Βασίλειος Κουγιουμτζίδης, Θεολόγος
Στην σύγχρονη εποχή η θρησκευτική ελευθερία, ως ιδιαίτερα ευαίσθητο δικαίωμα, προστατεύεται σε διεθνές επίπεδο, τόσο από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (άρθρο 9), το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (άρθρο 18), από την Οικουμενική Διακήρυξη Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (άρθρο 18), όσο και από την Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ (άρθρο 1, διακήρυξη του 1981)
Αυτές οι διεθνείς συμβάσεις κατοχυρώνουν το δικαίωμα κάθε ανθρώπου να πιστεύει σε μία θρησκεία και την ελευθερία να εκδηλώνει την λατρεία του σε αυτή, ατομικά ή ομαδικά, δημόσια ή ιδιωτικά. Όσο και αν τα δικαιώματα απευθύνονται στην προσωπική αυτοσυνειδησία του κάθε ανθρώπου, αυτά αποκτούν μια διάσταση δημόσια, συλλογική και κοινωνική1. Ειδικότερα τις τελευταίες δεκαετίες με την πολυπληθής μετανάστευση μουσουλμανικών πληθυσμών, αποτελεί επιτακτική ανάγκη η ύπαρξη σεβασμού, ανοικτού πνεύματος, διαλόγου, διατήρησης ταυτότητας του κάθε πολιτισμού και φυσικά εφαρμογής των διεθνών συμβάσεων που προαναφέραμε. Με σκοπό όχι μόνο την δημοκρατία και την αρμονική ζωή ανάμεσα στους λαούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και την ανάπτυξη ενός γνήσιου πολιτισμικού εμπλουτισμού, που θα καλλιεργήσει το πνεύμα του διεθνισμού και του κοσμοπολιτισμού, με αποτέλεσμα να καταργούνται με αυτό τον τρόπο φανατισμένες ιδεολογίες, φονταμενταλιστικές αντιλήψεις και ρατσιστικές νοοτροπίες, προάγοντας την αλληλεγγύη τον αλληλοσεβασμό και τα ανθρώπινα ιδεώδη.
Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι όλα τα Κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης αναγνωρίζουν τις παραπάνω διεθνής συμβάσεις στα Συντάγματα τους, εξακολουθεί να παρατηρείται μια τεράστια καταστρατήγηση της θρησκευτικής ελευθερίας, η οποία αντί να εξαλείφεται, αυξάνεται ολοένα και περισσότερο με την πάροδο του χρόνου. Αυτό συμβαίνει εξαιτίας του μη σεβασμού του ¨άλλου¨, του διαφορετικού. Επιπροσθέτως κάποιες θρησκείες εκμεταλλεύονται και προσπαθούν να παρασύρουν προς το μέρος τους οπαδούς άλλων θρησκειών, ιδεολογιών, χρησιμοποιώντας συνήθως απατηλά μέσα, καταφεύγοντας με αυτόν τον τρόπο στον προσηλυτισμό, πράξη η οποία απαγορεύεται ρητά και διώκεται ακόμα και με ποινή φυλάκισης, στα διάφορα Συντάγματα των Ευρωπαϊκών Κρατών2. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον λοιπόν, η Ορθοδοξία προσπαθεί, σύμφωνα και με την διδασκαλία που έχει κληρονομήσει από τον Ιδρυτή της, τους Αποστόλους και αργότερα τους Πατέρες της Εκκλησίας, να ¨χτίσει¨ γέφυρες με τις διάφορες θρησκείες της Ευρώπης, ώστε να ελαχιστοποιηθούν οι θρησκευτικές συγκρούσεις και να υπάρξει συμφιλίωση μεταξύ των αλλόθρησκων πολιτών.
