Του Μακαριστού Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Χριστοδούλου
«Εν τω Άδη ουκ εστί μετάνοια».
Οι νεκροί μας έχουν, στη διάρκεια της μέσης καταστάσεως, το άτρεπτον. Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορούν να αλλάξουν θέση. Εκεί που έχουν έστω προσωρινά τοποθετηθεί μέχρι της Β’ Παρουσίας εκεί και παραμένουν. Αυτό βέβαια σημαίνει πως δεν έχουν καμμιά αξία ούτε οι προσευχές, ούτε τα μνημόσυνα, ούτε οι ελεημοσύνες, ούτε ο,τιδήποτε άλλο προσφέρουμε εμείς οι ζώντες υπέρ των κεκοιμημένων; Ας πλησιάσουμε, όμως, από πιο κοντά το θέμα μας.
Κατ αρχήν είναι αλήθεια ότι «εν τω Άδη ουκ εστί μετάνοια». Δηλ. ο καθένας κρίνεται όπως θα φύγει από τον κόσμο αυτόν. Και η τακτοποίηση του στη μέση κατάσταση γίνεται με βάση τη ζωή του και τα έργα του, την πίστη του και την ηθική του. Γι’ αυτό και ο ιερός Χρυσόστομος παρατηρεί: «Μη τοίνυν απλώς κλαίωμεν τους αποθανόντας, αλλά τους εν αμαρτίαις. Ούτοι θρήνων άξιοι, ούτοι κοπετών και δακρύων. Ποία γαρ ελπίς, είπε μοι, μετά αμαρτημάτων απελθείν, ένθα ουκ εστίν αμαρτήματα αποδύσασθαι; Έως μεν γαρ ώσιν Ενταύθα, ίσως ην προσδοκών πολλή, ότι μεταβαλούνται, ότι βελτίους έσονται. Αν Δε απέλθωσι εις τον άδην ένθα ουκ εστίν από μετανοίας κερδάναί τι (εν γαρ τω Άδη φησί τις εξομολογήσεταί σοι;) πως ου θρήνων άξιοι;»
Ποιος μπορεί να είναι βέβαιος πως κρίνει ο Θεός;
Παρά ταύτα ποιος μπορεί από εμάς να είναι βέβαιος για την πραγματική κατάσταση στην οποία βρέθηκε -όταν απέθνησκε κάποιος αδελφός μας; Ποιος μπορεί με απόλυτη βεβαιότητα να πει ότι ο τάδε προορίζεται για την κόλαση; Και έπειτα ποιος γνωρίζει πως σκέφτεται και πως αποφασίζει ο Θεός. Τα φαινόμενα απατούν. Πολλές φορές άνθρωποι που εμείς καταδικάσαμε φαίνεται να τους εδικαίωσε ο Θεός, και αντίστροφα. Θα μπορούσε κανείς έτσι να δικαιολογήσει την Εκκλησία μας που από πολύ ενωρίς καθιέρωσε προσευχές υπέρ των κεκοιμημένων και ως ένδειξη του συνδέσμου μας μαζί των και ως ένα δείγμα της αγάπης μας γι’ αυτούς. Εμείς προσευχόμαστε υπέρ αυτών και ο Θεός ξεύρει τι θα κάνει. Δεν θα του το πούμεν εμείς, ούτε θα προδικάσωμεν εμείς την ιδικήν του κρίση.
Γι’ αυτό και προσφέρουμε για τους νεκρούς μας Λειτουργίες, δεήσεις, ελεημοσύνες και άλλα θεοφιλή έργα με τα οποία πιστεύουμε ότι παρέχεται στους ευσεβείς που απέθαναν «δέησις και ωφέλεια» δηλ. κάποια ευπρόσδεκτη υπηρεσία, και «άνεσις και αναψυχή παρά Θεού των κατεχομένων αυτούς ανιαρών» (Σύνοδος Κωνσταντινουπόλεως 1642). Και όλα αυτά χάριν της αγαθότητος του Θεού και όχι ένεκα των ιδικών μας αξιομισθιών και αρετών ή για την ικανοποίηση της θείας δικαιοσύνης.
