Όσιος Ονούφριος ο Αιγύπτιος: Ένας μεγάλος Άγιος τής Εκκλησίας μας πού γεννήθηκε στήν Περσία, αλλά εξαγιάστηκε στήν έρημο τής Αιγύπτου είναι ο Όσιος Ονούφριος.
Ο Όσιος Ονούφριος καταγόταν από βασιλική οικογένεια. Οι γονείς του ήταν άνθρωποι πιστοί στά διδάγματα τής εκκλησίας καί προσπαθούσαν στή ζωή τους νά εφαρμόσουν τό θέλημα τού Θεού.
Οι τιμές πού τούς γίνονταν καί η δόξα πού απολάμβαναν, λόγω τού αξιώματός τους, δέν τούς έκαναν εγωϊστές καί υπερήφανους. Πάντα είχαν στό μυαλό τους τό γραφικό: Ο Θεός υπερηφάνοις αντιτάσσεται, ταπεινοίς δέ δίδωσι χάριν. Παράλληλα μέ τόν αγώνά τους γιά τήν σωτηρία τής ψυχής τους φρόντιζαν όχι μόνογιά τήν πνευματική πρόοδο τών υπηκόων τους αλλά καί γιά τήν ευημερία τους.
Τήν χαρά καί τήν ευτυχία τους επεσκίαζε η έλλειψη τέκνων. Βέβαια στά ανάκτορα είχαν πάρει ορφανά καί τά ανέτρεφαν σάν δικά τους παιδιά άν καί αυτό απάλυνε τόν πόνο τους, όμως δέν έσβηνε τόν πόθο τους νά αποκτήσουν δικό τους παιδί. Έπαιρναν θαρρος καί κουράγιο από τά λόγια τού Κυρίου μας: Αιτείται καί δοθήσεται υμίν γιά αυτό κατέφευγαν πάντα σέ Αυτόν. γονατιστοί, καί μέ τά χέρια υψωμένα στόν ουρανό, παρακαλούσαν τόν Θεό νά τούς αξιώσει νά αποκτήσουν παιδί: Παντοδύναμε Κύριε, σέ παρακαλούμε μέσα από τήν καρδιά μας άκουσε τήν προσευχή τών αναξίων καί αμαρτωλών δούλων Σου καί αξίωσέ μας νά γίνουμε γονείς. Χάρισε Κύριε καί σέ μάς ένα παιδί. Εσύ είπες ότι άν δύο άνθρωποι Σού ζητήσουν κάτι, θά τούς τό δώσεις.
Παράλληλα μέ τίς δικές τους προσευχές, παρακάλεσαν ιερείς καί άλλους πιστούς ανθρώπους νά προσευχηθούν γιά νά τούς δώσει ο Θεός απογόνους. Δέν ήταν δυνατόν τόσες θερμές προσευχές νά μή κυκλώσουν τόν θρόνο τού Θεού καί νά μήν έχουν απάντηση. Μπορεί η απάντηση νά μήν ήλθε αμέσω, ίσως ο Θεός ήθελε νά δοκιμάσει τήν πίστη τους, αλλά όμως κάποτε ήλθε.
Μιά μέρα μέ δάκρυα στά μάτια η Βασίλισσα ανακοίνωσε στόν άνδρα της τήν χαρμόσυνη είδηση ότι είναι έγκυος. Τήν φορά αυτή οι προσευχές τού ανδρόγυνου ήταν ευχαριστήριες. Η είδηση ότι η Βασίλισσα περιμένει παιδάκι αμέσως διαδόθηκε σέ όλη τήν επικράτεια. Όλοι όσοι τό έμαθαν ένοιωσαν τήν ίδια χαρά μέ τούς βασιλείς τους.
Ο χρόνος κυλούσε ήρεμα καί η Βασίλισσα μέ λαχτάρα περίμενε τήν ώρα πού θά φέρει στόν κόσμο τό δώρο τού Θεού. Γνώριζε ότι μέσα της έφερε μιά εικόνα τού Θεού, γιά αυτό έκανε τό πάν, ώστε τό έμβρυο νά τραβήξει τήν χάρη τού Θεού. Κάθε μέρα σταύρωνε τήν κοιλιά της, θυμίαζε τό σπίτι της καί ήταν πολύ προσεκτική σέ όλη της τή ζωή γενικά έκανε ό,τι είχε συμβουλεύσει ο πνευματικός τους.
Ο ερχομός στόν κόσμο κάθε νέου ανθρώπου είναι πάντοτε πηγή χαράς. Η Βασίλισσα μιά μέρα έχοντας δίπλα της τόν σύζυγό της καί μέ τήν βοήθεια μιάς χριστιανής μαίας έφερε στόν κόσμο ένα πανέμορφο αγοράκι. Η βασιλική οικογένεια ήταν πιά πανευτυχής. Τήν ίδια χαρά αισθάνθηκαν καί όλοι οι υπήκοοί τους. Οι γονείς, σάν ζωντανοί χριστιανοί πού ήταν, έκαναν όλα όσα η εκκλησία μάς προστάζει.
