Θεός: Αν δεν ξεκινήσουμε μ’ ένα αίσθημα σεβασμού και έκπληξης -μ’ αυτό που συχνά ονομάζεται αίσθημα δέους- μικρή πρόοδο θα κάνουμε στην Οδό. Όταν ο Samuel Palmer επισκέφθηκε για πρώτη φορά τον William Blake, ο γέροντας τον ρώτησε πώς προσέγγιζε το έργο της ζωγραφικής. «Με φόβο και τρόμο», είπε ο Blake.
Οι Έλληνες Πατέρες παρομοιάζουν τη συνάντηση του ανθρώπου με το Θεό με την εμπειρία κάποιου που περπατάει πάνω στα βουνά μέσα στην ομίχλη· κάνει ένα βήμα μπροστά και ξαφνικά βρίσκει ότι είναι στην άκρη ενός γκρεμού, δίχως στέρεο έδαφος κάτω απ’ τα πόδια του, παρά μόνο μιαν απύθμενη άβυσσο.
Ή, αλλού, χρησιμοποιούν το παράδειγμα ενός ανθρώπου που στέκεται τη νύχτα, σ’ ένα σκοτεινό δωμάτιο· ανοίγει το παραθυρόφυλλο σ’ ένα παράθυρο, και καθώς κοιτάζει έξω, μια ξαφνική λάμψη αστραπής τον κάνει να οπισθοχωρήσει τρομαγμένος και για μια στιγμή τυφλωμένος. Αυτό είναι το αποτέλεσμα όταν έρχεται κανείς πρόσωπο με πρόσωπο με το ζωντανό μυστήριο του Θεού. Μας φέρνει ίλιγγο· όλα τα γνώριμα πατήματα εξαφανίζονται, και φαίνεται να μην υπάρχει για μας τίποτε για να πιαστούμε· τα εσωτερικά μας μάτια είναι τυφλωμένα, οι φυσικές μας δυνατότητες κλονίζονται.
Οι Πατέρες επίσης θεωρούν σύμβολα της πνευματικής Οδού, τις δύο μορφές της Π. Διαθήκης, Τον Αβραάμ και το Μωϋσή. Ο Αβραάμ, όταν ζούσε ακόμη στο προγονικό του σπίτι, στην Ουρ των Χαλδαίων, άκουσε από το Θεό το: «…έξελθε εκ της γης σου και εκ του οίκου του πατρός σου και δευρο εις την γην, ην αν σοι δείξω». (Γεν. 12,1). Δεχόμενος το θείο κάλεσμα, ξεριζώνεται από το γνώριμό του περιβάλλον και ριψοκινδυνεύει στο άγνωστο, δίχως καμιά καθαρή αντίληψη του τελικού του προορισμού. Έχει απλώς πάρει τη διαταγή, «έξελθε…» και υπακούει με πίστη.
Ο Μωϋσής δέχεται διαδοχικά τρία οράματα από το Θεό: πρώτα βλέπει το Θεό σ’ ένα όραμα φωτός στην Φλεγομένη Βάτο (Έξοδ. 3,2)· έπειτα ο Θεός του αποκαλύπτεται μέσα από ένα φως ανακατεμένο με σκοτάδι, στη «στήλη νέφους και πυρός» που συνοδεύει τους Ισραηλίτες μέσα στην έρημο (Έξοδ. 13,21)· και τέλος συναντά το Θεό σ’ ένα «μη όραμα», όταν μιλάει μαζί του μέσα στο «γνόφο», στην κορφή του Όρους Σινά (Έξοδ. 20,21).
Ο Αβραάμ ταξιδεύει από το γνώριμο σπίτι του μέσα σε μιαν άγνωστη χώρα· ο Μωϋσής προχωρεί από το φως στο σκοτάδι. Κι έτσι αποδεικνύεται πως συμβαίνει με τον καθένα που ακολουθεί την πνευματική Οδό. Φεύγουμε από το γνωστό προς το άγνωστο, προχωρούμε από το φως στο σκοτάδι. Δεν προχωρούμε απλώς από το σκοτάδι της άγνοιας στο φως της γνώσης, αλλά κατευθυνόμαστε από το φως της μερικής σε μια μεγαλύτερη γνώση που είναι τόσο πολύ βαθύτερη ώστε μπορεί μόνο να περιγραφεί σαν «σκοτάδι του αγνώστου».
Σαν το Σωκράτη αρχίζουμε ν’ αντιλαμβανόμαστε πόσο λίγα καταλαβαίνουμε. Βλέπουμε ότι το έργο του Χριστιανισμού δεν είναι να παρέχει εύκολες απαντήσεις σε κάθε ερώτηση, αλλά να μας κάνει προοδευτικά γνώστες ενός μυστηρίου. Ο Θεός δεν είναι τόσο το αντικείμενο της γνώσης μας όσο η αιτία του θαυμασμού μας. Αναφερόμενος στον Ψαλμό 8,1, «Κύριε, ο Κύριος ημών, ως θαυμαστόν το όνομά σου εν πάση τη γη», ο Άγ. Γρηγόριος Νύσσης διαπιστώνει: «Το όνομα του Θεού δεν είναι γνωστό· είναι διαπορούμενο».
Αναγνωρίζοντας ότι ο Θεός είναι ασύγκριτα μεγαλύτερος απ’ ο,τιδήποτε μπορούμε να πούμε ή να σκεφτούμε γι’ αυτόν, το βρίσκουμε αναγκαίο ν’ αναφερόμαστε σ’ αυτόν όχι μόνο μεσ’ από άμεσες αναφορές αλλά μεσ’ από εικόνες και απεικονίσεις. Η θεολογία μας είναι συμβολική κατά μία μεγάλη έκταση. Όμως τα σύμβολα μόνα τους δεν είναι αρκετά να εκφράσουν την υπερβατικότητα και την «ετερότητα» του Θεού.
