«Εκείνο το οποίο πρέπει να κρατάς σφιχτά στην ψυχή σου για να μη σου φύγει και χαθείς, είναι η ταπεινοφροσύνη, δηλ. η συναίσθηση της αναξιότητας, χωρίς την οποία δεν ενοικεί στην ψυχή η χάρη του Θεού.
Όταν φύγει η ταπεινοφροσύνη από την ψυχή, μαζί θα φύγει και η χάρη του Θεού και θα μείνει η ψυχή έρημη, γυμνή και φουσκωμένη με το δυσώδη καπνό της οίησης και της υψηλοφροσύνης».
«Όταν ο άνθρωπος που κατέχεται από την αμαρτία και τα πάθη επιθυμήσει να ελευθερωθεί από αυτά και θελήσει να εισέλθει στην ευαγγελική ζωή, θα συναντήσει μεγάλη δυσκολία, ίδια με εκείνη που συναντάει κάποιος που θέλει να περάσει από μία πόρτα στην οποία δε χωράει το σώμα του.
Συνηθισμένος αυτός να περπατάει την ευρύχωρη οδό, δηλ. την ακανόνιστη και αχαλίνωτη, δυσκολεύεται πολύ να βάλει τον εαυτό του στην κανονική οδό του Ευαγγελίου, όπως δυσκολεύεται και το βόδι που πρώτη φορά μπαίνει υπό το ζυγό για να οργώσει τη γη. Προηγουμένως τα διανοήματά του δεν είχαν κανένα δεσμό, αεροβατούσαν στα ψέματα, στις πλάνες και στα πονηρά, οι επιθυμίες του δεν είχαν κανένα χαλινό, διευθύνονταν και προσηλώνονταν στη ματαιότητα και τη φθορά.
Η εξωτερική του ενέργεια και διαγωγή ήταν ανάλογη με την ακαταστασία και την κακία του έσω ανθρώπου. Γι’ αυτό, όταν θελήσει να αλλοιωθεί και κατά τον έσω και κατά τον έξω άνθρωπο και να εισέλθει στην ευθεία οδό, δοκιμάζει μεγάλη δυσκολία. Και η δυσκολία αυτή είναι ανάλογη με την αμαρτία που είχε, αλλά και με το χρόνο όπου δούλευε σ’ αυτή» Ο π. Ευσέβιος προέτρεπε τα πνευματικά του τέκνα να μην καταδικάζουν το συνάνθρωπό τους, γιατί δε γνωρίζουν τη μετάνοιά του.
Διηγόταν μάλιστα και το ακόλουθο περιστατικό, που συνέβη στο μοναστήρι του Μεγάλου Σπηλαίου, όπου εμόνασε οχτώ χρόνια: «Ήταν ένας απρόσεκτος μοναχός, γνωστός για την κακή διαγωγή του. Ξαφνικά μία ημέρα χτύπησε την καμπάνα της μονής και μάζεψε όλους τους αδελφούς και τους είπε: «Αδελφοί και πατέρες, εγώ σε λίγο πεθαίνω και θέλω να εξομολογηθώ ενώπιον όλων τα αμαρτήματά μου». Μετά τη συγκινητική αυτή πράξη πέθανε εν μετανοία».
«Όταν η ψυχή εννοήσει ότι ο Χριστός είναι το μοναδικό της αγαθό και προσκολληθεί σ’ Αυτόν, όπως το παιδί προσκολλάται στη μητέρα που το θηλάζει με αδιατάρακτο δεσμό που στηρίζεται στον πόθο και την αγάπη, τότε αισθάνεται την υπερφυσική χαρά και ευφροσύνη, την οποία από κανένα άλλο πράγμα του κόσμου τούτου δεν είναι δυνατό να δοκιμάσει. Την ευφροσύνη αυτή τη γνωρίζουν μόνο εκείνοι που έχουν τη σχετική πείρα.
Η ψυχή που γνωρίζει το Χριστό και έχει κυριευθεί από την αγάπη Του, ενθουσιάζεται και παίρνει δυνάμεις. Όλα τα λοιπά τα θεωρεί σκύβαλα και ανάξια. Καταφρονεί ακόμη και αυτή τη ζωή.
Τίποτε άλλο δε θεωρεί ευχάριστο και άξιο ιδιαίτερης προσοχής. Κάθε ενθύμησή της και επιθυμία της, και κάθε πόθος της είναι στραμμένα στο Νυμφίο της, στον οποίο βρίσκει την αληθινή τέρψη και ανάπαυση.
Γνωρίζει τότε ο χριστιανός, ότι κατέχοντας το Χριστό, κατέχει το παν, γιατί μόνο στο Χριστό συγκεντρώνονται τα πάντα».
Διδαχές του π. Ευσεβίου Ματθόπουλου (από το βιβλίο «Νέον Γεροντικόν» του π. Διονυσίου Τάτση)