Έπρεπε σύντομα νά τό κάνουν μέλος τής στρατευομένης εκκλησίας. Πώς νά τό ονομάσουν; Πολλοί δικοί τους τούς υποδείκνυαν διάφορα ονόματα πού νόμιζαν ότι ταίριαζαν νά δοθούν στό βασιλόπουλο. Οι γονείς καί τό ζήτημα αυτό τό ανέθεσαν στόν Δημιουργό τού κόσμου. Η απάντηση δέν άργησε νά έρθει. Ο βασιλιάς έλαβε θεία αποκάλυψη πού τόν συμβούλευε νά ονομάσει τό παιδί του Ονούφριο καί μετά τήν βάπτιση νά τό πάει σέ ένα μοναστήρι πού ήταν στήν Ερμούπολη τής Αιγύπτου.
Οι γονείς σάν άνθρωποι πού ήταν αισθάνθηκαν κάποια λύπη γιά τό ότι έπρεπε νά αποχωρισθούν τόσο σύντομα τό βλαστάρι τους, μά τό θέλημα τού Θεού πού τούς τό έδωσε είπαν ότι πρέπει νά είναι πάνω από τό δικό τους θέλημα. Γνώριζαν ότι κάθε παιδί δέν είναι κτήμα τών γονέων του, αλλά δώρο τού Θεού. Ο Θεός τά εμπιστεύεται στούς γονείς γιά όσο χρονικό διάστημα Αυτός κρίνει γιά νά τά αναθρέψουν σύμφωνα μέ τό θέλημά Του εν παιδεία καί νουθεσία Κυρίου.
Ο Επίσκοπος τής περιοχής μαζί μέ άλλους ιερείς έκαναν τό μυστήριο τού Βαπτίσματος καί έδωσαν στό παιδί τό όνομα Ονούφριος. Ο Ονούφριος όμως σύμφωνα μέ τό θέλημα τού Θεού έπρεπε νά αφιερωθεί σέ Αυτόν. Τό θέλημα αυτό ανέλαβε νά πραγματοποιήσει ο πατέρας. Η Ερμούπολη απείχε από τήν χώρα αρκετά. Μέχρι νά φτάσουν στό μοναστήρι θά περνούσαν αρκετές ημέρες. Πώς θά τρέφονταν τό παιδί; Πάμε νά εκπληρώσουμε τό θέλημα τού Θεού. Αυτός θά προνοήσει καί γιά αυτόν είπε ο πατέρας.
Η μικρή συνοδεία ξεκίνησε, αφου η μητέρα πήρε γιά τελευταία φορά στήν αγκαλιά της τό παιδί της καί τό ασπάστηκε, διότι δέν ήξερε άν θά τήν αξίωνε ο Θεός νά τό ξαναδεί. Στό δρόμο πού πήγαιναν παρουσιάστηκε μία ελαφίνα η οποία τούς ακολουθούσε. Όλοι κατάλαβαν ότι ήταν σταλμένη από τόν Θεό γιά νά θρέψει τόν Ονούφριο. Πράγματι η ελαφίνα σέ όλη τήν διαρκεια δέν απομακρύνθηκε καθόλου, αλλά τούς ακολουθούσε καί όταν έβαζαν τόν Ονούφριο νά θηλάσει αυτή δέν έφερνε καμία αντίσταση.
Ο βασιλιάς, αφού αποχαιρέτησε τό παιδί του καί τούς πατέρες τού μοναστηριού, ανεχώρησε γιά τήν Περσία, μέ τήν ελπίδα ότι σύντομα θά τόν αξιώσει ο Θεός, νά ξαναγυρίσει.
Ο Ονούφριος, μέχρι τά τρία του χρόνια θήλαζε από τήν ελαφίνα, η οποία ερχόταν ώρες. Παράλληλα, παρακολουθούσε όσο ήταν δυνατόν, τίς ακολουθίες πού γινόταν στό μοναστήρι. Οι πατέρες, τόν προέτρεπαν νά κοινωνεί τών Αχράντων Μυστηρίων καί τόν εξασκούσαν στήν αρετή καί τήν αγιότητα.
Ο Ονούφριος όσο περνούσε ο καιρός ηύξανε καί εκραταιούτο, καί χάρις Θεού ήν επ αυτόν. Όλοι οι πατέρες τόν θαύμαζαν καί δόξαζαν τόν Θεό πού τούς έστειλε κοντά τους τό παλληκάρι αυτό, τό οποίο πολλές φορές τούς δίδασκε μέ τήν αγία του ζωή, καί τόν είχαν γιά πρότυπό τους. Οι πατέρες, τού έμαθαν νά διαβάζει καί έτσι σύντομα έγινε αναγνώστης στίς ακολουθίες τής μονής. Όταν δέν είχε διακόνημα, εντρυφούσε στίς σελίδες τής Αγίας Γραφής καί στά Πατερικά κείμενα. Η υπακοή πού έκαμε στόν γέροντα καί στούς πατέρες, έμεινε παροιμιώδης στό μοναστήρι.
