Οι γέροντες περί εγκράτειας στις κινήσεις της ψυχής!
1. Κάποιοι αδελφοί από τή σκήτη ξεκίνησαν νά επισκεφθούν τόν αββά Αντώνιο. Μπήκαν λοιπόν σ ένα καράβι γιά νά πάνε καί σ αυτό βρήκαν έναν άλλο Γέροντα, πού ήθελε κι αυτός νά πάει εκεί. Δέν τόν γνώριζαν όμως αυτόν οι αδελφοί. Καθισμένοι λοιπόν μέσα στό καράβι ανέφεραν μεταξύ τους αποφθέγματα Πατέρων ή ρητά από τή Γραφή καί από ανάμεσα γιά τό εργόχειρό τους. Ο Γέροντας έμενε εντελώς σιωπηλός. Σάν βγήκαν στό λιμάνι, παρατήρησαν ότι καί ο Γέροντας πήγαινε πρός τόν αββά Αντώνιο.
Κι όταν έφτασαν εκεί τούς είπε ο αββάς Αντώνιος: «Καλή συνοδεία βρήκατε τόν Γέροντα αυτόν». Καί στόν Γέροντα είπε: «Καλούς αδελφούς είχες μαζί σου, αββά». Καί ο Γέροντας τού απαντά: «Καλοί βέβαια είναι, αλλά η αυλή τους δέν έχει πόρτα, καί όποιος θέλει μπαίνει στόν στάβλο καί λύνει τό γαϊδούρι».
Καί αυτό τό είπε, γιατί ό,τι ερχόταν στό στόμα τους, τό έλεγαν.
8. Ο ίδιος βάδιζε κάποτε μαζί μέ τούς μαθητές του, καί ένας απ αυτούς βρήκε πάνω στόν δρόμο ένα μικρό αρακά χλωρό καί λέει στόν Γέροντα:
«Πάτερ, μού επιτρέπεις νά τό πάρω αυτό;»
Τόν κοίταξε μέ απορία ο Γέροντας καί τού λέει: «Εσύ τό έβαλες εκεί;»
«Όχι» απαντά ο αδελφός.
«Και πώς λοιπόν θέλεις νά πάρεις -τού λέει ο Γέροντας- αυτό πού δέν τό έβαλες εσύ;»
20. Έλεγαν γιά τόν αββά Ελλάδιο ότι έτρωγε ψωμί καί αλάτι. Όταν έφτανε τό Πάσχα έλεγε στόν εαυτό του: «Οι αδελφοί τρώνε ψωμί καί αλάτι. Εγώ όμως οφείλω νά κάνω λίγο κόπο γιά τό Πάσχα καί επειδή τίς άλλες μέρες τρώγω καθιστός, τώρα πού είναι Πάσχα θά κάνω τόν κόπο νά τρώγω όρθιος».
21. Έλεγαν γιά τόν αββά Ελλάδιο ότι έμεινε είκοσι χρόνια στά Κελλία καί δέν σήκωσε ποτέ τά μάτια του νά δεί τή στέγη τής εκκλησίας.
22. Έλεγαν γιά τόν αββά Ζήνωνα ότι βαδίζοντας κάποτε στήν Παλαιστίνη κουράστηκε καί έκατσε νά φάει κοντά σ έναν κήπο μέ αγγουριές.
Καί τού λέει ο λογισμός του: «Πάρε ένα αγγουράκι καί φάγε, δέν είναι τίποτε αυτό».
Κι αυτός απάντησε στόν λογισμό του: «Οι κλέφτες πάνε στήν κόλαση».
Σηκώθηκε λοιπόν καί στάθηκε μέσα στόν καύσωνα πέντε μέρες. Καί αφού τσιγαρίσθηκε, είπε: «Δέν μπορώ νά αντέξω τήν κόλαση».
Λέγει τότε στόν λογισμό του: «Άν δέν μπορείς, μήν κλέβεις γιά νά τρώς».
23. Είπε ο αββάς Ησαΐας:
«Τη σιωπή νά τήν αγαπάς περισσότερο από τό λόγο. Γιατί η σιωπή φέρνει θησαυρό, ενώ η ομιλία τόν διασκορπίζει».
29. Είπε ο αββάς Ιωάννης ο Κολοβός:
«Εάν ένας βασιλιάς θελήσει νά καταλάβει μία εχθρική πόλη, πρώτα δεσμεύει τό νερό καί τήν τροφή. Καί έτσι οι εχθροί κινδυνεύοντας νά πεθάνουν από τήν πείνα υποτάσσονται σ αυτόν. Τό ίδιο ισχύει καί γιά τά σαρκικά πάθη. Εάν ο άνθρωπος ζήσει μέ νηστεία καί πείνα, οι εχθροί πού είναι στήν ψυχή του χάνουν τή δύναμη τους».
33. Κάποιος αδελφός ρώτησε τόν αββά Ισίδωρο, τόν πρεσβύτερο τής Σκήτης: «Γιατί οι δαίμονες σέ φοβούνται τόσο πολύ;»
Καί τού απαντά ο Γέροντας: «Από τήν ώρα πού έγινα μοναχός προσπαθώ νά μήν επιτρέπω τήν οργή νά ανέβει στό στόμα μου».