ΧΑΡΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ: Μεταξύ της Ιεράς Μονής των Ιβήρων και του Μυλοποτάμου, λίγο ψηλότερα από το δάσος, πριν από πολλά χρόνια βρισκόταν σε μεγάλη ακμή ένα Κελλί με εκκλησία της «Αγίας Τριάδος» που κατά κυριότητα ανήκε στη Μονή των Ιβήρων.
Ο Γέροντας και εννέα μοναχοί αποτελούσαν τη συνοδεία του Κελλιού αυτού που ήταν σαν ένα μικρό κοινόβιο μοναστηράκι, όπως είναι όλα τα λεγόμενα Κελλιά, με εκκλησίες και περιοχές που έχουν ελαιόδεντρα, αμπέλια, οπωροφόρα δέντρα και φυτά.
Οι αδελφοί αυτοί ζούσαν πολύ ειρηνικά και αγαπημένα, σαν μια ψυχή σε πολλά σώματα, και από το αποτέλεσμα φαίνεται πως παρακαλούσαν τον Θεό, την Παναγία Τριάδα, να τους αξιώσει να πεθάνουν όλοι μαζί. Να έχουν τέλη αγαθά, ειρηνικά, ανεπαίσχυντα και ο θάνατός τους να τους βρει έτοιμους, εξομολογημένους, με το τελευταίο εφόδιο του χριστιανού που είναι η θεία Κοινωνία του Σώματος και Αίματος του Σωτήρος Χριστού και να παραλάβει ο Άγγελος φύλακας την ψυχή τους σε ώρα ειλικρινούς μετανοίας.
Και φαίνεται πως ο Πανάγαθος Θεός, ο «εισακούων την προσευχήν και ποιών το θέλημα των φοβουμένων αυτόν», εισήκουσε και των πατέρων αυτών την προσευχή. Οι γείτονες του Κελλιού, επειδή για πολλές ημέρες δεν είχαν δει κάποια κίνηση των μοναχών, ανησύχησαν και τους αναζήτησαν.
Πήγαν στο Κελλί, κτύπησαν την πόρτα, είπαν κατά την τάξη το «Δι’ ευχών των Αγίων Πατέρων ημών Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς» και περίμεναν να ακούσουν από μέσα το «Αμήν» και να τους ανοίξουν την πόρτα, αλλά τίποτε· «ουκ ην φωνή, ουκ ην ακρόασις» κατά το δη λεγόμενον. Τότε τρεις απ’ αυτούς έκαναν το σταυρό τους, προχώρησαν και μπήκαν στο σπίτι. Η πόρτα ήταν ανοιχτή. Μίλησαν, φώναξαν, κανείς δεν αποκρίθηκε.
Περίμεναν λίγο και ύστερα αισθάνθηκαν μια ευωδία να έρχεται από την εκκλησία. Τότε κατευθύνθηκαν προς αυτήν και τι να δουν! Στη μέση της εκκλησίας, γύρω-γύρω από τον Ηγούμενο βρίσκονταν τα σώματα στη στάση που βάζουμε μετάνοια μετά από το Απόδειπνο και ζητούμε συγχώρεση ο ένας από τον άλλον και όλοι μαζί από τον Γέροντα, τον ηγούμενο, ο οποίος μας ευλογεί, αφού ζητάει κι αυτός πρώτα συγχώρεση: «Πατέρες και αδελφοί, ευλογείτε, συγχωρέστε με και ο Θεός να συγχωρέσει, να ευλογήσει υμάς και «επιφάναι το πρόσωπον αυτού εφ’ υμάς».
Θα είχαν περισσότερες από δεκαπέντε ημέρες στη στάση αυτή που τους ανακάλυψαν οι γείτονές τους κι όμως δεν είχαν κοκκαλώσει, όπως συνήθως γίνεται με όλους τους πεθαμένους, δεν είχαν αλλοιωθεί. Απεναντίας εξέπεμπαν άρρητη ευωδία.
Τους ενταφίασαν, κατά την τάξη της Εκκλησίας, όπως τους βρήκαν, διότι φορούσαν τα σχήματά τους, τα επανωκαλύμμαυχά τους και είχαν τα κομποσχοίνια στα χέρια. Έτσι, πάνοπλοι και πανέτοιμοι ανεχώρησαν για την άλλη, την αιώνια ζωή.
Έκτοτε το κελλί αυτό έμεινε ακατοίκητο, αφού ξεπλήρωσε τον προορισμό του και έστειλε στον Πανάγαθο Θεό δέκα αγίους, για να πρεσβεύουν στην Αγία Τριάδα να σωθεί όλος ο μοναχισμός και όλος ο κόσμος. Σήμερα μόνο ερείπια σώζονται από το Κελλί αυτό.
«Το Γεροντικό του Άγιου Όρους» (Ανδρέου Μοναχού Αγιορείτη) – Αφηγήσεις από τη ζωντανή παράδοση της ερημικής ζωής