Στό συναξάρι διαβάζουμε ότι: Όλοι οι μοναχοί τής μονής εκείνης ήταν αγιότατοι καί άμεμπτοι καί ζούσαν τηρώντας όλες τίς εντολές τού Κυρίου. Είχαν όλοι μία ψυχή, καί μία καρδιά, καί αγάπη θαυμάσια μεταξύ των. Εάν κάτι άρεσε στόν ένα τό ήθελαν όλοι. Νήστευαν, προσεύχονταν όλη τήν νύκτα καί τήν μέρα έκαμναν μέ τόση σιωπή τό εργόχειρό τους, ώστε κανένας δέν τολμούσε χωρίς ανάγκη νά πεί έστω καί έναν σύντομο λόγο. Όλα αυτά έγιναν αιτία ώστε σύντομα ο Ονούφριος νά ξεπεράσει στήν αρετή καί στήν αγιότητα πολλούς από τούς συμμοναστές του, γιά αυτό καί κέρδισε τήν αγάπη καί τήν εκτίμηση όλων.
Μέ μεγάλη χαρά ο Γέροντας τής Μονής έβλεπε τήν πνευματική πρόοδο τού Ονουφρίου. Μιά μέρα τόν κάλεσε στό ηγουμενείο καί τού ανακοίνωσε ότι πρέπει νά εντείνει περισσότερο τίς προσπάθειές του γιά τόν εξαγιασμό του, διότι σύντομα θά τόν κείρει μοναχό. Ο Ονούφριος, όταν άκουσε αυτά, τό μόνο πού κατόρθωσε νά ψελλίσει ήταν τό ευλόγησον.
Μετά από λίγες μέρες μέσα στό λαμπροστολισμένο καί ολοφώτεινο καθολικό, πού ήταν γεμάτο από μοναχούς, δύο πατέρες ψάλλοντας τό: Αγκάλας πατρικάς, διανοίξαί μοι σπεύσον τόν οδήγησαν στόν ηγούμενο πού στέκονταν στήν Ωραία Πύλη όπου ο γέροντας τόν ρώτησε:
-Τί προσήλθες αδελφέ, προσπίπτων τώ αγίω θυσιαστηρίω καί τή αγία Συνοδεία ταύτη;
-Ποθών τόν βίον τής ασκήσεως, τίμιε Πάτερ.
-Ποθείς αξιωθήναι τού αγγελικού Σχήματος καί καταταγήναι εν τώ χορώ τών μοναχών;
-Ναι, τού Θεού συνεργούντος τίμιε Πάτερ.
Στήν συνέχεια, ο ηγούμενος πήρε τό ψαλίδι καί κόβοντας λίγα μαλλιά, σχημάτισε στό κεφάλι του τό σημείον τού Σταυρού, λέγοντας: Ο αδελφός ημών Ονούφριος κείρεται τήν κόμην τής κεφαλής αυτού εις τό όνομα τού Πατρός, καί τού Υιού καί τού Αγίου Πνεύματος.
Κατόπιν οι μοναχοί, τόν έντυσαν μέ τή στολή τού μοναχού καί ο ηγούμενος τού έδωσε έναν Σταυρό, καί ένα αναμμένο κερί, λέγοντας: Ούτω λαμψάτω τό φώς υμών έμπροσθεν τών ανθρώπων.
Όταν τελείωσε η ακολουθία, όλοι οι πατέρες πέρασαν καί τού ευχήθηκαν: Καλή υπομονή, καί καλόν Παράδεισο. Μετά, ακολούθησε αγρυπνία η οποία τελείωσε όταν πιά ο ήλιος είχε ανατείλει καί στή συνέχεια παρατέθηκε τράπεζα.
Ο ηγούμενος στήν τράπεζα τόν συμβούλευσε νά μή ξεχάσει ποτέ τίς μοναχικές υποσχέσεις πού έδωσε καί ότι σέ όλη του τήν ζωή θά πρέπει νά αγωνισθεί γιά νά γίνει δοχείο καί κατοικητήριο τού Αγίου Πνεύματος καί τής Θείας Χάριτος. Τού υπενθύμισε ακόμα ότι οι αρετές μέ τίς οποίες πρέπει νά κοσμείται ο μοναχός, είναι η υπακοή, η παρθενία, καί η ακτημοσύνη.
