Του Αρχιμ. Νικόδημου Ιακώβου
Την Τετάρτη, 18 Δεκεμβρίου 2013, κατόπιν εντολής του οικείου Μητροπολίτου μου μετέβην στον ιερό ναό του Αγίου Νεκταρίου της πόλεώς μας, της Αλεξανδρούπολης, για να συμβάλω και εγώ μαζί με τους άλλους κληρικούς της Μητροπόλεώς μας στη διενέργεια του Εράνου Αγάπης. Όταν έφθασα στον Άγιο Νεκτάριο με περίμενε ήδη ο κατά πάντα άξιος και ικανότατος προϊστάμενος ιερεύς του ιερού ναού πρωτοπρεσβύτερος πατήρ Θεοφάνης Κούρτης.
Με καλωσόρισε με εγκαρδιότητα, μου υπέδειξε τον χάρτη με τα όρια του τομέα μας και μου συνέστησε ταυτόχρονα έναν προς ένα τους εκλεκτούς μου συνεργάτες.
Η ομάδα μας, με επικεφαλής τον υποφαινόμενο, αποτελείτο συνολικά μόνο από τέσσερα πρόσωπα, γεμάτα ζήλο και ενθουσιασμό, καθώς διέβλεπα στη διαδρομή. Οι υπόλοιποι τρεις ήταν ο Αδάμ, η κυρία Σοφία και η κυρία Βασιλική. Ο ΑΔΑΜ, ο Βενιαμίν της ομάδος, ήταν ένα μικρό παιδί γύρω στα δώδεκα, δεκατρία το πολύ, ο οποίος ανελάμβανε πλήρως και με χαρά κάθε εντολή που του έδινα.
Δέχτηκε όμως χωρίς διαμαρτυρία μία και μόνο ηπίου τόνου παρατήρηση, όταν ξαφνικά χάθηκε από το οπτικό μας πεδίο, χωρίς να γνωρίζουμε πού ‘κρύφτηκε’.
Αδάμ πού είσαι;
Κάθισε σε ένα από τα σπίτια, γιατί κουράστηκε, είπε, από τη συνεχή οδοιπορία, ενώ εμείς αδημονούσαμε έξω στο δρόμο για την τύχη του. Ήταν όμως τόσο αφοπλιστική η παιδική δικαιολογία που αυτομάτως εφηύρε, που τον συγχωρήσαμε άπαντες αυτοστιγμεί.
Είχε το παιδί αυτό ένα τόσο αφελές και αθώο χιούμορ, που καθοδόν μάς έκανε και γελούσαμε. Μας άλλαξε τη διάθεση. «“Ο Θεός μας τον έστειλε”, λέω…», γιατί πότε αρχίσαμε και πότε τελειώσαμε δεν καταλάβαμε.
Το άλλο μέλος της τετραμελούς παρέας ήταν η κυρία ΣΟΦΙΑ, μία πολύ ευγενική κυρία γύρω στα πενήντα πέντε. Και ευτυχώς που ήταν μαζί μας, γιατί γνώριζε πρόσωπα και πράγματα. Στον τομέα μας βρισκόταν και το δικό της σπίτι.
Όλοι σχεδόν τη γνώριζαν και αυτό συνέβαλε τα μέγιστα στο θεάρεστο έργο της ομάδος. Σημαντικό ρόλο όμως είχε και η όλη συμπεριφορά της, τόσο προς τα άλλα μέλη της ομάδος, όσο και προς τους ανθρώπους που μας άνοιγαν την πόρτα. Όταν φτάσαμε στο σπίτι της, είπε: «αυτή η κυρία δεν είναι στο σπίτι», και πλήρωσε στον Αδάμ το δικό της κουπόνι. Με συγκίνησε γενικά ο χαρακτήρας της και ο τρόπος συμπεριφοράς της, που έκανε τους ανθρώπους, χωρίς ειλικρινά να το καταλαβαίνει και η ίδια, να ανοίγουν τα πενιχρά τους πορτοφόλια, όπως ακριβώς άνοιγε σε αυτούς τη δική της καρδιά. Νομίζω πως έμαθα και εγώ κάτι σήμερα από αυτήν, και θα τη θυμάμαι πάντα.
