“ΕΙΝΑΙ ΔΟΥΛΟΣ ΤΟΥ, ΠΑΙΔΙ ΤΟΥ ΚΙ ΑΔΕΛΦΟΣ ΤΟΥ”
“Ο Θεός αγαπάει τον άνθρωπο, γιατί είναι αδελφός του Χριστού, και τον βλέπει ως ίσο με Αυτόν. Πρώτον είναι δούλος του Θεού, έπειτα παιδί Του και, τέλος, αδελφός Του”.
Θα σας αναφέρω και κάτι ακόμη: Ένα χρόνο περίπου αργότερα, ο Γέροντας είχε τοποθετήσει δίπλα στα πόδια του Εσταυρωμένου τη φωτογραφία ενός λιονταριού. Τον ρώτησα τι σήμαινε αυτό. Τότε ο π. Γαβριήλ σηκώθηκε και κάνοντας το σταυρό του είπε:
Ο σωστός άνθρωπος μπροστά στον Χριστό στέκεται ατρόμητος σαν το λιοντάρι. Δεν φοβάται τον Θεό, αφού ξέρει ότι είναι δίκαιος. Ο Θεός αγαπάει τον άνθρωπο, γιατί είναι αδελφός του Χριστού, και τον βλέπει ως ίσο με Αυτόν. Πρώτον είναι δούλος του Θεού, έπειτα παιδί Του και, τέλος, αδελφός Του».
«Μια Κυριακή πήγα στον π. Γαβριήλ. Ήταν λίγο άρρωστος. Ήρθαν οι μοναχές και του είπαν πως έφεραν τα υφάσματα για να ράψουν τα ράσα τους. Ζήτησαν τις συμβουλές του. Ο Γέροντας γύρισε προς το μέρος μου και μου είπε:
Εσύ πότε θα ράψεις το δικό σου ράσο, αδελφή; Μείνε στο μοναστήρι.
Ξαφνιάστηκα!
Του είπα ότι δεν μπορώ να μείνω. Η καρδιά μου όμως σκίρτησε και σκέφτηκα πως αν ο Θεός ήθελε να μείνω στο μοναστήρι, θα μου το έδειχνε με κάποιο θαύμα για να μου δυναμώσει την πίστη. Αμέσως στενοχωρήθηκα γι’ αυτή μου τη σκέψη και ζήτησα συγχώρεση, καθώς ο Κύριος λέγει “ουκ έκπειράσεις Κύριον τον Θεόν σου”.
Πήρα την ευλογία του Γέροντα κι έφυγα. Στο δρόμο κοίταζα το μοναστήρι του Σταυρού και είδα ένα ολοφάνερο θαύμα. Το μοναστήρι ήταν τυλιγμένο στις φλόγες και ο καπνός έφθανε στα ουράνια. Όμως, ο ναός του ήταν σαν να ανάπνεε.
Με πλημμύρισε ευωδιά και αισθανόμουν μεγάλη γαλήνη. Θεέ μου! Έγινε τάχα τέτοιο θαύμα; Αισθάνθηκα σαν να βιώνω τη μακαριότητα της Θείας Λειτουργίας. Τι ευτυχία είναι που υπάρχει η Θεία Λειτουργία! Αν δεν υπήρχε, τότε θα έπαυε να υπάρχει και κόσμος. Μαζί μου ήταν και κάποιος άλλος συνοδοιπόρος, αλλά δεν έβλεπε τίποτα.
Ήθελα να του μιλήσω για το καταπληκτικό θέαμα που αντίκριζα εκείνη την ώρα, αλλά δεν μπορούσα να μιλήσω καν από την ευδαιμονία που ένιωθα! Μήπως όμως ήμουν σε πλάνη; Μήπως με περιέπαιζε ο Πονηρός;
Επέστρεψα πάλι στον π. Γαβριήλ για να μου τα εξηγήσει όλα. Μπαίνοντας στο κελί του κι ενώ ήμουν έτοιμη να του περιγράψω ότι βίωσα, εκείνος με σταμάτησε. Έβαλε το δάχτυλο στο στόμα και μου είπε χαμηλόφωνα:
Σιωπή! Ο Πονηρός εδώ δεν έχει καμία θέση. Αλλά άσκοπα μη λες το όνομα του Κυρίου. Αδελφή, εμείς πρέπει να μάθουμε να σωπαίνουμε. Κάθισε εδώ, μη μιλάς κι αν θέλεις κάτι να πεις, πάρε χαρτί και μολύβι, γράψ’ το και δώσ’ το μου να το διαβάσω. Όμως εσύ “ου λήψει το όνομα Κυρίου του Θεού σου επί ματαίω”.
Κάθισα μια δυο ώρες.
Πόσες φορές ήθελα να μιλήσω, να πω κάτι. Αλλά ο Γέροντας με κοιτούσε αυστηρά και με αποθάρρυνε. Ύστερα μου έγραψε σε ένα χαρτί: “Ου λήψει το όνομα Κυρίου του Θεού σου επί ματαίω”.
Έτσι πέρασαν τέσσερις ώρες. Στο κελί ακουγόταν μόνο ο ήχος του ρολογιού. Σ’ αυτές τις τέσσερις ώρες πέρασε από το νου μου όλη μου η ζωή! Ξαναθυμήθηκα όλες τις αμαρτίες μου, κι αυτές ακόμη που είχα ξεχάσει εντελώς. Ένιωθα απερίγραπτη κατάνυξη και μετάνοια. Από τότε ηχεί στην καρδιά μου ο δυνατός λόγος:
“Ου λήψει το όνομα Κυρίου του Θεού σου επί ματαίω», και προσπαθώ να βάζω στη γλώσσα μου χαλινάρι».
ΑΓΙΟΣ ΓΑΒΡΙΗΛ Ο ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΣΑΛΟΣ ΚΑΙ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ.