ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ – Τίποτε το στατικό δεν υπάρχει στη Θεία Λειτουργία, τίποτε το μεμονωμένο. Τα πάντα ζουν κινούνται αρμονισμένα μέσα στο όλον. Όλα παίρνουν νόημα. Όλα συγκεντρώνονται.
Όλα γνωρίζονται. Αποκαλύπτεται η φύση και ο λόγος της υπάρξεώς τους μέσα στη «λογική λατρεία», τη Λειτουργία του Λόγου «δι’ ου τα πάντα εγένετο». Και ενώ μιλούμε για όλα, τα βλέπουμε όλα. Τα πάντα γίνονται οικεία, τίποτε δεν είναι ξένο, ουσιαστικά πρόκειται περί ενός: Είναι η ευλογημένη Βασιλεία του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος που προσδέχεται και αγιάζει τη δημιουργία. Είναι η άκτιστη χάρη της Αγίας Τριάδος που καινίζει την κτίση.
Με τη δοξολογική εκφώνηση της τρισαγίου Βασιλείας αρχίζει η Θεία Λειτουργία. Στη συνέχεια μόνον αυτή ζητούμε: «Ελθέτω η χάρις, παρελθέτω ο κόσμος» (Διδαχή Αποστόλων). Σ’ αυτήν προσφέρονται οι πιστοί κατά πάντα και διά πάντα.
Και γίνεται η Θεία Λειτουργία ο θεολογικός τόπος όπου τα πάντα συναντιώνται. Έξω άπό τη θέρμη της τα πάντα είναι αγνώριστα, παγερά και μεμονωμένα. Εδώ μέσα βρισκόμενα περιχωρούνται, διακονούν λειτουργικά.
Η ενότης της πίστεως παρουσιάζεται με το πώς το κάθε τι ζωογονείται, μεταμορφώνεται, αφθαρτίζεται από την άκτιστη τριαδική χάρη. Έτσι αναδεικνύεται η βασική ενότης αρχικής καταγωγής, σημερινής οργανώσεως, καί εσχατολογικής εντελεχείας των πάντων, που είναι o Θεός, ως αιτία και τέλος πάντων. «Σοι ενί πάντα μένει· σοι δ’ αθρόα πάντα θοάζει. Και πάντων τέλος έσσί» ( Γρηγόριος Θεολόγος, Ρ.G. 37,508).
Και διαβεβαιώνει η πείρα της λειτουργικής ζωής: «Είδομεν το φως το αληθινόν (αντανακλώμενον απ’ όλο το μεταμορφωμένο κόσμο), ελάβομεν Πνεύμα επουράνιον».
Ο κατά φύσιν κόσμος μέσα στον οποίο ζή ο άνθρωπος, ως θεανθρώπινη πραγματικότης, είναι ο λειτουργικός. Δεν ειναι ούτε η ιστορια σαν χρόνος ούτε η δημιουργία σαν χώρος, ούτε η λογική του πεπτωκότος ανθρώπου, ούτε η τέχνη του παραπαίοντος ατόμου. Μέσα στη Λειτουργια όλα υπάρχουν αλλοιωμένα την καλήν αλλοίωση· δοκιμασμένα (συντετριμμένα και ανορθωμένα), σταυροαναστάσιμα.
Όλος ο κόσμος της Εκκλησίας, η καινή κτίση, είναι θεανθρωπία. Ατρέπτως, αναλλοιώτως και ασυγχύτως ενώνεται ο κτιστός κόσμος με την άκτιστη χάρη, και δεν καταργείται, δεν κατακαίεται, αλλά μεταμορφώνεται και αφθαρτοποιείται: «Όλος γάρ ο νοητός κόσμος όλω τω αισθητώ μυστικώς τοις συμβολικοίς είδεσι τυπούμενος φαίνεται τοις οράν δυναμένοις· και όλος όλω τω νοητώ ο αισθητός γνωστικώς κατά νουν τοις λόγοις απλούμενος ενυπάρχων εστίν» (άγιος Μάξιμος, P.G. 91, 669 C).
Όταν ο θεατής της Αποκαλύψεως γράφη: «Εγώ Ιωάννης ο και αδελφός υμών… εγενόμην εν Πνεύματι εν τη Κυριακή ημέρα… και είδον ουρανόν καινόν και γην καινήν», είναι σαν να μας λέη: Εγώ ο αδελφός υμών Ιωάννης Λειτουργήθηκα. Η Λειτουργία μας φέρνει στο ανοιχτό παράθυρο της αποκαλύψεως, της αφθαρσίας. Μας δίδει τη δυνατότητα να αναπνεύσωμε καθαρό αέρα που ζωογονεί τα σπλάγχνα μας. Μέσα στη Θεία Λειτουργία έχομε αυτό το γεγονός και την εμπειρία.
Τα πάντα γίνονται καινά με τη χάρη και την κοινωνία του Αγίου Πνεύματος. Δεν είναι ο ήλιος που φωτίζει τη γή, ούτε η φαντασία που ανοίγει τον ουρανό – «ουρανός και γη παρελεύσονται» (Ματθ. 24, 35) – αλλά η παρουσία του Θεού που καινίζει, αφθαρτίζει, ενοποιεί γη και ουρανό. «Και η πόλις ου χρείαν έχει του ηλίου… » (Αποκ. 21, 23).Τη λειτουργική πραγματικότητα δεν την καταυγάζει φωτισμός που πρόκειται να παρέλθη, «ουδέν γάρ φαινόμενον αγαθόν».