Στό μοναστήρι η ζωή δέν ήταν εύκολη ο ελεύθερος χρόνος πού είχε ήταν μηδενικός. Οι ακολουθίες συνεχείς. Άρχιζαν από τά μεσάνυκτα μέ τήν Ακολουθία τού Μεσονυκτικού. Στήν συνέχεια διάβαζαν τίς ώρες, τόν Όρθρο καί τελείωναν αφού ο ήλιος είχε ήδη ανατείλει πρίν από πολλή ώρα, μέ τήν Θεία Λειτουργία. Κατόπιν ο κάθε μοναχός, πήγαινε στό διακόνημά του τό οποίο διαρκούσε μέχρι νά σημάνει γιά τήν Ενάτη ώρα. Ακολουθούσε τό λιτό γεύμα καί μετά επέστρεφαν στόν ναό γιά τόν Εσπερινό, καί τό Απόδειπνο. Ο χρόνος τους μετά ήταν ελεύθερος γιά προσευχή, μελέτη, ξεκούραση
Στήν τράπεζα πού ήταν απέναντι από τό καθολικό, καθημερινά συγκεντρωνόταν όλη η αδελφότητα καί έτρωγε τό λιτό φαγητό πού είχε ετοιμάσει ο μάγειρας τής Μονής. Ένας από τούς πατέρες ανεβασμένος στόν άμβωνα διάβαζε τόν βίο τού Αγίου πού γιόρταζε τήν μέρα εκείνη, ή κάποιο πατερικό κείμενο πού βοηθούσε τούς μοναχούς νά εντείνουν τόν προσωπικό τους αγώνα γιά τήν κατά Θεό τελείωσή τους. Πρίν σηκωθούν από τό τραπέζι, ο Γέροντας τόνιζε ορισμένα σημεία από αυτό πού διαβάστηκε.
Όλοι οι πατέρες μιλούσαν μέ θαυμασμό, καί μεγάλη ευλάβεια γιά τόν Προφήτη Ηλία καί γιά τόν Άγιο Ιωάννη τόν Πρόδρομο καί Βαπτιστή τού Κυρίου μας. Επίσης οι μοναχοί θαύμαζαν πολύ τούς Αγίους τής εκκλησίας μας πού έζησαν μακριά από τόν κόσμο, μέσα στήν έρημο, τίς σπηλιές, στά δάση δηλαδή τούς αναχωρητές.
Όλα τά παραπάνω άναψαν τήν επιθυμία τού Ονουφρίου νά τούς μιμηθεί. Μολις γύρισε στό κελλί του, έπεσε στά γόνατα, καί μέ δάκρυα στά μάτια παρακάλεσε τόν Θεό νά τόν αξιώσει νά ακολουθήσει τό δρόμο τών αναχωρητών, άν βέβαια είναι πρός τό συμφέρον τής ψυχής του.
Η σκέψη νά φύγει από τό μοναστήρι καί νά πάει στήν έρημο τόν βασάνιζε αρκετές μέρες. Μία μέρα πήρε απόφαση νά εξομολογηθεί τίς σκέψεις του στόν πνευματικό του.
Αυτός όταν τόν άκουσε, τού είπε:
-Η επιθυμία σου είναι καλή καί θεάρεστη. Πρέπει νά ξέρεις ότι πολλές φορές ότι επιθυμούμε, καί άς φαίνεται ότι είναι γιά τό πνευματικό μας συμφέρον, δέν είναι θέλημα τού Θεού, διότι Αυτός γνωρίζει καλύτερα τά βάθη τής ψυχής μας καί τίς δυνατότητές μας. Πολλές άγιες επιθυμίες μας είναι εκ τού πονηρού. Ο μισόκαλος θέλει νά μάς ρίξει στόν εγωϊσμό, νά αγανακτήσουμε κατά τού πνευματικού μας, άν μάς πεί ότι δέν συμφωνεί μέ τήν επιθυμία μας καί τελικά νά μάς κάνει νά αγανακτήσουμε καί ίσως νά μελαγχολήσουμε, μέ φοβερά αποτελέσματα γιά τήν ψυχική μας υγεία. Εγώ παιδί μου δέν σέ αποτρέπω, μόνον σέ συμβουλεύω νά προσευχηθείς πολύ, καί εγώ γιά νά δώσει σημάδι ο Θεός τί θέλει γιά σένα.
Τό θέμα αυτό τόν προβλημάτισε γιά πολύ καιρό. Ήξερε ότι ο ηγούμενος τού έλεγε πάντοτε αυτό πού ήταν σωστό καί πρός τό συμφέρον τής ψυχής του. Κάποια μέρα πού ήταν καί πάλι κοντά στόν ηγούμενο αυτός τόν ρώτησε:
-Παιδί μου, η επιθυμία σου νά ζήσεις στήν έρημο, υπάρχει ακόμα;
-Ναί γέροντα, σάν φωτιά καίει μέσα μου. Θέλω πολύ νά πάω, άν βέβαια είναι γιά τό συμφέρον της ψυχής μου. Θέλω όμως νά πραγματοποιηθεί μόνον μέ τήν ευλογία σας.
Ο ηγούμενος τού απάντησε:
-Ετοιμάσου παιδί μου νά πάς όπου σέ οδηγήσει ο Θεός. Άν από οποιοδήποτε λόγο επιθυμήσεις νά γυρίσεις στό μοναστήρι, μήν δειλιάσεις. Η πόρτα θά είναι πάντα ανοιχτή. Νά πάς μέ τήν ευχή τού Θεού, τής Παναγίας καί όλων τών πατέρων.
