Χριστός: Πως λοιπόν δεν είναι μεγάλη ανοησία να περιφρονούμε αυτήν την τόσο καταδεκτική δεσποτεία και γεμάτη από τόσα αγαθά, και να γινόμαστε δούλοι σ’ έναν αχάριστο και αγνώμονα τύραννο, που ούτε εδώ ούτε εκεί μπορεί να ωφελήσει όσους τον προσέχουν;
Ας επιμένουμε να φέρουμε το ζυγό του Χριστού, που είναι ελαφρύς και πάρα πολύ εύκολος και δεν μας επιβάλλει τίποτε από αυτά που μας επιβάλλει ο μαμμωνάς.
Διότι αυτός μας διατάσσει να γίνουμε με όλους εχθροί, ενώ ο Χριστός, το αντίθετο μας παραγγέλλει να αγαπάμε και να είμαστε φίλοι με όλους.
Εκείνος, αφού μας προσκολλήσει στον πηλό και τα τούβλα (διότι τέτοιος είναι ο χρυσός), δεν μας αφήνει ούτε τη νύχτα να αναπνεύσουμε λιγάκι.
Αυτός από αυτήν την περιττή και ανόητη φροντίδα μας απαλλάσσει και μας διατάσσει να συγκεντρώνουμε τους θησαυρούς μας στους ουρανούς και μάλιστα εκείνους που δεν προέρχονται από αδικίες, που κάναμε εις βάρος άλλων, αλλ’ από την δική μας δικαιοσύνη.
Εκείνος, μετά από τους πολλούς ιδρώτες και τις ταλαιπωρίες, όχι μόνο δεν μπορεί να μας συμπαρασταθεί όταν θα κολαζόμαστε εκεί και θα υποφέρουμε από τους νόμους του, αλλά και περισσότερο θα ανάβει τη φλόγα.
Αυτός όμως, κι όταν ακόμη μας επιβάλλει να δώσουμε ένα ποτήρι κρύο νερό, ούτε την αμοιβή και το μισθό από αυτό επιτρέπει να χάσουμε, αλλά μας το ανταποδίδει με μεγάλη περίσσεια.
Πως λοιπόν δεν είναι μεγάλη ανοησία να περιφρονούμε αυτήν την τόσο καταδεκτική δεσποτεία και γεμάτη από τόσα αγαθά, και να γινόμαστε δούλοι σ’ έναν αχάριστο και αγνώμονα τύραννο, που ούτε εδώ ούτε εκεί μπορεί να ωφελήσει όσους τον προσέχουν;
Και δεν είναι μόνον αυτό το φοβερό, ούτε μόνον αυτή η ζημία, ότι δηλαδή, δεν μας υποστηρίζει όταν κολαζόμαστε, αλλά μαζί με αυτό περιβάλλει με αμέτρητα κακά όσους τον υπακούουν.
Διότι οι περισσότεροι από αυτούς που θα κολάζονται εκεί, μπορεί να δη κάποιος ότι κολάζονται από αυτήν την αιτία, από το ότι δηλαδή έγιναν δούλοι του χρήματος και αγάπησαν το χρυσό και δεν βοήθησαν εκείνους που είχαν ανάγκη.
(Κατά Ιωάννην, Η’ ΕΠΕ 12,592. PG 59,68)