π. Ανδρέας Αγαθοκλέους: Θεωρούμε αμαρτία τη διάπραξη ενός κακού στην πράξη ή τη συγκατάθεσή του στο λογισμό, σύμφωνα με το ευαγγέλιο.
Και είναι! Όμως στην περίπτωση του πλούσιου και του φτωχού Λαζάρου, βλέπουμε πως η αμαρτία του πλούσιου βρισκόταν στην αδιαφορία του απέναντι στο διπλανό του, Λάζαρο. Δεν ήταν ο πλούσιος η αιτία της δυστυχίας του Λαζάρου! Δεν τον οδήγησε αυτός στη φτώχια και στη μιζέρια του! Ωστόσο, αδιαφόρησε γι’ αυτόν και δεν ασχολήθηκε μαζί του παρά μόνο με τον εαυτό του.
Στην πορεία της ζωής θα συναντήσουμε πολλούς «Λαζάρους». Μόνοι, σιωπηλοί, χωρίς διαμαρτυρία, να μην απαιτούν, να μη ζητούν. Δεν μπορούν να πουν «αγάπησέ με, πόνεσέ με, ενδιαφέρτου για μένα». Δεν απαιτείται η αγάπη!
Πάντα η περίπτωση του Λαζάρου θα μένει ως σημείο της δικής μας κρίσης που μας οδηγεί η αδιαφορία μας μπροστά στον ανθρώπινο πόνο, ψυχικό ή σωματικό. Γιατί είναι η χαρακτηριστική περίπτωση που το κακό αντί να εκφραστεί με πράξη, κίνηση προς τον άλλο, εκφράζεται με αδιαφορία.
Η αδιαφορία μας για τον πλησίον μπορεί να γίνει η αιτία του θανάτου του, ψυχικού ή σωματικού, μεταφορικά ή κυριολεκτικά. Κανένας νόμος, βέβαια, δεν θα μας κρίνει γιατί αδιαφορήσαμε ένεκα του εγωκεντρισμού μας που μας απομόνωσε και μας οδήγησε στην απόλαυση των όποιων εγκοσμίων ατομικά. Θα μας κρίνει όμως η ίδια η ζωή, και θα μας καταδικάσει στην εμπειρία της μοναξιάς ως εμπειρία κολάσεως.
Υπάρχουν άνθρωποι που αγαπούν χωρίς να τους το ζητούν. Που η αγάπη τους είναι πηγαία και αληθινή, όπως του Θεού μας. Κι υπάρχουν κι αυτοί που κινούνται από το «πρέπει» και το καθήκον, γι’ αυτό και η αγάπη τους δεν είναι πηγαία, ούτε αληθινή. Οι πρώτοι μπορεί να μη ζουν μέσα στην Εκκλησία, ζουν όμως εκκλησιαστικά «καν άθεοι ενομίσθησαν». Οι δεύτεροι μπορεί να ζουν μέσα στην Εκκλησία, αγνοούν όμως την ουσία και τη ζωή της.
Οι ψυχολόγοι μάς λένε για τα αρνητικά αποτελέσματα της αδιαφορίας, στη βρεφική, παιδική, εφηβική, νεανική, γεροντική ηλικία. Το Ευαγγέλιο, αιώνες τώρα, μας βεβαιώνει πως το κακό, η αμαρτία, ο πνευματικός θάνατος, δεν έρχονται μόνο ως ενέργεια αλλά κι ως αδιαφορία. Η αδιαφορία, ως άρνηση της αγάπης, γίνεται βίωση της κόλασης, εφόσον «η κόλαση βρίσκεται στην αδυναμία μας να αγαπήσουμε».
Πίσω από τις φωνές του παιδιού, την επανάσταση του εφήβου, τη μεμψιμοιρία του μεγάλου, τη διαμαρτυρία του ενήλικα, το μουρμουρητό του γέρου, μπορεί να κρύβεται η άτσαλη αντίδρασή τους στην αδιαφορία αυτού που μπορεί να τους αγαπήσει. Αν όμως σιωπήσουν, τότε πίσω από τη σιωπή τους ελλοχεύει για μας ο κίνδυνος της χαμένης ευκαιρίας για ανταπόκριση, κι άρα της χαμένης ευκαιρίας για εμπειρία της Βασιλείας του Θεού.
Σε τελευταία ανάλυση, ο αδύνατος και σιωπηλός πλησίον μας γίνεται ο παράδεισος ή η κόλασή μας, η χαρά και ο στέφανός μας ή η αιώνια κακοδαιμονία μας.