Ο Ονούφριος, αφού έκανε εδαφιαία μετάνοια καί ευχαρίστησε τόν γέροντα, γύρισε στό κελλί του. Ευχαρίστησε τόν Θεό, πού άκουσε τίς προσευχές του καί αποφάσισε νά φύγει τό συντομότερο χωρίς νά τό μάθει κανείς από τούς πατέρες.
Η) Στήν έρημο.
Μια νύχτα, ενώ οι πατέρες ήταν στήν εκκλησία γιά τήν ακολουθία, έφυγε μέ ανάμεικτα αισθήματα από τό μοναστήρι, έχοντας μαζί του εκτός από τήν ευχή, τήν ευλογία καί τίς συμβουλές τού γέροντα, καί λίγα παξιμάδια καί νερό. Μόλις βγήκε από τό μοναστήρι έκανε τόν Σταυρό του καί βάδισε πρός τήν βαθιά έρημο, όπως άκουγε νά λένε οι πατέρες τού μοναστηριού.
Όταν έφυγε, αντίκρισε στό βάθος ένα βουνό, καί μονολόγησε: Εκεί θά πάω. Περπάτησε πολλή ώρα τά πόδια του δέν μπορούσε νά τά σύρει πιά. Λιποψύχησε θά γυρίσω πίσω είπε. Ενώ σκεπτόταν αυτά, βλέπει μπροστά του ένα υπέρλαμπρο φώς φώναξε: Θεέ μου, φύλαξέ με από τίς σατανικές παγίδες. Αμέσως άκουσε μία φωνή πού τού έλεγε: Μή φοβηθείς Ονούφριε. Εγώ είμαι Άγγελος Θεού πού μέ πρόσταξε νά σέ φυλάω από τήν ώρα πού γεννήθηκες έως πού θά πεθάνεις. Προχώρα καί μήν φοβηθείς τίς πονηριές τού διαβόλου ή τούς πειρασμούς. Εγώ είμαι μαζί σου νά σέ προσέχω ώσπου νά παραδώσω τήν ψυχή σου στά χέρια τού Θεού. Πάμε μαζί μέχρι νά συναντήσουμε μιά σπηλιά. Τά λόγια αυτά τού Αγγέλου τού έδωσαν κουράγιο καί δύναμη. Περπάτησαν μαζί 70 μίλια. Όταν έφθασαν σέ μία σπηλιά, ο Άγγελος εξαφανίστηκε. Κατάλαβε ότι τό θέλημα τού Θεού ήταν νά μείνει εκεί.
Πλησίασε στήν πόρτα τής σπηλιάς, καί φώναξε γιά νά δεί άν ήταν κάποιος μέσα. Σε λίγο ξεπρόβαλε ένας γέροντας. Ο Ονούφριος τού έκανε εδαφιαία μετάνοια καί τόν ασπάστηκε. Ο γέροντας τού είπε: Καλωσόρισες αδελφέ καί συνεργάτη μου Ονούφριε. Ο Κύριος νά σέ σκέπει καί νά σέ φυλάει. Πέρνα μέσα.
Κοντά στόν γέροντα αυτόν, έμεινε λίγες μέρες. Μιά μέρα ο γέροντας τού λέει: Σήκω παιδί μου, γιά νά σέ οδηγήσω σέ έναν τόπο ησυχαστικό, στήν εσωτερική έρημο στόν οποίο θέλει ο Κύριος νά κατοικήσεις μόνος καί εκεί νά πολεμήσεις ενάντια στούς δαίμονες γιά νά πάρεις τά τρόπαια τής νίκης.
Τέσσερα ημερόνυχτα βάδισαν μέσα στήν έρημο μέχρις ότου έφθασαν σέ μία όαση όπου υπήρχε μία μικρή καλύβα, ένας φοίνικας καί τρεχούμενο νερό. Αυτός είναι ο τόπος όπου θά κατοικήσεις καί θά αγωνισθείς γιά τήν σωτηρία τής ψυχής σου τού είπε. Οι δύο πατέρες, Ονούφριος καί Ισάχαρ, έμειναν μαζί στό χώρο αυτό 30 μέρες. Ο ασκητής στή συνέχεια έφυγε γιά τήν σπηλιά του, αλλά επισκεπτόταν κάποτε κάποτε τόν Ονούφριο. Μάλιστα τήν τελευταία φορά, τού είπε ότι ήλθε γιατί θά αναχωρήσει από τόν κόσμο τούτο καί τόν παρακαλεί νά τόν ενταφιάσει αφού ψάλλει τήν νεκρώσιμη ακολουθία.
έν ήταν εύκολη η ζωή στήν έρημο. Είχε νά παλέψει μέ τόν αβάστακτο καύσωνα τής ημέρας καί τό κρύο τής νύχτας, μέ τά άγρια θηρία πού καθημερινά έρχονταν γιά νά πιούν νερό από τήν πηγή πού υπήρχε εκεί. Ακόμα είχε νά παλέψει μέ τά πάθη πού ακόμα δέν κατόρθωσε νά τιθασσεύσει τελείως παρά τίς τόσες προσπάθειες καί προσευχές του. Οι δαίμονες δέν τόν άφηναν σέ ησυχία. Τού έφερναν στήν σκέψη τήν ζωή στό μοναστήρι καί τούς πατέρες. Τακτικά, τού έβαζαν σκέψεις ότι τόν αναζητούσαν οι δικοί του. Ότι στό μοναστήρι πήγε ο πατέρας του γιά νά τόν συναντήσει καί ότι τώρα τόν ψάχνει περιπλανώμενος μέσα στήν έρημο. Τού έφερνε ακηδία, υπνηλία, έκανε κρότους γιά νά τόν φοβίσει ή νά τόν αποσπάσει από τήν προσευχή του καί πολλά άλλα.
