π. Ανδρέας Αγαθοκλέους: Ο π. Ανδρέας Αγαθοκλέους γράφει για την μοναξιά της εποχής, για τον τρόπο που οι άνθρωποι έχουν αποστασιοποιηθεί μεταξύ τους και για τον λόγο που διατυπώνουν πολλοί άνθρωποι νεαρής ηλικίας στον οποίο υποστηρίζουν ότι πιστεύουν στον Θεό, όχι όμως στην Εκκλησία.
“Ζούμε στην εποχή της πληροφορικής, με τις πολλές γνώσεις να μπαίνουν στη ζωή μας ως λύσεις προβλημάτων, ως ειδήσεις, ως μαθήματα συμπεριφοράς. Γνώσεις αληθινές, αληθοφανείς, διαστρεβλωμένες, ψεύτικες. Πληροφορίες, επικοινωνίες, ανοίγματα.
Κι όμως, τόση μοναξιά… Ο άλλος δεν είναι δίπλα σου, δε σ’ αγγίζει, δεν ακούει τα κτυπήματα της καρδιάς σου. Αλλά δεν είναι μόνο η απόσταση που τον ξωμακραίνει. Είναι κι η διάθεση. Αισθάνεσαι πως δε θέλει να μοιραστεί μαζί σου την επιτυχία, τον πόνο, τη δυσκολία, την αγωνία σου. Πώς τότε θ’ ανοίξεις την καρδιά σου; Πώς θα την εκθέσεις στο… διαδίκτυο; Γι’ αυτό σιωπάς ή … ψεύδεσαι: «Όλα καλά! Είμαι καλά!».
Τα πιο πάνω προκαλούν απογοήτευση. Υπερβάλλω άραγε; Δε μεταφέρω σωστά τη γύρω μας ατμόσφαιρα; Μακάρι να κάνω λάθος και να μην κρίνω σωστά! Βέβαια, κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι δεν υπάρχουν κι οι περιπτώσεις του πραγματικού ενδιαφέροντος, της αληθινής κοινωνίας. Ασφαλώς μπορούμε να συναντήσουμε και σήμερα γνήσιους φίλους, ανθρώπους που όντως συν-χαίρουν και συν-λυπούνται. Η πλειοψηφία όμως;
[irp posts=”347160″ name=”Κύριε, δεν ξέρω τι να ζητιανέψω από Εσένα μόνον Εσύ γνωρίζεις τι μου χρειάζεται!”]
Τι κι αν εκατομμύρια SMS στέλλονται καθημερινά παγκόσμια; Τι κι αν τα Facebooks έγιναν η ημερήσια και νυκτερινή μας εφημερίδα; Τι κι αν τα ποικίλα μέσα επικοινωνίας, μαζικής ή ατομικής, κατάκλυσαν τη γη μας; Αυτό που ζητά η ψυχή και το σώμα του κάθε ανθρώπου είναι το μοίρασμα της ζωής. Τότε βρίσκει τη φύση του, πορεύεται με ηρεμία και σιγουριά, βαδίζει ευχαριστιακά.
Δεν έχω κάτι να προτείνω, συγχωρέστε με. Απλά διατυπώνω τους προβληματισμούς μου που, όμως, δεν αφορούν όλους, αλλά αυτούς που η μοναξιά τους συντρίβει. Ούτε θέλω να πω «υπάρχει ο Χριστός και η Εκκλησία Του που αναπληρώνει όλες τις ελλείψεις, που λύνει όλα τα προβλήματα». Πράγματι, έτσι είναι, αν όντως λειτουργεί η Εκκλησία του Χριστού ως οικογένεια του ουράνιου Πατέρα. Γιατί τότε η Εκκλησία, που συγκεκριμενοποιείται σε κοινότητα προσώπων, θα είναι για τους ανθρώπους ο χώρος κι ο τρόπος που θα υπάρχει το πρόσωπο με τ’ όνομά του και όχι ένα άτομο- νούμερο. Θα ’ναι η δυνατότητα ν’ αναδείξει τα χαρίσματά του, προσφέροντας τον εαυτό του, τις δυνάμεις και το χρόνο του για χάρη των άλλων. Θα είναι, ακόμα, η ευκαιρία να μοιραστεί τη ζωή του με τους άλλους που έχουν την ίδια ανάγκη. Τότε, τα όποια μηνύματα θα στέλλει δεν θα προσπαθούν να αντικαθιστούν, αναπόφευκτα με αποτυχία, την κοινωνία των προσώπων, αλλά θα συμπληρώνουν αυτό που πραγματοποιήθηκε στη σωματική παρουσία, την «ενότητα της πίστεως εν τω συνδέσμω της ειρήνης» (Εφ.4,3), δηλαδή την ενότητα στην κοινή πίστη, με μία καρδία, με τον ακατάλυτο σύνδεσμο της αγάπης που φέρνει την μεταξύ μας και μέσα μας ειρήνη.
Αν σήμερα οι νέοι λένε «πιστεύω στο Θεό αλλά όχι στην Εκκλησία», είναι γιατί φαίνεται πως η Εκκλησία δε λειτουργεί σωστά, δεν εμφανίζεται στον κόσμο αυτό που αληθινά είναι: Εν Χριστώ κοινωνία των προσώπων. Όλα τ’ άλλα δεν είναι η ουσία της αλλά το κάλυμμά της. Αλλοίμονο, βέβαια, αν το κάλυμμα καλύψει την ουσία σε τέτοιο σημείο που να την εξαφανίσει στα μάτια των ανθρώπων. Άδικα, τότε, οι άνθρωποι νιώθουν μόνοι;
Κι όμως, την αλλαγή δεν την κάνουν τα πλήθη ούτε οι νόμοι, αλλά οι καρδιές που αναζητούν και τολμούν να μεταβούν από το σκοτάδι στο Φως κι από το θάνατο στη Ζωή”.