Στην Ορθόδοξη Χριστιανική παράδοση αναφέρεται ρητά ο σεβασμός της κάθε ξεχωριστής ανθρώπινης οντότητας, αλλά και η κοινωνία των ανθρώπινων προσώπων. Αυτή είναι η αληθινή κοινωνία, που καταξιώνει την φύση του ανθρώπου ως πρόσωπου και ως κοινωνικού όντος. Ο άνθρωπος ζει μέσα σε αυτήν την προσωπική κοινωνία στην σχέση του με τον πλησίον αλλά και στην σχέση του με τον Θεό. Η κοινωνία με τον συνάνθρωπο του και με τον Θεό συνδέονται οργανικά και αδιάσπαστα. Η Εκκλησία ως πλήρης και καθολική κοινωνία ενώνει τους ανθρώπους με τον Θεό και μεταξύ τους. Είναι κοινωνία ανθρώπινη αλλά και κοινωνία της θεώσεως, ακριβώς επειδή ενώνει τους ανθρώπους μεταξύ τους και ταυτόχρονα τον άνθρωπο με τον Θεό. Ο χριστιανός ως μέλος της Εκκλησίας δεν είναι μεμονωμένο άτομο. Κανένας δεν μπορεί να σωθεί μόνος του. Εκκλησία σημαίνει ενότητα. Ο χριστιανός σώζεται και ανακαινίζεται μέσα σε αυτή ως πρόσωπο και το πρόσωπο υπάρχει πάντοτε εν κοινωνία, ζει, αναπτύσσεται, καταστρέφεται ή σώζεται πάντοτε εν κοινωνία. Η ενεργοποίηση της ενότητας μέσα στο σώμα της Εκκλησίας, μας διδάσκει η Ορθόδοξη πίστη, πραγματώνεται με την αγάπη, ενώ αυτή καλλιεργείται με τον αμοιβαίο σεβασμό. Ο αληθινός πιστός αγαπά τον πλησίον επειδή ενώνεται οντολογικά μαζί του στην κοινή ανθρώπινη φύση, που ανακεφαλαιώνει ο Χριστός στο σώμα του. Είναι δηλαδή, μέλος του ενός αδιαίρετου σώματος μαζί με τον συνάνθρωπο και γίνεται ο πλησίον πραγματικός εαυτός. Ακόμα και την κακία ή αδυναμία του άλλου αυτός την βλέπει ως δική του, την υιοθετεί και την πολεμάει μέσα στον ίδιο του τον ευατό3. Στο σώμα της Εκκλησίας4 τοποθετείται και η οντολογική βάση της ελευθερίας στα πλαίσια της ορθόδοξης ανθρωπολογίας.
Όπως προαναφέραμε, απουσιάζει κάθε έννοια ατομικής σωτηρίας, αφού η ελεύθερη προαίρεση της προσωπικής και κοινοτικής αγάπης, υπερβαίνει την εγωιστική ατομική περιχαράκωση. Στο πρόσωπο του συνανθρώπου βλέπουμε την εικόνα του Θεού, έτσι παύει να υπάρχει κάθε λειτουργία απαξίωσης και εκμετάλλευσης του προσώπου του αδερφού για δικό μας όφελος. Το κατόρθωμα της θέωσης επιτυγχάνεται, όταν οικοδομείται η αγιοπνευματική κοινωνία της ¨κοινής ελευθερίας¨. Τότε ο πιστός, σύμφωνα με την Χριστιανορθόδοξη Παράδοση, έχει υπερβεί το στάδιο του δουλικού φόβου απέναντι στον Θεό και του μισθίου που ζητά ανταλλάγματα και επιβραβεύσεις για την πίστη του5. Έχει οδηγηθεί στην ανώτερη βαθμίδα τελείωσης που είναι η ελευθερία της αγάπης, η ελευθερία των υιών του Θεού «Οὐκέτι λέγω ὑμᾶς δούλους, ὅτι ὁ δοῦλος οὐκ οἶδεν τί ποιεῖ αὐτοῦ ὁ κύριος· ὑμᾶς δέ εἴρηκα φίλους, ὅτι πάντα ἅ ἤκουσα παρά τοῦ πατρός μου ἐγνώρισα ὑμῖν6».