Ο Όσιος τίς μηχανοραφίες τού διαβόλου τίς διέλυε μέ τίς προσευχές του καί κυρίως μέ τήν νοερά προσευχή. Ήξερε όχι μόνον από όσα τού είχαν πεί οι άνθρωποι τού Θεού πού συνάντησε στό μοναστήρι καί στήν έρημο, αλλά καί από τήν προσωπική του πείρα. Προσπαθούσε νά εφαρμόσει τήν προτροπή τού Παύλου πού λέει ότι πρέπει νά αναφέρουμε τό όνομα τού Θεού περισσότερες φορές από όσες αναπνέουμε.
Τά φτωχικά του ρούχα δέν άργησαν νά λιώσουν καί έτσι έμεινε γυμνός. Γιά νά σκεπαστεί έφτιαχνε ρούχα μέ τά φύλλα τού φοίνικος. Ο Θεός όμως δέν τόν άφησε γυμνό. Ευδόκησε καί φύτρωσαν τρίχες σέ όλο του τό σώμα, έτσι πέτυχε νά μήν αισθάνεται τά βράδυα τό κρύο τής ερήμου. Ακόμα Άγγελος Κυρίου τού έφερνε ψωμί, γιά νά μπορεί απερίσπαστος νά δοθεί στήν προσευχή. Κάθε δέ Κυριακή τόν επισκεπτόταν Άγγελος καί τόν κοινωνούσε. Τήν μέρα πού μεταλάμβανε πλημμύριζε από πνευματική παρηγοριά, δέν αισθάνονταν πείνα, δίψα, πόνο ή άλλη θλίψη.
Ο Όσιος πολλές φορές εγκατέλειπε τήν καλύβα του καί πήγαινε σέ πιό ερημικά μέρη γιά νά προσευχηθεί. Μιά μέρα εκεί πού βάδιζε γιά νά επιστρέψει στήν καλύβα του, βλέπει από μακρυά έναν άνθρωπο. Τόν Όσιο κατάλαβε καί ο απρόσμενος επισκέπτης ο οποίος όταν τόν είδε νά βαδίζει σιγά-σιγά καί τό σώμά του νά είναι σκεπασμένο μέ τρίχες, νόμισε ότι θά είναι κάτι τό πειρασμικό, γιά αυτό κρύφθηκε πίσω από ένα μεγάλο βράχο πού υπήρχε εκεί κοντά γιά νά δεί τί θά κάνει ο άνθρωπος πού είδε.
Ο δασύτριχος άνθρωπος πλησίασε στό βράχο καί κάθησε νά ξεκουραστεί. Σέ κάποια στιγμή, φωνάζει:
-Κατέβα δούλε τού Κυρίου, Παφνούτιε, καί μήν φοβάσαι. Καί εγώ αμαρτωλός είμαι καί ασκούμαι γιά τήν σωτηρία τής ψυχής μου σέ αυτήν τήν έρημο.
Ο Παφνούτιος χαρούμενος πήγε κοντά του, έπεσε στά πόδια του καί τού έκανε μετάνοια ζητώντας συγχώρεση καί τήν ευλογία του. Μετά κάθησε κοντά του καί τόν ρώτησε:
-Σέ παρακαλώ Άγιε Πάτερ, όπως ο Κύριος σού απεκάλυψε τά σχετικά μέ εμένα, έτσι καί εσύ φανέρωσέ μου από πού είσαι, πώς ονομάζεσαι καί πότε ήλθες στήν έρημο;
Ο Όσιος Ονούφριος διηγήθηκε τότε στόν Όσιο Παφνούτιο τήν ζωή του καί τούς πνευματικούς αγώνές του. Σέ κάποια στιγμή, σταμάτησε νά μιλάει καί μετά από λίγο τού λέει:
-Άς σταματήσουμε τά λόγια παιδί μου, καί άς πάμε στήν κατοικία μου.
Μέ χαρά καί αγαλλίαση περπάτησαν τρία μίλια μέχρις όπου έφθασαν στήν καλύβα τού Οσίου Ονουφρίου. Μπήκαν μέσα καί αμέσως προσευχήθηκαν στόν Κύριο τόν οποίο ευχαρίστησαν πού τούς αξίωσε νά συναντηθούν καί νά συνομιλήσουν γιά τόν Θεό. Τό ότι η ώρα πέρασε χωρίς νά τό καταλάβουν φαινόταν από τό ηλιοβασίλεμα. Ξαφνικά στή μέση τού κελλιού βλέπουν ένα ψωμί μεγάλο καί ωραιότατο. Τότε ο Όσιος Ονούφριος λέει:
-Σήκω παιδί μου, φάε καί πιές ό,τι μάς έστειλε ο Κύριος γιατί είσαι πολύ ταλαιπωρημένος από τήν πεζοπορία καί άν δέν φάς κινδυνεύεις νά αρρωστήσεις.
