«Σε ποθώ, Κύριε, και Σ᾽ αναζητώ με δάκρυα. Πως να μη Σε ζητώ; Εσύ μου έδωσες να Σε γνωρίσω με το Άγιο Πνεύμα, κι αυτή η θεία γνώση τραβά αδιάκοπα την ψυχή μου κοντά Σου».
Θρηνεί ο Αδάμ:
«Δεν με τέρπει η σιγή της ερήμου.
Δεν με τραβούν των βουνών τα ψηλώματα.
Δεν μ᾽ αναπαύει η ομορφιά των δασών και των λειβαδιών.
Δεν καταπραΰνει τον πόνο μου των πουλιών το κελάδημα.
Τίποτε, τίποτε δεν μου δίνει τώρα χαρά,
Η ψυχή μου ράγισε από την πολύ στενοχώρια.
Τον αγαπημένο Θεό μου επρόσβαλα.
Κι αν με ξανάπαιρνε στον παράδεισο ο Κύριος και εκεί θα θρηνούσα λυπητερά, πονεμένα.
Γιατί πίκρανα τον αγαπημένο μου Θεό».
Διωγμένος από τον Παράδεισο ο Αδάμ ανάβλυζε πηγές από δάκρυα από την πληγωμένη του καρδιά.
Το ίδιο κάθε ψυχή που γνώρισε τον Κύριο θρηνεί γι᾽ Αυτόν και λέει:
«Που είσαι, Κύριε;
Γιατί κρύβεις το πρόσωπό Σου;
Πολύν καιρό τώρα δεν βλέπει το Φως Σου η ψυχή μου και Σ᾽ αποζητά θλιμμένη.
Που είναι ο Κύριός μου;
Γιατί δεν Τον βλέπω στην ψυχή μου;
Τι Τον εμποδίζει να κατοικεί εντός μου;
Δεν υπάρχει μέσα μου, λοιπόν, η ταπείνωση του Χριστού και η αγάπη για τους εχθρούς.
Γιατί ο Θεός είναι αγάπη, άπειρη και ανερμήνευτη».
Του Αγίου Σιλουανού του Αθωνίτη