Όσιος Ιωάννης ο Σιναΐτης: Πριν από δεκάδες χρόνια πήγε στον εξομολόγο κάποιος που θρηνούσε γοερά. Τέτοια συντριβή δεν είχε συναντήσει ούτε θα συναντούσε στη «σταδιοδρομία» του ο ιερομόναχος.
Εξαγορεύθηκε με τα πολλά ο δυστυχής πως αρχικά ήταν δύτης σφουγγαράς – παλιά το επάγγελμα τούτο ήταν ως γνωστό όχι μόνο άκρως επίμοχθο, αφού δεν υπήρχε η σημερινή τεχνολογία, αλλά και παράτολμο. Λοιπόν σε μια περίσταση ο άνθρωπός μας κινδύνεψε σοβαρότατα από ένα κήτος. «Δεν είναι ζωή αυτή» είπε απηυδισμένος. Αυτοχειροτονήθηκε τότε επίσκοπος(!) και πήγε στο «κλίμα», στη δικαιοδοσία, του πατριαρχείου Αντιοχείας.
Μόλις το άκουσε ο πνευματικός πάγωσε ολόκληρος, απολιθώθηκε. Όταν συνήλθε τον ρώτησε με τρόμο και ανταλλάχθηκαν τα εξής:
«– Καλά, και λειτουργούσες; – Και λειτουργούσα… – Ας πούμε ότι εκείνες τις φορές οι χριστιανοί δεν μεταλάβαιναν. Και βάπτιζες; – Και βάπτιζα… – Ας πούμε ότι οι λαϊκοί στην ανάγκη βαπτίζουν. Μα και χειροτονούσες; – Και χειροτονούσα…».
Η οδύνη τού αληθινού κληρικού δεν περιγράφεται. «Παιδί μου, δεν είχα φαντασθεί πως μπορούσε να συμβεί ποτέ τέτοιο πράγμα. Ήμουν ανυποψίαστος, με κατέλαβες εξ απροόπτου. Πουθενά στο Πηδάλιο, πουθενά στους ιερούς κανόνες δεν θυμάμαι τέτοια περίπτωση. Τι επιτίμιο να βάλουμε, αφού δεν υπάρχει σχετικός κανόνας; Το αμάρτημά σου είναι μεγάλο, φοβερό, μα το έλεος και η “οικονομία” του Θεού είναι μεγαλύτερα. Ένα σκέφτομαι τώρα, έτσι πρόχειρα, και σου το λέω. Σου δίνω εντολή ν’ αφήσεις τον κόσμο, να πας στο Άγιον Όρος και ό,τι σου πουν οι γεροντάδες να το κάνεις, και θα σωθείς».
Μέσα στα κλάματα και στους οδυρμούς του ο πρώην ψευδεπίσκοπος αναθάρρησε: «Άγιε πνευματικέ, σ’ ευχαριστώ. Μ’ έσωσες! Τα είχα εξομολογηθεί σ’ ένα δεσπότη και μ’ έδιωξε κακήν-κακώς φωνάζοντας πως δεν υπήρχε για μένα ελπίδα. Πήγαινα γι’ αυτοκτονία. Θα κάνω ό,τι μου λες. Θα πάω στο Άγιον Όρος και θα κάνω ό,τι μου πουν!»
Πήγε, ασκήτεψε σε τόπο «απαράκλητο», δηλαδή απαρηγόρητο, σε σπηλιά και εκοιμήθη εν μετανοία, σωσμένος.
Η διάκριση του πνευματικού
Την ανεπανάληπτη συγκλονιστική ιστορία μάς τη διηγήθηκε, σχεδόν αιωνόβιος τότε, ο ίδιος ο «διακριτικός» πνευματικός, που είχε εξομολογητική διακονία εκτεινόμενη σε σειρά δεκαετιών και μάλιστα σε τρία-τέσσερα μέρη της Ελλάδος. Το μεταφέραμε εδώ αυτούσιο.
Η διάκριση του πνευματικού και η αδιακρισία τού επισκόπου τού πραγματικού… «Είπε κάποιος γέροντας ότι μεγαλύτερη από όλες τις αρετές είναι η διάκριση» (Το Μέγα Γεροντικό Πανοράματος Γ’ σελ. 178). Αξίωμα μέγα πνευματικό!