Η Εκκλησία ανέκαθεν προσεύχεται για τους κεκοιμημένους.
Η πρώτη αρχαία Εκκλησία ετίμα τους κεκοιμημένους και προσηύχετο υπέρ αυτών. Ο Τερτυλλιανός (200 μ. Χ. ) μνημονεύει την Θ. Λειτουργία που προσφέρεται υπέρ αυτών. Ο Κυπριανός ομοίως. Όλες οι Θ. Λειτουργίες, και αυτές που τελούνται σήμερα, περιέχουν ευχές για τους νεκρούς.
Στην άγια Πρόθεση ρίπτονται «μερίδες» υπέρ αυτών. Τα μνημόσυνα είναι σε πρώτη χρήση. Ο Απ. Παύλος προσευχόταν για τον νεκρό Ονήσιμο (Β’ Τιμ. α’ 18). Οι Αποστολικές Διαταγές συνιστούν μνημόσυνα «υπέρ των κεκοιμημένων εν ψαλμοίς και αναγνώσεσι και προσευχαίς» την 3ην ημέρα, την 9ην, την 40ήν. Έτσι επένθησε ο ισραηλιτικός λαός τον Μωυσή. Ο άγιος Συμεών ο Θεσσαλονίκης συνιστά τα 3ήμερα μνημόσυνα εις τύπον της Αγ. Τριάδος. Τα 9ήμερα εις τύπον των εννέα αγγελικών ταγμάτων και τα 40ά εις ανάμνηση της Αναλήψεως του Κυρίου.
Εξ άλλου όλα τα Σάββατα είναι αφιερωμένα από την Εκκλησίαν μας στους κεκοιμημένους, όλη δε η υμνογραφία της ημέρας αυτής έχει πένθιμο χαρακτήρα. Εκτός αυτών και τα δύο μεγάλα Ψυχοσάββατα, το προ της Πεντηκοστής και το προ των Απόκρεω έχουν θεσμικό χαρακτήρα στη λειτουργική ζωή της Εκκλησίας.
Αυτά δε καθιερώθησαν ως γενικά μνημόσυνα υπέρ των νεκρών, για όσους τυχόν δεν έχουν συγγενείς που να ενδιαφερθούν γι’ αυτούς και γενικά υπέρ όλων των ευσεβώς κοιμηθέντων επ’ ελπίδι αναστάσεως ζωής αιωνίου.
Τα μνημόσυνα, λοιπόν, συνδέονται αναπόσπαστος με τη Θ. Λειτουργία και πρέπει σε συνδυασμό με αυτήν να τελούνται. Το «αντί μνημόσυνου» που καμμιά φορά γράφεται δεν είναι σωστό. Το μνημόσυνο δεν αντικαθίσταται. Μπορείς να δώσεις μια δωρεά σε ένα ίδρυμα ή σε κάποιον φτωχό, όχι όμως αντικαθιστώντας την προσευχή με αυτήν, αλλά συμπληρώνοντάς την.
Τα μνημόσυνα συνοδεύονται από κόλλυβα. Τα κόλλυβα είναι στάρι βρασμένο με διάφορα άλλα στοιχεία. Το σιτάρι είναι το σύμβολο της Αναστάσεως. Την εικόνα του την εχρησιμοποίησεν ο ίδιος ο Κύριος για να υποδηλώσει την ανάσταση. Γι’ αυτό και το χρησιμοποιούμε κι εμείς. Έπειτα όλοι οι χριστιανοί που μετέχουν στο μνημόσυνο δοκιμάζουν από το στάρι και εύχονται για την ανάπαυση της ψυχής του κεκοιμημένου. Όλα αυτά εντάσσονται στα πλαίσια των λειτουργικών πένθιμων εκδηλώσεων και των νεκρικών ορθοδόξων εθίμων του λαού μας.
Τα κόλλυβα καθιερώθηκαν από τον 4ον αιώνα. Τα έτρωγαν οι χριστιανοί και ηύχονταν «Μακάρια η μνήμη αυτού». Και σήμερα εύχονται «Θεός σχωρέσ’ τον».
