώματα των Αγίων περνά στα δικά μας σώματα και μας οδηγεί σε μια ρεαλιστική υλικοπνευματική ανθρωπολογία από την οποία τόση ανάγκη έχουμε στις μέρες μας και της οποίας οι Άγιοι Πατέρες έχουν σαφώς θέσει τα θεμέλεια.
Υπάρχουν και πάθη μακάρια και κοινές ενέργειες ψυχής και σώματος οι οποίες δεν προσηλώνουν το πνεύμα στη σάρκα αλλά ανυψώνουν τη σάρκα κοντά στην αξία του πνεύματος και πείθουν και αυτή να κυττάξει προς τα πάνω. Ποιες είναι αυτές; Οι πνευματικές οι οποίες δεν προχωρούν από το σώμα προς το νού, όπως είπαμε και προηγουμένως, αλλά διαβαίνουν από το νού προς το σώμα και δι’ αυτών των ενεργημάτων και παθημάτων το μετασχηματίζουν προς το καλύτερο και το θεουργούν. Όπως δηλαδή κοινή στο σώμα και στην ψυχή είναι η θεότητα του ενανθρωπήσαντος Λόγου του Θεού, η οποία θέωσε την σάρκα διά μέσου της ψυχής, έτσι και στους πνευματικούς άνδρες η χάρη του πνεύματος, καθώς διαδίδεται διά μέσου της ψυχής προς το σώμα, επιτρέπει και σ’ αυτό να πάσχει τα θεία και να συμπάσχει μακαρίως με την ψυχή που έχει πάθει τα θεία, η οποία, επειδή πάσχει τα θεία, έχει οπωσδήποτε και παθητικό επαινετό και θείο· μάλλον δε, αφού ένα είναι σ’ εμάς παθητικό, έχει την ιδιότητα να παίρνει τέτοια μορφή.
Αφού λοιπόν προέλθει και το σώμα στη μακαρία αυτή κατάσταση θεουργεί, μη κινούμενο τότε από τα σωματικά και υλικά μαθήματα, αν και (είναι) δυνατόν να φαίνεται έτσι σ’ αυτούς που δεν έχουν εμπειρία (τέτοια),αλλά επιστρέφοντας το ίδιο το σώμα προς τον εαυτό του, απομακρυνόμενο από τη σχέση του προς τα χειρότερα και εμπνέοντας το ίδιο (το σώμα) από μόνο του αγιασμό και αναφαίρετη θεώρηση, του οποίου εναργές τεκμήριο είναι οι θαυματοποιοί σοροί των αγίων. Του δε πρωταγωνιστή Στεφάνου, και όταν ζούσε ακόμα «το πρόσωπον εφάνη ως πρόσωπον αγγέλου». Άρα λοιπόν δεν έπαθε τα θεία και το σώμα; Επομένως τόσο αυτό το πάθος όσο και η κατά αυτό ενέργεια είναι κοινή της ψυχής και του σώματος.
Ήδη από την εποχήν των διωγμών οι Χριστιανοί τιμούσαν τα λείψανα των Μαρτύρων. Αργότερα, περί το 400 μ. Χ., η τιμή επεξετάθηκε και εις τα άγια λείψανα των ομολογητών και οσίων, αφού και οι μοναχοί, ως «μαρτυρούντες τη συνειδήσει», προσέφεραν την ζωή τους θυσία ευάρεστη στον Θεόν, έγιναν όργανα εκλεκτά της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος και πήραν ξεχωριστή θέσι στις ψυχές των πιστών. Ενώ ακόμη ζούσαν τελούσαν θαύματα με την δύναμιν του Θεού, που ήσαν προικισμένοι.
