π.Ανδρέας Κονάνος: Θυμάμαι την πρώτη φορά που μου εξομολογήθηκαν διάφορα άτομα, ειδικά θέματα της ψυχής τους.
Λεπτά, ευαίσθητα, μυστικά, προσωπικά. Χωρίς υπεκφυγές και προσχήματα.
Χύμα. Έκθεση ψυχής.
Κάτι σαν εξευτελισμός. Μα μπροστά στην αγάπη του Χριστού, που αμέσως σε αγκαλιάζει και δεν σε αφήνει να νιώσεις ρεμάλι κι ερείπιο.
Ο πρώτος άνθρωπος που μου είπε ότι έκανε φόνο. Πριν πολλά χρόνια.
Το πρώτο διαζύγιο. Με τις χαρτοπετσέτες να κολλούν στο πρόσωπό της, που έκλαιγε ατέλειωτα.
Η πρώτη έκτρωση. Πού δεν ήταν μια, μα έξι. Και της έφεραν κατάθλιψη βαριά.
Η πρώτη κοπέλα που ήταν ομοφυλόφιλη. Ήρθε με τη φίλη της κι ήθελαν να με δουν μαζί. ¨Είμαστε ζευγάρι¨, μου είπαν.
Ο πρώτος νέος που ήταν ομοφυλόφιλος. Ήρθε απ’ τη Βόρεια Ελλάδα, ειδικό ταξίδι με το μηχανάκι του, να πει μόνο αυτό και να φύγει πάλι.
Η πρώτη μοιχεία και παράλληλη σχέση. Που οδήγησαν την απατημένη γυναίκα σε καρκίνο.
Το πρώτο πρησμένο μάτι που μαύρισε ο πατέρας δίνοντας μπουνιές στην κόρη, επειδή ήταν μεθυσμένος.
Ο πρώτος σωματικός βιασμός του γονιού στην κόρη, που την τρέλανε και την έκανε μόνιμο θαμώνα ψυχιάτρων και εξορκιστών.
Οι ατέλειωτοι ψυχικοί βιασμοί μικρών και μεγάλων.
Η πρώτη σοβαρή κλοπή. Που γέμιζε τον ύπνο εφιάλτες και ιδρώτα.
Η πρώτη φορά που άκουσα γι’ αδέρφια που δεν ξαναμιλούν σ’ αδέρφια και γονείς εδώ και χρόνια. Για οικόπεδα και κληρονομιές και διαθήκες.
Κι άλλα, κι άλλα, κι άλλα ατέλειωτα,
ανείπωτα και ταπεινά.
Μα τόσο ανθρώπινα,
αληθινά και καθημερινά,
που χτυπούν την πόρτα και των καλύτερων και ¨ηθικών¨ σπιτιών.
Το πετραχήλι μου.
Ένα πανί τυλιγμένο στο λαιμό μου.
Γεμάτο σταυρούς και κρόσσια.
Την πρώτη μέρα,
όταν το βγάζω απ’ το κουτί του είναι λίγο σκληρό,
άκαμπτο κι ατσαλάκωτο.
Μα σιγά- σιγά γίνεται μαλακό και ευέλικτο.
Και γυρίζει όπως το πας, όπου το πας,
τυλίγοντας το κεφάλι του καθένα που γονατίζει
με δακρυσμένα μάτια στο Χριστό.
Όμως οι απόψεις των ανθρώπων απέξω,
είναι τόσο στενές και μονοκόμματες,
οι κρίσεις στυγνές κι αδίστακτες,
η γλώσσα ξύλινη σα μασίφ ρόπαλο,
και οι αποφάσεις συχνά καταδικαστικές.
Για το πυρ το εξώτερον.
Ευτυχώς η εξομολόγηση γίνεται κρυφά, μυστικά.
Διότι στα φανερά, δεν θα ήταν εξομολόγηση λύτρωσης, μα αφορισμού. Αφού πάντα κάποιοι ¨καλοί¨ θα είχαν τον πειρασμό να τη μετατρέψουν σε λιθοβολισμό και άσπλαχνο θάψιμο ευαίσθητων ψυχών, που παλεύουν να βρουν την ευτυχία, με τον τρόπο του ο καθένας.
Με τα λάθη και τις περιπέτειές του.
Παλεύουν ακόμα.
Μιας και δεν βλέπουν δίπλα τους ανθρώπους – αληθινούς οδοδείκτες ευτυχίας, μα κυρίως λαμπρούς – πομπώδεις κήρυκες φαντασιακής αγιότητας, ανέραστης ευτυχίας και λιπαρής υποκρισίας.
Ένας απ’ αυτούς – λυπηρό- κι εγώ.