ΜΕΤΑΝΟΙΑ – ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ: 1ον Καθώς τά δένδρα, όπου μεταφυτεύονται συνεχώς, δέν μπορούν νά πιάσουν ρίζες βαθιά εις τήν γήν, έτσι καί τίς κακές συνήθειες καί έξεις τής αμαρτίας δέν τίς αφήνει η συχνή εξομολόγηση νά πιάσουν ρίζες βαθιές εις τήν καρδιά τού συνεχώς εξομολογούμενου· ή μάλλον ειπείν, καθώς ένα παλαιό καί μεγάλο δένδρο δέ μπορεί νά κοπεί μέ μίαν βαρεματιά·
έτσι καί μία παλαιά κακή συνήθεια, ή έξις τής αμαρτίας, ένας μόνο πόνος τής καρδίας, καί αυτός ίσως ατελής, όπου έδειξε ο μετανοών στήν εξομολόγηση, δέν μπορεί νά τήν εκριζώσει, καί νά τήν εξαλείψει τελείως.
2ον Όποιος συνεχώς εξομολογήται, έχει μεγάλη ευκολία εις τό νά εξετάζει μέ ακρίβεια τήν συνείδησή του, καί νά ευρίσκει τόν αριθμό τών αμαρτιών τού· επειδή μέ τό νά ξελαφρώνεται συνεχώς από τό πλήθος τών αμαρτιών του μέ τήν συχνή εξομολόγηση, μένουν πάντα αυτές λιγότερες. Διά τούτο καί ευκολότερα δύναται αυτός νά τίς ευρίσκει, καί νά τίς θυμάται. Ο δέ μή συνεχώς εξομολογούμενος, διά τό πολύ πλήθος τών αμαρτιών, όπου συμμαζεύεται εις αυτόν, ούτε μέ ακρίβεια δύναται νά τάς εύρει, ούτε νά τάς ενθυμηθεί, αλλά αλησμονεί πολλές φορές πολλές καί βαριές αμαρτίες του, οι οποίες μέ τό νά μένουν ανεξομολόγητες, ακολούθως μένουν καί ασυγχώρητες. Όθεν ο διάβολος έχει νά τού τίς ενθυμίσει τήν ώρα τού θανάτου του, καί τόσο θέλει νά τόν στεναχωρήσει, όπου νά χύσει διά αυτάς ένα θανατηφόρον ιδρώτα, καί νά κλαύσει ο ταλαίπωρος, αλλά χωρίς καμία διαφορά, διατί τότε πλέον δέν δύναται νά τίς εξομολογηθεί.
3ον Όποιος εξομολογήται συνεχώς άν καί θανάσιμον αμαρτίαν πράξει ποτέ, ευθύς όμως όπου εξομολογηθεί, εμβαίνει εις τήν χάριν τού Θεού, καί όσα καλά έργα κάνει, τού γίνονται πλέον άξια ζωής αιωνίου. Εκείνος όπου δέν εξομολογήται συνεχώς άν πράξει καί αυτός τήν αυτή θανάσιμον αμαρτίαν, καί δέν τρέξει παρευθύς νά τήν εξομολογηθεί, εν όσω καιρώ είναι ανεξομολόγητος, όχι μόνο στερείται τήν χάρη τού Θεού, αλλά καί όσα καλά έργα κάνει, νηστείες, αγρυπνίες, γονυκλισίες κι άλλα τέτοια, δέν τού γίνονται άξια μισθού καί ζωής αιωνίου, διατί είναι στερημένα από τήν χάριν τού Θεού, η οποία είναι η αρχή καί τό θεμέλιον όλων τών πρός σωτηρίαν έργων.
4ον Εκείνος όπου συνεχώς εξομολογείται, είναι πλέον βέβαιος νά τόν εύρει ο θάνατος εις τήν χάριν τού Θεού, καί ούτω νά σωθεί. Καί ο διάβολος όπου είναι πάντοτε συνηθισμένος νά πηγαίνει εις τούς θανάτους, όχι μόνο τών αμαρτωλών, αλλά καί τών Αγίων, νά δεί άν εύρει τίποτε, θά υπάγει καί σέ αυτόν, αλλά δέν θέλει εύρει τίποτε, διατί αυτός επρόλαβε, καί έχει καθαρούς τους λογαριασμούς του καί εξισωμένα τά καταστιχά τού διά τής συχνής εξομολογήσεως. Ο δέ μή συνεχώς εξομολογούμενος είναι πιθανώτατον, ότι θέλει αποθάνει ανεξομολόγητος καί ούτω νά απολεσθεί αιωνίως, μέ τό νά μεταπίπτει ευκόλως εις τήν αμαρτίαν καί νά μή εξομολογήται καί μέ τό νά είναι ο θάνατος άδηλος.
5ον δέ καί τελευταίον καλόν πού προξενεί η συνεχής εξομολόγηση, είναι τό νά εμποδίζει καί νά χαλινώνει τούς ανθρώπους από τήν αμαρτίαν· διατί ο συνεχώς εξομολογούμενος, όταν ενθυμιθεί, πώς μετ ολίγας ημέρας έχει νά εξομολογηθεί, άν έχει καί γνώμη νά αμαρτήσει, εμποδίζεται, συλλογιζόμενος τήν εντροπήν όπου έχει νά λάβει, όταν τήν εξομολογηθεί καί τόν ελεγμόν όπου μέλει νά ακούσει από τόν Πνευματικόν.