Για να στραφούμε προς το Mysterium Tremendum (το φοβερό μυστήριο) έχουμε ανάγκη να χρησιμοποιήσουμε όχι μόνο αρνητικές αλλά και καταφατικές διατυπώσεις, λέγοντας μάλλον τι δεν είναι ο Θεός, παρά το τι είναι. Δίχως αυτή τη χρήση του αρνητικού τρόπου, που ονομάζεται αποφατική προσέγγιση, η ομιλία μας για το Θεό γίνεται σοβαρά παραπλανητική.
Όλα όσα βεβαιώνουμε σχετικά με το Θεό,όσο σωστά κι αν είναι, υστερούν από τη ζωντανή αλήθεια. Αν πούμε ότι είναι καλός ή δίκαιος, πρέπει αμέσως να προσθέσουμε ότι η καλωσύνη του ή η δικαιοσύνη δεν πρέπει να μετρηθούν με τ’ ανθρώπινά μας δεδομένα. Αν πούμε ότι υπάρχει, πρέπει αυτό να το προσδιορίσουμε αμέσως, προσθέτοντας ότι δεν είναι υπαρκτό αντικείμενο ανάμεσα σε άλλα, ότι στην περίπτωσή του η λέξη «υπάρχω» έχει μια μοναδική σημασία.
Έτσι ο καταφατικός τρόπος εξισορροπείται από τον αρνητικό. Όπως το θέτει ο Καρδινάλιος Newman, συνεχώς «φάσκουμε και αντιφάσκουμε για ένα θετικό αποτέλεσμα». Έχοντας κάνει μια κατάφαση σχετικά με το Θεό, πρέπει να την προσπεράσουμε: η διατύπωση δεν είναι αναληθής, αλλά ούτε αυτή, ούτε καμιά άλλη μορφή λέξεων μπορεί να περιλάβει την πληρότητα του υπέρτατου Θεού.
Έτσι η πνευματική Οδός αποδεικνύεται ότι είναι ένα μονοπάτι μετάνοιας με την πιο ριζική έννοια. Η μετάνοια σημαίνει στην κυριολεξία «αλλαγή του νου». Προσεγγίζοντας το Θεό, πρέπει ν’ αλλάξουμε το νου μας, απογυμνώνοντας τους εαυτούς μας απ’ όλους τους συνηθισμένους τρόπους σκέψης. Πρέπει να μεταστραφούμε όχι μόνο ως προς τη θέλησή μας αλλά και ως προς τη διάνοιά μας. Χρειάζεται ν’ αντιστρέψουμε την εσωτερική μας προοπτική, να στηρίξουμε την πυραμίδα στην κορφή της!
Κι όμως ο «γνόφος» όπου μπαίνουμε μαζί με τον Μωϋσή γίνεται ένα φωτεινό ή ένα εκθαμβωτικό σκοτάδι. Ο αποφατικός τρόπος του «αγνοείν» μας φέρνει σε πληρότητα και όχι σε κενότητα. Οι αρνήσεις μας στην πραγματικότητα είναι υπερκαταφάσεις. Καταστροφική στην εξωτερική μορφή, η αποφατική προσέγγιση είναι καταφατική στα τελικά της αποτελέσματα: μας βοηθεί να πλησιάσουμε περ’ από κάθε διατύπωση θετική ή αρνητική, περ’ από κάθε γλώσσα και κάθε σκέψη, προς μιαν άμεση εμπειρία του ζωντανού Θεού.
Αυτό αποδίδεται πράγματι με την ίδια τη λέξη «μυστήριο». Στην κανονική θρησκευτική έννοια του όρου, «μυστήριο» σημαίνει όχι μόνο απόκρυψη αλλά και αποκάλυψη. Το ελληνικό ουσιαστικό μυστήριον σχετίζεται με το ρήμα μύω που σημαίνει «κλείνω τα μάτια ή το στόμα». Στον υποψήφιο να μυηθεί, σε ορισμένες από τις παγανιστικές μυστηριακές θρησκείες, πρώτα έδεναν τα μάτια και τον οδηγούσαν μέσα από ένα λαβύρινθο διαδρόμων· έπειτα ξαφνικά του ξεσκέπαζαν τα μάτια και έβλεπε, εκτεθειμένα γύρω του τα μυστικά εμβλήματα της λατρείας.
Επομένως, στο χριστιανικό πλαίσιο, δεν εννοούμε μ’ ένα «μυστήριο» απλώς αυτό που είναι δυσνόητο και μυστηριώδες, ένα αίνιγμα ή ένα άλυτο πρόβλημα· αντίθετα ένα μυστήριο είναι κάτι που αποκαλύπτεται για να το κατανοήσουμε, αλλά που ποτέ δεν κατανοούμε διεξοδικά, γιατί μας οδηγεί στο βάθος ή στο σκοτάδι του Θεού. Τα μάτια είναι κλειστά -αλλά είναι επίσης ανοιχτά.
Έτσι, μιλώντας για το Θεό ως μυστήριο, ερχόμαστε στο δεύτερο «πόλο» μας. Ο Θεός είναι κρυμένος από μας, αλλά επίσης μας αποκαλύπτεται: αποκαλύπτεται ως πρόσωπο και ως αγάπη.
Ο Ορθόδοξος Δρόμος
Κάλλιστος Γουέαρ, Επίσκοπος Διοκλείας