Βασική αρχή και αντίληψη λοιπόν, στην Ορθοδοξία είναι η ένωση. Τα πάντα σε αυτή λειτουργούν με την μορφή κοινωνίας ανθρώπων μέσα στην Εκκλησία. Οι άνθρωποι προσκυνούν, πιστεύουν και λειτουργούν τα μυστήρια ενωμένοι, δημιουργώντας ένα ενιαίο σώμα. Στο πρόσωπο του πλησίον αντικρίζουν το δικό τους πρόσωπο, όπως και αυτό του Θεού. Με κύριο χαρακτηριστικό την αγάπη προσπαθούν να φτάσουν στην σωτηρία και την θέωση, καταστάσεις τις οποίες σε καμία περίπτωση δεν καθίσταται δυνατό να προσλάβουν εάν τις θεωρήσουν ατομικές υποθέσεις. Άρα λοιπόν, διακρίνουμε πως στην Ορθοδοξία η αγάπη για τον πλησίον και η μυστηριακή κοινωνία με τους συνανθρώπους, δεν πραγματοποιείται τυχαίως ή για λειτουργικούς μόνο σκοπούς, αλλά για την επίτευξη του σκοπού κάθε χριστιανού, που είναι η θέωση. Στην Ορθοδοξία δεν συναντάμε ένα Θεό τύραννο, που θέλει τους πιστούς του δούλους, να υπακούν το γράμμα του νόμου καθημερινώς, αλλά ελεύθερους ανθρώπους, που με την αγάπη τους για τον πλησίον τους θα αποδεικνύουν την αγάπη τους για τον ίδιο τον Θεό. Αν αυτή είναι όμως η στάση των χριστιανών ορθοδόξων μεταξύ τους, ποιά είναι η στάση τους απέναντι στους αλλόθρησκους; Μήπως η ευσπλαχνία και η αγάπη που δίδαξε ο Ιησούς Χριστός στους ανθρώπους, σταματάει στην Εκκλησία και δεν συνεχίζει στην κοινωνία; Μια κοινωνία όπως αυτή της Ευρώπης, η οποία όπως αναφέρθηκε παραπάνω, είναι πολυπολιτισμική και έχει κατοίκους που πιστεύουν σε διάφορες θρησκείες και δόγματα.
Την απάντηση σε αυτό το ερώτημα την συναντάμε από την Καινή Διαθήκη ακόμα και συγκεκριμένα στο κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο, με την παραβολή των ζιζανίων. Ο οικοδεσπότης διέταξε να μην μαζέψουν τα ζιζάνια από το σιτάρι, αλλά να τα αφήσουν να μεγαλώσουν και τα δύο μαζί ως το θερισμό «ὁ δὲ ἔφη· οὔ, μήποτε συλλέγοντες τὰ ζιζάνια ἐκριζώσητε ἅμα αὐτοῖς τὸν σῖτον· ἄφετε συναυξάνεσθαι ἀμφότερα μέχρι τοῦ θερισμοῦ7». Με αυτή την παραβολή ο Χριστός δεν δικαιώνει βέβαια μια εφάμαρτη ετερότητα, αλλά δεν δικαιολογεί βίαιο αφανισμό αυτής, γεγονός που θα είχε αρνητικές συνέπειες και στους πιστούς. Ο Θεόδωρος Στουδίτης θέλοντας να ερμηνεύσει την παραπάνω παραβολή εξηγεί, πως ο Κύριος με αυτό τον τρόπο θέλει να εμποδίσει τους αφανισμούς, τις σφαγές και τους πολέμους εναντίων αλλόθρησκων ή αιρετικών. Επιπροσθέτως δεν είναι λίγες οι φορές που ο Χριστός διδάσκει στους χριστιανούς να αγαπάνε τους εχθρούς τους, καθώς ο ήλιος ανατέλλει για κακούς και καλούς και στέλνει την βροχή σε δίκαιους και άδικους8. Ο ίδιος ο Θεάνθρωπος δέχθηκε να οδηγηθεί στο εκούσιο πάθος αν και αθώος. Δέχθηκε να διαπραχθεί η αδικία στο πρόσωπό Του και καλεί ταυτοχρόνως τους πιστούς ν’ αγαπήσουν τους εχθρούς τους9. Τους διδάσκει να αγαπούν και να συγχωρούν αλλόθρησκους και αιρετικούς. Τους θυμίζει να αγαπούν τους πλησίον τους, καθώς στην χριστιανική διδασκαλία πλησίον δεν είναι μόνο ο τοπικά ή κοινωνικά πλησίον, ο συγγενής, ο ομοεθνής ή ο ομόθρησκος και ομόδοξος. Σύμφωνα με την Ορθοδοξία ο πλησίον δεν προσδιορίζεται με εξωτερικά στοιχεία, αλλά δημιουργείται με την αγάπη και υπηρετείται με την προσφορά και την θυσία. Ο πλησίον δεν δίνεται, αλλά γίνεται. Είναι ο κάθε άνθρωπος όταν τον προσεγγίζουμε, γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο πλησίον είναι ακόμα και ο εχθρός.