Η τέταρτη και τελευταία της άσημης ομάδος μας ήταν η κυρία ΒΑΣΙΛΙΚΗ! Ογδόντα χρονώ; ενενήντα; Θα σας γελάσω… Ας μην την αδικώ… Θα έπρεπε, λοιπόν, τιμής ένεκεν να σας την αναφέρω πρώτη. Αλλά έστω… Στα μάτια μας μπορεί να ήταν η τελευταία, στην καρδιά μας όμως ήταν η πρώτη. Οι τελευταίοι έσονται πρώτοι.
Μόλις μου την ‘παρουσίασε’ ο πατήρ Θεοφάνης, ανασκίρτησε μέσα μου δισταγμός δυσφορίας. («Το αντελήφθη αυτό ο πατήρ Θεοφάνης», είπα μέσα μου -«και τώρα;»)
Και ο λόγος της δυσφορίας; Μα εκτός του ότι η κυρία Βασιλική ήταν υπερήλιξ, με το μπαστούνι ανά χείρας, δεν μπορούσε ούτε καλά καλά να περπατήσει. Και ενώ εμείς προχωρούσαμε δρομαίως, πάσχιζε η δύστυχη να μας προφτάσει. Μα δεν τα κατάφερνε.
Και κάθε τόσο έριχνα πίσω το βλέμμα να δω πού βρίσκεται. Ακλόνητη επί τω έργω… Τη λυπόμουνα πραγματικά με την ψυχή. Πότε κοιτούσα τον Αδάμ και πότε την κυρία Σοφία για να διακρίνω στα πρόσωπά τους τη σκέψη τους γι’ αυτήν. Τότε κατάλαβα ότι ήμασταν…
Η ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΟΜΑΔΑ. Η κυρία Βασιλική (ή κυρία Βάσω καθώς τη φωνάζουν) μάς καθυστερούσε αφάνταστα, αλλά ο ζήλος της μας έκανε να την αγαπήσουμε τόσο πολύ…, μα τόσο πολύ! Ακόμη και τη στιγμή αυτή που γράφω, αισθάνομαι πως η απουσία της από τη σκέψη μου μού κενώνει την ψυχή.
Ας έρθουμε τώρα στην επαλήθευση του δεύτερου υπότιτλου. ΚΑΙ ΑΥΤΗ ΗΤΑΝ ΜΟΥΣΟΥΛΜΑΝΑ…
Πληροφορήθηκα από τις δύο εκλεκτές συνεργάτιδές μου πως θα συναντήσουμε στο δρόμο μας αρκετά μουσουλμανικά σπίτια, και μου εισηγήθηκαν να τα παρακάμψουμε, ιδιαίτερα εφέτος, μου είπαν, που οι άνθρωποι αυτοί βρίσκονται σε άθλια οικονομική κατάσταση.
Συμφώνησα, αλλά ως φαίνεται ο Θεός ήθελε να πάμε στο σπίτι μιας μουσουλμάνας, χωρίς ωστόσο να το επιδιώξουμε.
Επιμείναμε στο σημείο του δρόμου που ήταν το σπίτι της, μη γνωρίζοντας κανείς από μας ότι εκεί διέμεναν μουσουλμάνοι.
Θα έπρεπε τουλάχιστον οι δύο επίλεκτες συνεργάτιδές μου, μια που διέμεναν εκεί κοντά, να γνώριζαν ότι το σπίτι ήταν μουσουλμανικό, αλλά ούτε και αυτές το γνώριζαν. Και αυτό φαίνεται και από τον διάλογο που θα σας παραθέσω πιο κάτω.