Η ίδια θαυματουργική δύναμις, και ύστερα από την έξοδον της ψυχής από το σώμα, κατοικεί μέσα στα άγια λείψανα και αυτή είναι, που ενεργεί τα θαύματα. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος ωραία εξηγεί, ότι η δύναμις, που εκπηγάζει από τα λείψανα των αγίων, είναι «η του πνεύματος χάρις, η τοις οστέοις παρακαθημένη και τοις αγίοις συνοικούσα». Είναι δηλαδή η δύναμις, που είχε η πνευματοφόρος και χρισσστοφόρος ψυχή κάθε αγίου, από τότε που βρισκόταν στην ζωή και εξακολουθεί να συνοδεύη το νεκρόν σώμα. Τούτο διδάσκει και ο άγιος Κύριλλος Ιεροσλύμων, όταν γράφη: «και ψυχής μη υπαρχούσης εν τω νεκρώ σώματι, έγκειταί τις δύναμις εις τα σώματα των Αγίων και των μαρτύρων, διά την εν τοσούτις έτεσιν ενοικήσασαν εν αυτοίς δικαίαν ψυχήν». Η δύναμις αυτή – πάλιν κατά τον ιερόν Χρυσόστομον – δεν μένει στάσιμος, αλλά «από ψυχής εις σώματα και από σωμάτων εις ιμάτια και από ιματίων εις υποδήματα και από υποδημάτων εις σκιάς εκτρέχει».
Η θεία Χάρις, λοιπόν, η χάρις του Αγίου Πνεύματος, που κατοικεί μέσα εις τους Αγίους, αποτελεί μόνιμο κτήμα και ιδιότητα, όχι μόνον της ψυχής, αλλά και του σώματός των, με το οποίον η ψυχή στενά συνδεόταν κατά την διάρκεια της επιγείου ζωής, και Αυτή είναι που θαυματουργεί. Θα σημειώσωμε, ακόμη, ότι τα θαύματα, που γίνονται, διά των λειψάνων από τις «χριστοφόρες» ψυχές των Αγίων, αποτελούν συνέχεια των θαυματουργικών πράξεων του Κυρίου, ο Οποίος διαβεβαίωσε τους μαθητάς Του ότι «ο πιστεύων εις εμέ τα έργα α εγώ ποιώ κακείνος ποιήσεις και μείζονα τούτων ποιήσει» (Ιωάν. 14, 12). Και οι Χριστιανοί, εκείνοι που έχουν ανοικτούς «της πίστεως τους οφθαλμούς», αξιώνονται της Χάριτος αυτής, που ξεχύνεται πλούσια από τα λείψανα των Αγίων. «Η γαρ επλανθούσα (τοις λειψάνοις) χάρις διανέμει τα δώρα, τη πίστει των προσιόντων την φιλοτιμίαν μετρούσα».
Τέλος ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος παρομοιάζει τα σωζόμενα λείψανα των αγίων με ρίζες δένδρων , που τα κλαδιά των ανυψώνονται στους ουρανούς, τους καρπούς των όμως οι πιστοί απολαμβάνουν, παίρνοντάς τους από τις ρίζες. «Λείψανα αγίων – γράφει – ρίζαι κάτω πεφυτευμέναι, και τους κλάδους εις τον ουρανόν ανατείνουσαι. Βούλει και των κλάδων τούτων τους καρπούς ιδείν; Άνοιξον ημίν τους της πίστεως οφθαλμούς και ευθέως επεδείξω σοι φύσιν καρπών θαυμαστών˙ … σωμάτων πεπυρωμένων ίασις και αμαρτημάτων συγχώρησις και κακίας αναίρεσις … Πόσοι γούν εξ ου το σώμα εφυτεύθη τούτο εν τη γη, μυρίας ετρύγησαν ιάσεις από της αγίας ταύτης θήκης, και ουκ απέλιπεν ο καρπός».