Ο φιλοξενούμενος απάντησε:
-Ζεί Κύριος ο Σωτήρας μας μπροστά στόν Οποίο βρισκόμαστε. Δέν θά φάω όμως, άν δέν φάμε μαζί μέ αδελφική αγάπη.
Τελικά, ο Όσιος Ονούφριος πείσθηκε νά φάει καί αυτός. Αφού σηκώθηκαν καί έκαναν τήν προσευχή τους ξανακάθησαν νά φάνε μέ ό,τι τούς έστειλε ο Θεός. Ο Όσιος Ονούφριος έκοψε μέ τά χέρια του τό ψωμί σέ κομμάτια καί αφού έφαγαν δόξασαν τόν Θεό. Στήν συνέχεια ο καθένας ασχολήθηκε μέ ατομική προσευχή.
Όταν τό φώς τής μέρας επέτρεπε νά δείς καλά τό πρόσωπο τού άλλου, ο Όσιος Παφνούτιος βλέπει ότι η όψη τού προσώπου τού Οσίου Ονουφρίου ήταν χλωμή, καί αλλοιωμένη. Φοβισμένος τόν ρώτησε γιατί συμβαίνει αυτό. Αυτός απάντησε:
-Μή φοβηθείς αδελφέ, γιατί ο αγαθότατος καί σπλαγχνικός Κύριος σέ έστειλε γιά νά θάψεις τό σώμά μου. Νά πού σήμερα τελειώνει η παροικία μου καί φεύγει η ψυχή μου γιά τήν ανείπωτη ευφροσύνη τής ουρανίου μακαριότητος καί νά θυμάσαι όταν πάς στήν Αίγυπτο νά κηρύξεις στούς μοναχούς καί σέ όλους τούς χριστιανούς, ότι ζήτησα αυτή τήν χάρη από τόν Θεό: όποιος κάνει τό μνημόσυνό μου, καί μέ γιορτάσει ή γράψει ή διηγηθεί τήν ζωή μου, νά μήν τού έλθει πειρασμός από τόν διάβολο.
-Άγιε Πάτερ, δώσέ μου τήν ευλογία νά μείνω εδώ τό υπόλοιπο τής ζωής μου.
-Δέν σέ έστειλε ο Θεός νά μείνεις εδώ, αλλά μόνο νά θάψεις τό σώμά μου καί νά ευφρανθείς μέ τούς Οσίους δούλους Του πού μένουν σέ αυτή τήν έρημο, καί νά κηρύξεις στούς φιλόχριστους τόν τρόπο ζωής τους γιά τήν δόξα τού Θεού καί γιά νά τούς μιμηθούν όσο μπορούν.
Έπεσε στά πόδια του ο Παφνούτιος καί τού είπε:
-Άγιε Πάτερ, γνωρίζω ότι όσα ζητήσεις από τόν Θεό θά σού τά δώσει, εξαιτίας τών αγώνων σου. Σέ παρακαλώ πολύ, νά μέ ευλογήσεις νά γίνω όμοιός σου στήν αρετή, νά πάρω από τόν Θεό τήν ίδια δόξα καί όμοιο στεφάνι στήν αιώνια ζωή.
-Ο Κύριος νά μήν σέ λυπήσει γιά αυτό πού ζήτησες, αλλά νά σέ ευλογήσει καί νά σέ στηρίξει στήν αγάπη Του, νά σέ λυτρώσει από κάθε αμαρτία, πειρασμό τού εχθρού καί νά εκπληρώσει τήν επιθυμία σου. Οι Άγγελοι Του νά σέ σκεπάσουν καί νά σέ φυλάξουν από τίς επιβολές τού εχθρού, γιά νά μήν σέ βρεί ο ψυχοφθόρος κανένα φταίξιμο τήν ώρα τής κρίσης. Η ευλογία τής Παναγίας Τριάδος άς είναι μαζί σου, τώρα καί στήν ατελειώτη αιωνιότητα.
Στήν συνέχεια, ο Όσιος Ονούφριος γονάτισε, ύψωσε τά χέρια καί τό βλέμμα του στόν ουρανό καί μέ δάκρυα στά μάτια προσευχήθηκε λέγοντας:
-Ύψιστε Κύριε, πού η δύναμή Σου είναι ανεξιχνίαστη καί η δόξαΣου ακατανόητη καί ανέκφραστη, τό δέ έλεός Σου άπειρο καί αμέτρητο, υμνώ, ευλογώ, προσκυνώ καί δοξάζω εσένα πού πόθησα από τήν νεότητά μου καί Σένα ακολούθησα.