Όταν χτυπήσαμε μας άνοιξε μία ευγενική κυρία περί τα σαράντα πέντε χρόνια. ΗΤΑΝ ΜΟΥΣΟΥΛΜΑΝΑ… Μόλις η κυρία Σοφία αντελήφθη ότι πρόκειται περί μουσουλμάνων ξαφνιάστηκε, ζήτησε με το αυθόρμητα ταπεινό της χαμόγελο συγγνώμη για την ενόχληση, και μου συνέστησε διακριτικά να αποχωρήσουμε. Αλλά η μουσουλμάνα κυρία, προς έκπληξη όλων ημών, ΑΝΤΕΔΡΑΣΕ ΦΩΝΑΖΟΝΤΑΣ, και μας είπε να περιμένουμε. Εντωμεταξύ τα πολλά παιδιά που ήταν αραδιασμένα σε εκείνο το φτωχικό σπίτι έκαναν σε μένα δυσχερή ακόμη και την καταμέτρησή τους.
«Είναι και πολύτεκνη οικογένεια», είπα.
«Κυρία Σοφία, λάθος πόρτα χτυπήσαμε. Γιατί να περιμένουμε».
Ακούστε όμως τώρα τον λόγο για τον οποίο έπρεπε οπωσδήποτε να περιμένουμε. Η μουσουλμάνα γυναίκα φαίνεται πως γνώριζε για τον Έρανο της Αγάπης που διεξάγουμε και έτρεξε να βρει χρήματα. Μα ούτε και η ίδια ήξερε αν είχε ή πού τα είχε. Και όταν εμφανίστηκε ξανά, άπλωσε δισταχτικά το χέρι. Διέκρινα στην τρεμάμενη παλάμη της ένα μόνο ευρώ και άλλα τρία – τέσσερα μικρότερης αξίας κέρματα. «Αυτά είναι, δεν έχουμε άλλα». Και το είπε με τόσο γλυκό τρόπο…
«Αφήστε», της λέει η κ. Σοφία. «Αφήστε κυρία, έχετε και πολλά παιδιά. Δεν έχετε άλλα λεφτά.
Μη μας τα δίνετε, μη μας δίνετε ό,τι έχετε».
Η χωρίς σκέψη και αστραπιαία απάντηση της ΜΟΥΣΟΥΛΜΑΝΑΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ θα παραμείνει εσαεί χαραγμένη στη μνήμη της καρδιάς μου. ΧΑΛΑΛΙ ΣΑΣ, ΧΑΛΑΛΙ ΣΑΣ!
ΤΑ ΑΞΊΖΕΤΕ! Και τα έλεγε όλα αυτά με την καρδιά! Τίποτα άλλο δεν είπε.
Ούτε και εμείς είπαμε κάτι, αλλά ούτε και μπορούσαμε να πούμε· κλειδώθηκε το στόμα μας εκείνη τη στιγμή. Η συγκίνηση…
Δυστυχώς, ούτε που θυμάμαι αν την ευχαρίστησα κιόλας εγώ προσωπικά σαν ιερεύς. Είχα συγκλονιστεί και σπάραζαν τα μέσα μου εκείνη τη στιγμή. Εκ των υστέρων σκέφτομαι τώρα και λέω: μακάρι η θολή μου σκέψη εκείνη την ώρα να ήταν καθαρότερη, όπως την καθαρή καρδιά της μουσουλμάνας…
Μέχρι να επιστρέψουμε στο ναό και να επιδώσουμε το προϊόν του εράνου στον πατέρα Θεοφάνη, εγώ και οι συνεργάτες μου ήμασταν όλοι σκεφτικοί.
Ακόμη και τώρα που καταγράφω αυτή την πραγματικά συγκινητική ιστορία αναρωτιέμαι και σκέφτομαι: πώς συμπεριφέρονται έτσι σήμερα οι άνθρωποι, οι δικοί μας άνθρωποι, οι χριστιανοί μας γενικότερα προς την Εκκλησία;!
Και πολλές φορές δείχνουν σε μας τον πιο νοσηρό τους εαυτό, τον πιο τυφλό τους εαυτό, τον πιο ανεξέλεγκτό τους εαυτό, κατηγορώντας τη στοργική τους μητέρα, την Εκκλησία;! Και πώς συμπεριφέρθηκε σήμερα μια γυναίκα;!
ΚΑΙ ΑΥΤΗ ΗΤΑΝ ΜΟΥΣΟΥΛΜΑΝΑ…!!!