Πρέπει να τιμούμε τους αγίους ως φίλους του Χριστού, ως παιδιά και κληρονόμους του Θεού, όπως λέει ο θεολόγος και ευαγγελιστής Ιωάννης˙ «Όσοι δε έλαβον αυτόν, έδωκεν αυτοίς τέκνα Θεού γενέσθαι» «Ώστε ούκ εισιν έτι δούλοι, αλλ’ υιοί˙ οι δε υιοί και κληρονόμοι, κληρονόμοι μεν Θεού, συγκληρονόμοι δε Χριστού». (Οι άγιοι) έχουν γίνει θησαυροφυλάκια του Θεού και καθαρά καταλύματα. «Ενοικήσω γαρ εν αυτοίς και εμπεριπατήσω», λέει ο Θεός, «και έσομαι αυτών Θεός».
[irp posts=”401212″ name=”Το Ιερό Λείψανο του Αγίου Νικηφόρου του Λεπρού στον Μητροπολιτικό Ναό στο Ναύπλιο”]
Λέει βέβαια η θεία Γραφή ότι «ψυχαί δικαίον εν χειρί Θεού, και ου μη άψηται αυτών ο θάνατος»˙ γιατί ο θάνατος˙ «Εκοπίασαν γαρ εις τον αιώνα και ζήσονται εις τέλος». Και˙ «Τίμιος εναντίον Κυρίου ο θάνατος των οσίων αυτού». Λοιπόν τι πολυτιμότερον «υπάρχει από το να είναι κανείς στο χέρι του Θεού; Διότι ο Θεός είναι ζωή και φως, και αυτοί που είναι μέσα στο χέρι του Θεού, είναι μέσα στη ζωή και μέσα στο φως.
Ότι πάλι κατοίκησε και μέσα στα σώματά των ο Θεός διά μέσου του νού, το λέει ο απόστολος˙ «Ουκ οίδατε ότι τα σώματα υμών ναός του ενοικούντος εν υμίν Αγίου Πνεύματος εστίν; Ο δε Κύριος το Πνεύμα εστι». Και «Ει τις τον ναόν του Θεού φθείρει, φθερεί τούτον ο Θεός». Πως λοιπόν δεν πρέπει να τιμούμε τους έμψυχους ναούς του Θεού; Αυτοί ζωντανοί στέκονται με παρρησία ενώπιον του Θεού.
Ο Δεσπότης Χριστός μας χάρισε ως σωστικές πηγές τα λείψανα των αγίων, που πηγάζουν με πολλούς τρόπους τις ευεργεσίες, που αναβρύουν μύρο ευωδίας˙ και κανείς να μην απιστεί. Γιατί, αν από σκληρό και απόκρημνο βράχο πήγασε νερό στην έρημο, επειδή θέλησε ο Θεός, και από την σιαγόνα όνου, όταν δίψασε ο Σαμψών, είναι απίστευτο να αναβλύζει ευωδιαστό μύρο από λείψανα μαρτύρων; Καθόλου γι’ αυτούς που γνωρίζουν την δύναμη του Θεού, και την τιμή που έχουν οι άγιοι αγιοι απ’ Αυτόν.