Η αληθινή αγάπη δεν περιορίζεται στους φίλους, αλλά συμπεριλαμβάνει και αυτούς που είναι διαφορετικοί από εμάς, όπως τους αλλόθρησκους. Αγαπώντας αυτούς ο χριστιανός παραμερίζει τις διαιρέσεις και ζει την ενότητα της ανθρώπινης φύσεως. Όπως ο Χριστός απέκτησε την ανθρώπινη φύση, ώστε να βρεθεί σε κοινωνία με τον άνθρωπο και να αποκαλυφθεί σε εμάς, όπως μερίζεται αμερίστως και βρίσκεται ταυτόχρονα στον καθένα, έτσι και ο χριστιανός θα πρέπει να ακολουθήσει το παράδειγμα του Κυρίου του. Με την ενανθρώπιση του Λόγου του Θεού οι διαπροσωπικές και κοινωνικές σχέσεις των ανθρώπων έλαβαν θεολογικές διαστάσεις. Γι’ αυτό τον λόγο κάθε προσφορά στον πλησίον είναι προσφορά στον ίδιο τον Χριστό, ενώ κάθε άρνηση αυτής είναι και άρνηση προσφοράς στον Θεάνθρωπο. Η πραγματική ζωή του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσωπο του πλησίον, με ανιδιοτέλεια και χωρίς διακρίσεις10. Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος υποστηρίζει πως οι ενέργειες του Θεού απευθύνονται σε όλους τους ανθρώπους και πως κανένας άνθρωπος δεν καταφρονείται ή εμφανίζεται υποδεέστερος μπροστά στα μάτια του Θεού, αφού η σταύρωση αυτού πραγματοποιήθηκε για την σωτηρία όλου του κόσμου11.
[irp posts=”521311″ name=”Η Ορθοδοξία στη Γαλλία και τα ιστορικά της μνημεία (ΦΩΤΟ)”]
Το γεγονός αυτό της οντολογικής ισοτιμίας των ανθρώπων, θα οδηγήσει τον μεγάλο Πατέρα της Εκκλησίας να τονίσει ότι δεν συνιστά την αποφυγή συναναστροφής με αλλόθρησκους. Ο Χριστιανισμός ανεξάρτητος από κρατικά μέσα καταστολής ή περιορισμού της επικοινωνίας των λαών θα μετατρέψει ειρηνικά τον πολιτισμό της γνωστής τότε ανθρωπότητας, κυρίως διότι στηρίχθηκε στη θεοΐδρυτη δύναμη της Εκκλησίας και απευθυνόταν στην ελευθερία του προσώπου και της συνείδησης. Ακόμα και στα πλαίσια της μετέπειτα Οικουμενικής Βυζαντινής πολιτειολογίας, ο Βυζαντινός ως συνειδητός ορθόδοξος διαλέγεται με τον αλλοεθνή ή αλλόθρησκο, έχοντας συναίσθηση της διαφορετικότητας του και της ανωτερότητας του, διότι η πίστη του στηρίζεται στη Θεία Αποκάλυψη και όχι στον ορθό λόγο12. Η ιεραποστολή της Ορθοδόξου Εκκλησίας, παρότι απευθύνεται σε αλλόθρησκους διακρίνεται από σεβασμό προς την θρησκεία των ανθρώπων στους οποίους απευθύνεται και προς τον πολιτισμό τους και προσπαθεί να τους προσελκύσει με έργα αγάπης και πραγματικού ενδιαφέροντος. Η θέση του χριστιανού απέναντι στους αλλόθρησκους και αλλόδοξους πρέπει να χαρακτηρίζεται από σεβασμό των ιδεών τους, χωρίς να προδίδει τις δικές του αρχές και πεποιθήσεις.
