του Οικ. Ανδρέα Γκατζέλη
Όταν το 1054 μ.Χ. αποσχίστηκε ο πάπας από το Σώμα του Χριστού, τη Μία Αγία Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, πολλοί θεώρησαν πως οι πραγματικές αιτίες του σχίσματος ήταν πολιτικές, κοινωνιολογικές ή πολιτιστικές.
Σίγουρα υπάρχουν και τέτοιου είδους αιτίες, αλλά η κυριότερη αιτία του σχίσματος είναι η θεολογική και δογματική απόκλιση των Ρωμαιοκαθολικών από την ορθόδοξη διδασκαλία και ζωή.
Με πιο απλά λόγια, η Εκκλησία του Δυτικού τμήματος της Αυτοκρατορίας έπεσε σε αίρεση και πίστεψε πλανεμένες διδασκαλίες ως ορθόδοξες και σωστές. Η αίρεση δεν είναι απλώς μία ιδεολογική διαφοροποίηση ή μία αντίθεση διαλογική. Είναι πραγματικός θάνατος στο πνευματικό αλλά πολλές φορές και στο σωματικό επίπεδο. Η αιρετική διδασκαλία οδηγεί τον άνθρωπο σε εντελώς λανθασμένο προσανατολισμό. Τον απομακρύνει από την πηγή της ζωής, που είναι ο Θεός, και τον προσανατολίζει σε αδιέξοδα υπαρξιακά με τραγική κατάληξη, το άγχος, την αγωνία, την απελπισία και τον αιώνιο θάνατο.
Στις μέρες μας είναι απαραίτητο να γνωρίζουμε καλά όχι μόνο την πίστη μας αλλά και τις πλανεμένες διδασκαλίες και απόψεις που ακούγονται δεξιά και αριστερά και προβάλλονται κατά κόρον ως ορθόδοξες από τα Μ.Μ.Ε. Με δεδομένη την πολιτισμικότητα και την παγκοσμιοποίηση των ιδεών, οι Χριστιανοί έχουμε ιερό χρέος και καθήκον να ομολογήσουμε με τον τρόπο της ζωής μας αλλά και με λόγια, τον αληθινό Θεό, τον Κύριον ημών Ιησού Χριστό. Ταυτόχρονα είναι εξίσου σημαντικό να καλλιεργήσουμε και να εκλεπτύνουμε τη συνείδησή μας, ώστε να διακρίνουμε το Πνεύμα του Θεού από το πνεύμα της πλάνης. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι η μαθητεία δίπλα σε έμπειρο πνευματικό, αλλά και η έγκαιρη και έγκυρη ενημέρωση σχετικά με τα θέματα της πίστεώς μας.
Οι διαφορές μεταξύ της Ορθόδοξης Εκκλησίας και του Ρωμαιοκαθολικισμού είναι χαοτικές και αφορούν τόσο σε δογματικά ζητήματα όσο και σε θέματα εκκλησιαστικής εμπειρίας, λατρείας, τέχνης και γενικότερα αντιλήψεων και βιοθεωρίας. Γι’ αυτό κι έχουν άμεσες επιπτώσεις τόσο στα θέματα της σωτηρίας όσο και στην καθημερινή μας ζωή. Διότι όλοι μας, συνειδητά ή ασυνείδητα, αντιμετωπίζουμε τα προβλήματα της καθημερινότητας ανάλογα με τις απαντήσεις που έχουμε δώσει στα μεγάλα υπαρξιακά θέματα. Ας δούμε όμως με κάθε δυνατή συντομία τις βασικότερες διαφορές.
1. Filioque (και εκ του Υιού). Είναι η φράση που προστέθηκε στο Σύμβολο της Πίστεώς μας κι εκφράζει την αντίληψη πως το Άγιο Πνεύμα δεν εκπορεύεται μόνο από τον Θεό Πατέρα αλλά και από τον Θεό Υιό. Η προσθήκη του filioque συνιστά ουσιαστική και απροκάλυπτη αίρεση, αφού αντιβαίνει στο Ευαγγέλιο και τις αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων. Αν το Πνεύμα το Άγιο δεν εξαρτάται από την ίδια πηγή (τον Πατέρα) όπως και ο Υιός, κατά διαφορετικό φυσικά τρόπο, αλλ’ εξαρτάται και από δεύτερο παράγοντα (τον Υιό), τότε είναι υποδεέστερο του Υιού, είναι δηλαδή δευτέρας τάξεως στην Αγία Τριάδα.