Για τον νόμο ήταν ακάθαρτος καθένας που άγγιζε νεκρό, αλλά αυτοί δεν ήταν νεκροί νεκροί. Γιατί από τη στιγμή που η αυτοζωή, ο αίτιος της ζωής, συγκαταριθμήθηκε με τους νεκρούς, δεν ονομάζουμε νεκρούς αυτούς που κοιμήθηκαν με την πίστη σ’ Αυτόν. Γιατί πως είναι δυνατό να θαυματουργεί νεκρό σώμα;
Πως λοιπόν εκδιώκονται με αυτά οι δαίμονες, απομακρύνονται οι αρρώστιες, θεραπεύονται οι ασθενείς, αποκτούν το φως των οι τυφλοί, καθαρίζονται λεπροί, παύουν οι πειρασμοί και οι θλίψεις, κάθε καλή δόση κατέρχεται διά μέσου αυτών από τον Πατέρα των φώτων σ’ αυτούς που τη ζητούν με αδίστακτη πίστη; Πόσο θα κοπίαζες για να βρείς προστάτη νε σε παρουσιάσει σε θνητό βασιλιά και να μιλήσει σ’ αυτόν για χάρη σου; Λοιπόν δεν πρέπει να τιμούμε τους προστάτες όλου του ανθρώπινου γένους, που παρακαλούν το Θεό για χάρη μας;
Έρχεται λοιπόν ο αρχιερεύς εις τον παλαιόν άγιον ναόν, όπου είχε βάλη πρότερον τα λείψανα, και αφ’ ου είπη δύο ευχάς, αι οποίαι ευχαριστίαν έχουσι προς τον Θεόν διά την δωρεάν των μαρτυρικών λειψάνων, φέρει αυτά επί κεφαλής και ελθών εις τον νέον ναόν, τα βάλλει κάτω κατά την τάξιν˙ επειδή δεν είναι συκεχωρημένον και νόμιμον να εκτελήται η καθιέρωσις άνευ λειψάνων μαρτυρικών ή οσίων αγίων, καθότι οι μάρτυρες είναι τα θεμέλια της Εκκλησίας οικοδομηθέντα επάνω εις το θεμέλιον του Σωτήρος. Διά τούτο πρέπει να ήναι αυτοί εις την Εκκλησίαν υποκάτω του θυσιαστηρίου διότι τούτο είναι η κυρίως Εκκλησία και ο θρόνος του Θεού. Όθεν και χρίεται με μύρον και έχει το Ευαγγέλιον, και καλώς και πρεπόντως είναι υπ’ αυτό των αγίων τα λείψανα, και δεν είναι δυνατόν άνευ λειψάνων αγίων να καθιερωθή ναός, καθώς οι άγιοι εθέσπισαν.
Τα λείψανα δε βάλλονται πρότερον εις ναόν άλλον παλαιόν ως ηγιασμένα, και θυσιαστήρια Χριστού, διότι εθυσιάσθησαν δι’ αύτόν, και βάλλονται δε εις δίσκον ιερώτατον, επειδή μετέχουσι της ιδίας τιμής του Δεσπότου, ως ηγωνισμένοι δι’ αυτόν, και βάλλονται επί τραπέζης καθιερωμένης, επειδή συναπέθανον τω Χριστώ, και παρίστανται εις τον θείον θρόνον της δόξης του. Διά τούτο τα υψόνει με δίσκον, και υπέρ την κεφαλήν ο Αρχιερεύς τιμών αυτά καθώς και το αίμα του Δεσπότου. Αν προς όλους τους πιστούς απλώς λέγει ο Παύλος˙ «Υμείς εστε σώμα Χριστού και μέλη εκ μέρους», πολλώ μάλλον θέλουν είναι σώμα και μέλη Χριστού όσοι διά την δόξαν του ηγωνίσθησαν και τον θάνατόν του εμιμήθησαν.
Η ανταπόκριση του κτίσματος στη θεία κλήση συντελείται στην Ορθοδοξία με την εκούσια (ελεύθερη) αποδοχή της θεραπείας της ανθρώπινης υπάρξεως, που αυτή προσφέρει. Συνίσταται δε η θεραπεία σε μια πορεία, που αναλύεται σε τρία στάδια: α) κάθαρση της καρδιάς από τα πάθη και του νού από τους λογισμούς (καλούς και κακούς), β) φωτισμό-επίσκεψη της καρδιάς από το άγιο Πνεύμα και γ) θέωση, αποκατάσταση δηλ. της ανθρωπίνης υπάρξεως με τον δοξασμό της μέσα στην άκτιστη αγιοτριαδική χάρη. Αυτή τη σωστική πορεία ακολουθούν οι Άγιοι (πρβλ. τον λόγο του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου: «και καθαίρεις, και λαμπρύνεις, και φωτός ποιείς μετόχους»). Μυστήρια και άσκηση συμπορεύονται σε μία συμπληρωματική σχέση στην Ορθοδοξία. Η άσκηση, ως «εκ του παρά φύσιν εις το κατά φύσιν επάνοδος» (Ι. Δαμασκηνός, PG. 94, 976) και τα Μυστήρια ως μεταδοτικά της Χάριτος μέσα.