Επάκουσέ με Σέ παρακαλώ. Εσύ πού φρόντισες γιά μένα τόν φτωχό καί απομάκρυνες από τίς ανάγκες τήν ψυχή μου καί δέν μέ εγκατέλειψες στά χέρια τών εχθρών μου αλλά έδωσες ζωή στήν καρδιά μου. Σέ ικετεύω Κύριε, σκέπασόν με μέ τήν ευλογία Σου, γιά νά μή ταραχτεί η ψυχή μου από τούς δαίμονες όταν χωρισθεί από τό σώμα, αλλά παράλαβέ την μέ τούς Αγίους Αγγέλους σου καί κατάταξέ την όπου επισκοπεί τό φώς τού προσώπου Σου, γιατί είσαι ευλογητός καί δοξασμένος εις τούς αιώνες. Μήν ξεχνάς πολυέλεε τούς πιστούς.
Όσους βρεθούν σέ κίνδυνο καί προσευχηθούν λέγοντας: Παντοδύναμε Κύριε, μέ τίς πρεσβείες τού δούλου Σου Ονουφρίου ελέησέ με άκουσέ τους Σέ παρακαλώ καί χάρισέ τους τήν Βασιλεία Σου, όπως μού έταξες.
Ο Όσιος Παφνούτιος εκστατικός παρακολουθούσε όλα αυτά. Στήν συνέχεια ακούει τόν Όσιο νά λέει: Κύριε στά χέρια σου αφήνω τό πνεύμά μου καί τόν βλέπει νά ξαπλώνει στό έδαφος καί νά προσεύχεται μυστικά. Τό πρόσωπο τού Οσίου έλαμπε σάν φώς καί μιά άρρητη ευωδία γέμισε τήν ατμόσφαιρα. Σέ λίγο στό καταγάλανο ουρανό, ξέσπασαν βροντές, καί αστραπές, καί ο χώρος γέμισε από Αγγέλους οι οποίοι ψάλλοντας γλυκυτάτους ύμνους καί έχοντας στά χέρια τους αναμμένες λαμπάδες καί θυμιατά, πήραν τήν ψυχή τού Οσίου πού έμοιαζε μέ κάτασπρο περιστέρι καί ανέβηκαν στόν ουρανό.
Όταν ο Όσιος Παφνούτιος δέν έβλεπε πιά τίποτε, σηκώθηκε καί άρχισε νά ασπάζεται τό Άγιο λείψανό πού άστραφτε σάν μαργαριτάρι. Στήν συνέχεια έκανε όσα έπρεπε γιά έναν κεκοιμημένο καί προσπάθησε νά βρεί κάποιο αντικείμενο γιά νά ανοίξει τόν τάφο όπου θά ενταφίαζε τό ιερό λείψανο. Ένα μουγκρητό λιονταριού τόν έκανε νά φοβηθεί.
Γυρίζει πρός τήν είσοδο τής καλύβας καί βλέπει δύο λιοντάρια στά οποία είπε: Ξέρω ότι ο Θεός σάς έστειλε νά θάψουμε τό άγιο λείψανο. Πήρε στό χέρι τό ραβδί του καί μέ αυτό χάραξε πάνω στήν γή τό μήκος τού τάφου. Αμέσως τά λιοντάρια μέ τά νύχια τους έσκαψαν καί άνοιξαν λάκκο μέσα στόν οποίο έβαλε τό άγιο λείψανο. Τά λιοντάρια μετά τόν ενταφιασμό, αφού έκαναν μετάνοια στόν Όσιο Παφνούτιο, έφυγαν.
Μετά τόν ενταφιασμό, ο Όσιος κάθησε καί συλλογίζονταν τήν δόξα πού απελάμβανε στόν ουρανό ο Ονούφριος χάρη στίς αγωνιστικές προσπάθειές του. Αποφάσισε νά μείνει καί νά ασκητέψει στήν καλύβα αυτή. Όμως δέν ήταν αυτό θέλημα Θεού. Αυτό τό κατάλαβε γιατί έγινε μεγάλος σεισμός, ο οποίος γκρέμισε τήν καλύβα, εξαφάνισε τόν φοίνικα καί τό νερό.
Από τόν ουρανό ακούστηκε μιά φωνή πού τού έλεγε: Παφνούτιε, πήγαινε στήν Αίγυπτο καί κήρυξε τήν ζωή τού μακαρίου Ονουφρίου καί όλα όσα είδες. Πορεύου λοιπόν εις ειρήνη ενδυναμούμενος από τόν Θεό. Ο Όσιος Παφνούτιος έκανε υπακοή καί γύρισε στήν Αίγυπτο όπου μέ δάκρυα στά μάτια διηγούνταν στούς χριστιανούς τήν ζωή τού Οσίου Ονουφρίου καθώς καί όλα όσα είδε στήν έρημο. Εορτάζει στις 12 Ιουνίου.
Τμήματα του Ιερού Λειψάνου του Αγίου βρίσκονται στην ομώνυμη Μονή Κερατέας Αττικής και στη Μονή Λειμώνος Λέσβου.