2. Διδασκαλία περί της ακτίστου ουσίας και ακτίστου ενεργείας του Θεού. Ο Θεός είναι Άκτιστος δηλαδή εντελώς διαφορετικός από τα δημιουργήματά Του και δεν υπάρχει ουδεμία ομοιότητα μεταξύ κτιστού και ακτίστου. Έρχεται όμως σε σχέση με τα δημιουργήματά Του από απέραντη αγάπη γι’ αυτά μέσω των άκτιστων ενεργειών Του. Η ουσία του Θεού είναι άκτιστη, όπως και οι ενέργειές Του. Αντίθετα οι δυτικοί θεωρούν κτιστές τις ενέργειες και κτιστή τη χάρη του Θεού. Ο απόλυτος σκοπός και προορισμός κάθε ανθρώπου, όχι μόνο των χριστιανών, είναι να ενωθούμε με την άκτιστη Χάρη του Θεού. Αν δεν υπάρχει αυτή η ενέργεια, αλλά η ενέργεια είναι κτιστή δεν είναι δυνατή η σωτηρία. Κτιστή ενέργεια σημαίνει ότι έχει αρχή και τέλος. Πώς θα σε σώσει κάτι που έχει αρχή και τέλος; Η ενέργεια της Αγίας Τριάδος, ούτε αρχή έχει, ούτε τέλος. Είναι άναρχη και ατελεύτητη, όπως η ουσία του Θεού.
3. Το πρωτείο και το αλάθητο του Πάπα. Σύμφωνα με απόφαση της Α´ Συνόδου του Βατικανού (1870), ο πάπας είναι τοποτηρητής του Χριστού και μοναδικός αντιπρόσωπός Του πάνω στη γη. Είναι ο αρχηγός και η ορατή κεφαλή της Εκκλησίας. Στο πρόσωπό του συνοψίζεται ολόκληρη η Εκκλησία. Το παπικό δόγμα για το αλάθητο του Πάπα, όπως παρουσιάζεται στην Α΄ Σύνοδο του Βατικανού (4η Συνεδρίαση, 18 Ιουλίου 1870, κεφάλαιο 4), είναι το εξής: «Ο ρωμαίος ποντίφικας όταν ομιλεί εκ καθέδρας, δηλαδή όταν υπό την ιδιότητα του ποιμένα και διδασκάλου όλων των χριστιανών, δυνάμει της υπέρτατης αποστολικής του εξουσίας, ορίζει ότι κάποια διδασκαλία που αφορά στην πίστη και τη χριστιανική ηθική πρέπει να γίνει αποδεκτή ως αληθής από ολόκληρη την Εκκλησία, βάσει της Θείας επιφοιτήσεως υποσχεθείσης σ’ εκείνον διά του αποστόλου Πέτρου, τότε χαίρει του αλαθήτου εκείνου που ο θείος Λυτρωτής θέλησε να χαρίσει στην Εκκλησία του».
[irp posts=”374749″ name=”Αρχιμανδρίτης Γεώργιος Καψάνης: Οικουμενισμός”]
Ως απάντηση στις πλανεμένες διδασκαλίες περί πρωτείου και αλαθήτου αναφέρουμε τα λόγια του π. Ιουστίνου Πόποβιτς: «Όλοι οι ευρωπαϊκοί ανθρωπισμοί, από του πλέον πρωτογόνου μέχρι του πλέον λεπτού, από του φετιχιστικού μέχρι του παπικού, βασίζονται επί της πίστεως εις τον άνθρωπο, όπως είναι αυτός μέσα εις τη δεδομένη ψυχοφυσική του εμπειρική κατάσταση και ιστορικότητα.
Πράγματι, όλη η ουσία του κάθε ουμανισμού είναι ο άνθρωπος = homo. Συνοψιζόμενος εις την οντολογία του κάθε ουμανισμός δεν είναι άλλο τι παρά χομινισμός (homo-hominis). Ο άνθρωπος είναι η ανωτάτη αξία, η παναξία. Ο άνθρωπος είναι το ύψιστον κριτήριο, το πανκριτήριον, «μέτρον πάντων άνθρωπος». Αυτό είναι, in nuce, κάθε ουμανισμός, κάθε χομινισμός. Εντεύθεν όλοι οι ουμανισμοί, όλοι οι χομινισμοί, εν τελευταία αναλύσει, είναι ειδωλολατρικής, πολυθεϊστικής προελεύσεως.