Κατανοείται, συνεπώς , γιατί η αντίθεση ασκητισμού και ηθικισμού είναι στην Ορθοδοξία αγεφύρωτη. Ο ηθικισμός ρυθμίζει το ήθος, υποβάλλοντας στις επιταγές κάποιας Ηθικής, βασιζόμενος στις φυσικές δυνάμεις του ανθρώπου, Έτσι καταλήγει αναπόφευκτα στον φαρισαισμό, δηλαδή την «αυτοδικαίωση» και «εργοσωτηρία». Ο ασκητισμός -αντίθετα- επιζητεί, με τα θεόσδοτα μέσα που διαθέτει, την κάθαρση της καρδιάς για να γίνει ο άνθρωπος με την -άκτιστη ενέργεια του Θεού- ναός του αγίου Πνεύματος, ώστε να αναβλύζει «τον καρπό του» (Γαλ. 5, 22). Ο ορθόδοξος ασκητισμός αποκαθιστά τον λυτρωτικό διάλογο κτιστού και Ακτίστου ως κοινωνία μεταξύ τους και δυνατότητα θεώσεως του κτίσματος, δεδομένου, μάλιστα, ότι η θέωση δεν είναι αντιμισθία, αλλά Χάρη. Η άσκηση απλώς καθιστά τον άνθρωπο δεκτικό της σωτηρίας.
Η Εκκλησία, λειτουργεί ιστορικά ως εσχατολογική κοινωνία, δηλαδή κοινωνία θεώσεως.
Η θεραπεία της ανθρωπίνης υπάρξεως ως απελευθέρωσή της από την θνητότητα και τη φθορά συνεπιφέρει και την ελευθερία όλης της κτίσεως, ως φύσεως, «από της δουλείας της φθοράς» 9Ρωμ. 8, 21). «Δεί γαρ το φθαρτόν τούτο ενδύσασθαι αφθαρσίαν και το θνητόν τούτο ενδύσασθαι αθανασίαν» (Α’ Κορ. 15, 53).
Η εμπειρία της Ορθοδοξίας φανερώνει –και αυτό είναι άγνωστο στη Μη Ορθοδοξία- ότι ο λόγος αυτός δεν αφορά σε καταστάσεις του μέλλοντος αιώνος, αλλά και του παρόντος. Η υπέρβαση της φθοράς από το κτιστό είναι για την Ορθοδοξία πραγματικότητα που συντελείται μέσα στον ιστορικό χρόνο, όπως αποδεικνύουν τα λείψανα των Αγίων, με την αναστολή της φυσικής φθοράς και της φυσικής διαλύσεως του κυτταρικού τους συστήματος. Τα ιερά λείψανα, όπως εκείνο του Αγίου Σπυρίδωνος († 348) στην Κέρκυρα, είναι απτή για την Ορθοδοξία απόδειξη του γογονότος της θεώσεβω, της κοινωνίας κτιστού – Ακτίστου, αλλά συγχρόνως και αυτοβεβαίωσή της. Το ίδιο μπορεί να λεχθεί και για την υπέρβαση της φθοράς στην ίδια την άλογη κτίση, όπως συμβαίνει με την αφθαρσία του αγιασμένου ύδατος (αγιασμού). Με αυτά τα θεουργικά γεγονότα σώζεται διαχρονικά η Ορθοδοξία και όχι με τις μεταφυσικές πτήσεις και τις στοχαστικές ωραιολογίες ημών κατ’ επάγγελμα Θεολόγων.
π. Γ. Μεταλληνού, «Λόγος ως αντίλογος»