Ανακεφαλαιώνοντες επαναλαμβάνουμε ότι οι προσευχές για τους κεκοιμημένους, τα μνημόσυνα, οι Θ. Λειτουργίες κ.λ.π. στηρίζονται στην ευσπλαχνία του Θεού και στην παράδοση της Εκκλησίας. Πιστεύουμε ότι ο Θεός ακούει ημών Α’ Ιωάνν. ε’ 14.
Πιστεύουμε ακόμη ότι ο Θεός «πάντας ανθρώπους θέλει σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν». Και μαζί με τον άγιον Κύριλλον Ιεροσολύμων διακηρύττουμε ότι «μεγίστη δέησις (ωφέλεια)» για τους νεκρούς μας είναι το μνημόσυνο. Και μαζί με τον ιερό Χρυσόστομο επαναλαμβάνουμε ότι οι προσευχές υπέρ των κεκοιμημένων προσφέρουν σ’ αυτούς «τινά παραμυθίαν».
Γι’ αυτό στα μνημόσυνα πρέπει να παραμένουν όλοι και να προσεύχονται. Ο νεκρός υπέρ του οποίου γίνεται το μνημόσυνο δεν είναι ξένος. Είναι μέλος της Εκκλησίας, μέλος δηλ. του ίδιου σώματος του Χριστού, και εμείς όλοι είμαστε «αλλήλων μέλη». Είναι γι’ αυτό μεγάλη ωφέλεια η μνημόνευση του ονόματος κάποιου νεκρού στη διάρκεια της Θ. Λειτουργίας, γιατί ο Συμεών Θεσσαλονίκης παρατηρεί ότι ιδιαιτέρως ωφελούν τα μνημόσυνα που γίνονται κατά την ώραν «της φρικτότατης θυσίας».
Οι αμετανόητοι έχουν προβληματικό μέλλον.
Μέχρι ποίου σημείου φθάνει η ωφέλεια αυτή δεν γνωρίζουμε. Είπαμε, δεν μπορούμε εμείς να περιορίσουμε την κρίση του Θεού. Κάποια ωφέλεια γίνεται, όμως αποκλείεται μεταπήδηση από της καταστάσεως των πονηρών και αμαρτωλών, στην κατάσταση των αγίων και δικαίων. Οι παραβολές των 10 Παρθένων, του πλουσίου και του Λαζάρου κ. α. είναι χαρακτηριστικές. Γι’ αυτό ο ιερός Χρυσόστομος μας συμβουλεύει να αξιοποιούμε τον παρόντα χρόνο. Όσον χρόνον είμαστε εδώ, λέγει, «ελπίδας έχομεν χρηστάς» όταν απέλθομεν εκεί δεν είμεθα «κύριοι μετανοίας».
Η Εκκλησία δεν μπορεί να υποσχεθεί ότι οι αμετανόητοι θα σωθούν με τα μνημόσυνα. Ο Κ. Καλλίνικος παρατηρεί σχετικά: «Γνωρίζω ότι υπάρχουν ηθικά πτώματα εις τα οποία ενέσεις δεν ισχύουν. Αλλά επίσης γνωρίζω ότι υπάρχουν αμαρτωλοί -κι αυτοί είναι οι την μεγάλην πλειονότητα αποτελούντες- οίτινες εμωλωπίσθησαν μεν, αλλά και δεν απέθανον, οίτινες έπεσον μεν, αλλά κρατούντες εις τας χείρας το ξίφος, οίτινες ενητένισαν κατά τας τελευταίας ώρας των την ασχημίαν των και ανέμιξαν υπόκωφόν τι «μνήσθητί μου Κύριε» με τους εσχάτους των παραληρισμούς.
Και υπέρ των τοιούτων τις θα υποστήριξη πεισματωδώς ότι αι δεήσεις των επιζώντων δεν ωφελούν; Η μέση κατάστασις είναι κατάστασις απλώς εισαγωγική. Έχει μεν τελεσθή προσωρινή τις κρίσις κατά την εντεύθεν έξοδον της ψυχής, αλλ’ η μεγάλη κρίσις, ήτις θα καθορίση εις το διηνεκές την θέσιν της δεν έχει λάβει ακόμη χώραν».
Εφημέριος 9/2006