Όλοι οι ευρωπαϊκοί ουμανισμοί, από τους προ της Αναγεννήσεως, της Αναγεννήσεως και περαιτέρω, οι προτεσταντικοί, φιλοσοφικοί, θρησκευτικοί, κοινωνικοί, επιστημονικοί, πολιτιστικοί και πολιτικοί, επεδίωκον εν γνώσει η εν αγνοία, και αδιακόπως επιδιώκουν, ένα πράγμα: να αντικαταστήσουν την πίστη εις τον θεάνθρωπο με την πίστιν εις τον άνθρωπον, να αντικαταστήσουν το Ευαγγέλιο κατ’ άνθρωπον, την φιλοσοφίαν κατά Θεάνθρωπον με την φιλοσοφίαν κατ’ άνθρωπον, την κουλτούρα κατά Θεάνθρωπο με την κουλτούρα κατ’ άνθρωπον. Με μία λέξη να αντικαταστήσουν την ζωή κατά Θεάνθρωπον με την ζωή κατ’ άνθρωπον.
Και ταύτα συνέβαινον επί αιώνες, έως ότου τον παρελθόντα αιώνα, το 1870, εις την πρώτη σύνοδο του Βατικανού, όλα αυτά συνεκεφαλαιώθησαν εις το δόγμα του αλαθήτου του Πάπα. Έκτοτε το δόγμα αυτό απέβη το κεντρικό δόγμα του παπισμού. Διά τούτο επί των ημερών μας εις την Β΄ Σύνοδο του Βατικανού τόσο επιμόνως και επιδεξίως συνεζητήθη και υπεστηρίχθη το απαραβίαστον και το αναλλοίωτον αυτού του δόγματος. Το δόγμα τούτο έχει κοσμοϊστορική σημασία δι’ όλην την τύχη της Ευρώπης, μάλιστα δε διά τους αποκαλυπτικούς καιρούς της, εις τους οποίους έχει ήδη εισέλθει. Διά του δόγματος αυτού όλοι οι ευρωπαϊκοί ανθρωπισμοί απέκτησαν το ιδεώδες και το είδωλόν τους. Ο άνθρωπος ανεκηρύχθη υπερτάτη Θεότης, πανθεότης. Το ευρωπαϊκό ουμανιστικό πάνθεον απέκτησε τον Δία του.
Η ειλικρίνεια είναι η γλώσσα της Αλήθειας, το δόγμα περί του αλαθήτου του Πάπα του 20ου αιώνος, δεν είναι άλλο παρά η αναγέννηση της ειδωλολατρίας και του πολυθεϊσμού. Αναγέννηση της ειδωλολατρικής αξιολογίας και κριτικολογίας. Μεταξύ ενός τοιούτου κόσμου, ο οποίος εκουσίως «ἐν τῷ πονηρῷ κεῖται», και του ανθρώπου που ακολουθεί τον Θεάνθρωπον Χριστόν δεν υπάρχει συμβιβασμός. Εκείνος που ακολουθεί τον Θεάνθρωπον δεν δύναται εις βάρος της Ευαγγελικής Αλήθειας να κάμνει συμβιβασμούς με τον ουμανιστικόν άνθρωπον, που όλα αυτά τα δικαιολογεί και τα ανάγει εις δόγμα. Εδώ πάντοτε πρόκειται περί αποφασιστικού και κρισιμωτάτου διλήμματος και εκλογής – ή ο Θεάνθρωπος ή ο άνθρωπος. […]
Ο «αλάθητος» άνθρωπος, και απέναντί του ο «παναμαρτωλός» άνθρωπος, η ταπεινοφροσύνη από το ένα μέρος και η υψηλοφροσύνη από το άλλο. Η απαράμιλλος αηδών του Ευαγγελίου του Θεανθρώπου, ο άγιος Χρυσόστομος, ευαγγελίζεται: «Θεμέλιος ἐστί τῆς καθ’ ἡμᾶς φιλοσοφίας ἡ ταπεινοφροσύνη». Η ταπεινοφροσύνη είναι το θεμέλιο της φιλοσοφίας μας περί της ζωής και του κόσμου, περί του χρόνου και της αιωνιότητος, περί του Θεανθρώπου και της Εκκλησίας. Ενώ θεμέλιον παντός ουμανισμού, ακόμα και εκείνου του αναχθέντος εις δόγμα, είναι η υψηλοφροσύνη, η πίστις εις τον λόγον του ανθρώπου, εις τον νουν και την λογική του. Η υψηλοφροσύνη μετέτρεψεν εις διάβολον ακόμη και τον ακτινοβολούντα Εωσφόρον. Η υψηλοφροσύνη είναι ανίατος νόσος του νου του διαβόλου. Εντός της ευρίσκονται και εξ αυτής πηγάζουν όλα τα λοιπά διαβολικά κακά». (Αρχιμ. Ιουστίνου Πόποβιτς: «Άνθρωπος και Θεάνθρωπος»).
(συνεχίζεται)
Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Παράκληση.
Τριμηνιαία Εκδοσις Ιεράς Μητροπόλεως Λεμεσού, τεύχος 90.