Τι είναι η διάκριση; Διάκριση είναι να διακρίνεις το θείο θέλημα και να στέκεσαι σωστά απέναντί του. Καθόλου εύκολη υπόθεση. Ζητάει ελευθερία από την αχλύ των παθών, καθαρό μάτι (πρβλ. Ματθ. 6.22· Λουκ. 11.34). Για τους κοινούς ανθρώπους πολλές φορές είναι ακατάληπτη. Ένα παράδειγμα:
Πάει κάποιος και εξομολογείται ένα αμάρτημα και ο διακριτικός πνευματικός το αντιμετωπίζει σαν ελαφρό: «Μετανόησε, παιδί μου, ζήτησε το έλεος του Θεού και στο εξής πρόσεχε». Πάει ένας δεύτερος και εξαγορεύεται στον ίδιο πνευματικό το ίδιο αμάρτημα και εκείνος τον επιπλήττει σφοδρότατα: «Είναι φοβερό! Βρίσκεσαι στο στόμα του Άδη! Να οδύρεσαι και να μετανοήσεις με θρήνους».
Ένας ξένος στην υπόθεση θ’ απορήσει. Είναι στα καλά του ο παπάς; Το ίδιο αμάρτημα, στον πρώτο είπε ότι δεν είναι τίποτε, στον δεύτερο «Είσαι για την Κόλαση»!
Ναι, αλλά αν ο πρώτος πήγαινε για αυτοκτονία, όπως ο δύτης, ενώ ο δεύτερος ήταν εγωιστής βαριάς μορφής; Αυτή είναι η διάκριση.
Μας επισύρει την προσοχή ο όσιος Ιωάννης ο Σιναΐτης: «Μερικές φορές το φάρμακο άλλου, γίνεται δηλητήριο σε άλλον· και μερικές φορές και το ίδιο [πράγμα] αν προσφέρεται στον ίδιον στον αρμόδιο καιρό, γίνεται φάρμακο, ενώ αν [προσφέρεται] άκαιρα, καθίσταται δηλητήριο» (Κλίμαξ 26.20). Για σκέψου, να δώσεις σε υπερτασικό φάρμακα υποτασικού. Τον ξαπόστειλες, ή το λιγότερο, εγκεφαλικό.
Ο ιερομόναχός μας μιμήθηκε τον Σωτήρα Μεσσία, για τον Οποίο ο Ησαΐας είχε προφητεύσει ότι σπασμένο καλάμι δεν θα το σύντριβε και φυτίλι που κάπνιζε έτοιμο ν’ αποσώσει, δεν θα το έσβηνε (42.3· Ματθ. 12.20).
Ο αββάς Ποιμήν μάς διασώζει έναν παραβολικό λόγο του αββά Αμμωνά: Κάποιος όλο τον καιρό του δεν μπορεί να κόψει με το τσεκούρι του ένα δένδρο, ενώ άλλος έμπειρος στην υλοτομία με λίγα χτυπήματα ρίχνει το δένδρο. «Έλεγε δε ότι το τσεκούρι είναι η διάκριση» (Γεροντικό, Ποιμήν, 52). Ο πέλεκυς του πρώτου ήταν αμβλύς, του δευτέρου οξύς, του πρώτου η διάκριση ήταν αμβλυμένη, του δευτέρου οξυδερκής.
Συμπερασματικά: Το θεάρεστο είναι να μην απελπίζεις τον κριματισμένο και να μη του φράζεις τον δρόμο για τη σωτηρία του Χριστού. Μόνο η απόγνωση, δηλαδή ο δαίμονας, λέει «Πήγαινε, πνίξου» –«Πας και θάβεις τον εαυτό σου» που έλεγε ο Χρυσόστομος στον απελπισμένο Σταγείριο (Περί κατανύξεως Α’ 6). Γιατί; Αφού υπάρχει βαθιά μετάνοια και η άβυσσος του θείου ελέους. Εκεί βυθίσου!
Ποτέ μη πεις ότι δεν υπάρχει του Θεού έλεος, γιατί τότε αυτοκτονείς ψυχικά, όχι δε σπάνια και σωματικά…