Η Χριστιανική πίστη δεν έχει τίποτα να φοβηθεί από την πιθανή αντιπαράθεση με την πίστη και τις ιδέες των άλλων, γιατί ο πιστός γνωρίζει ότι κατέχει την αλήθεια του Χριστού. Διαλέγεται και σέβεται τα πρόσωπα που πρεσβεύουν διαφορετικές πεποιθήσεις και δεν φοβάται να μαρτυρήσει για την αλήθεια αν προκληθεί. Φυσικά αυτό δεν σημαίνει ότι η Ορθοδοξία είναι ανεκτική στην πίστη της ή συμβιβαστική με τους άλλους. Όμως δεν προσβάλει ποτέ την πνευματική ελευθερία του άλλου με καταπιεστικά μέσα, γιατί ο Χριστιανισμός σέβεται την θρησκευτική ελευθερία του ανθρώπου όσο καμία άλλη θρησκεία, αφού τόσο τα ιερά κείμενα όσο και η ζωή της Εκκλησίας αποπνέουν πλήρη σεβασμό της ανθρώπινης προσωπικότητας. Η ανθρώπινη ελευθερία είναι δώρο Θεού, βασική επιταγή του Ευαγγελίου και μία από τις πιο μεγάλες και πιο ακριβοπληρωμένες κατακτήσεις του ανθρώπου. Η καταπολέμηση οποιονδήποτε προβλημάτων με τους διαφορετικούς και η ανάπτυξη σχέσεων με τους αλλόθρησκους, δεν πραγματοποιείται με την περιφρόνηση της ιδεολογίας τους ή με τον φανατισμό και την μισαλλοδοξία, αλλά με τον αμοιβαίο σεβασμό, την κατανόηση, τον ελεύθερο διάλογο και κυρίως με την αγιότητα της ζωής των χριστιανών13.
Οι χριστιανοί λοιπόν, έχουν ιερή αποστολή, ως «βασίλειον ἱεράτευμα» και «γένος ἐκλεκτόν»14 να είναι υπεύθυνοι για την σωτηρία του κόσμου. Έχουν την ευθύνη να δίνουν την μαρτυρία της πίστεως στον κόσμο, να προσεύχονται γι’ αυτόν και να φροντίζουν για την επιστροφή του στον Θεό. Σε μία Ευρώπη που προωθείται η οικονομική παγκοσμιοποίηση, η οποία αριθμοποιεί και αφανίζει τα ανθρώπινα πρόσωπα, πρέπει ο Χριστιανισμός και ειδικότερα η Ορθοδοξία να αναδείξει την παγκοσμιότητα και οικουμενικότητα της, η οποία σφυρηλατεί την ενότητα και την υπευθυνότητα μέσα στην Εκκλησία, που προσκαλεί στους κόλπους της όλους τους ανθρώπους και αναδεικνύει την χριστιανική αγάπη, η οποία έχει οικουμενικό χαρακτήρα και συμπεριλαμβάνει ολόκληρο τον κόσμο15.
1 Κ. Κωτσιόπουλος, Ανεξιθρησκεία, εκδόσεις Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2008, σ. 108
2 Σύνταγμα της Ελλάδας, άρθρο 13 παράγραφος 2
3 Γ. Μαντζαρίδης, Χριστιανική Ηθική Τόμος Β΄, εκδόσεις Ι.Μ. Βατοπεδίου, Άγιον Όρος 2002, σ. 295-296
4 Π. Ροδόπουλου, Επιτομή Κανονικού Δικαίου, εκδόσεις Μυγδονία, Θεσσαλονίκη 2005, σε. 115
5 Κ. Κωτσιόπουλος, Ανεξιθρησκεία, εκδόσεις Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2008, σ. 136
6 Ιωάν. 15,15
7 Ματθ. 13,29-30
8 Ματθ. 5,43-48
9 Κ. Κωτσιόπουλος, Ανεξιθρησκεία, εκδόσεις Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2008, σ. 141
10 Γ. Μαντζαρίδης, Χριστιανική Ηθική Τόμος Β΄, εκδόσεις Ι.Μ. Μονή Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 2002, σ. 312-313
11 Ιωάν. Χρυσόστομος, Λόγος εἰς τόν σεισμόν και εἰς τόν πλούσιον και εἰς τον Λάζαρον και πόθεν ἡ δουλεία ἐγένετο, PG 48, σσ. 1027-1044
12 Κ. Κωτσιόπουλος, Ορθοδοξία και Ευρώπη, εκδόσεις Ελληνικό Κολλέγιο Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1998, σ. 93
13 http://users.sch.gr/aiasgr/Xristianismos_kai_Thrhskeumata/Koinwnika_kai_thrhskeutika_zhthmata/Aneksithrhskia_kai_thrhskeutikh_eleutheria.htm, Ημερομηνία Προσπέλασης 09/08/2019
14 Α΄ Πέτρου 2,9
15 Γ. Μαντζαρίδη, Χριστιανική Ηθική Τόμος Β΄, εκδόσεις Ι.Μ. Μονή Βατοπεδίου, Άγιον Όρος 2002, σ. 323-324