Του Μητροπολίτης Βεροίας Παντελεήμων από την Κυριακή του Τυφλού
«Σύ πιστεύεις εις τόν υιόν τού Θεού; απεκρίθη εκείνος καί είπεν· καί τίς εστιν, Κύριε, ίνα πιστεύσω εις αυτόν;» (Ιωάν. 9.35-36).
ΧΑΡΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ: Ένα θαύμα μάς παρουσίασε η σημερινή ευαγγελική περικοπή, τό θαύμα τής θεραπείας ενός εκ γενετής τυφλού πού επιτέλεσε ο Κύριος. Ένα θαύμα πού συνοδεύεται από τέσσερις διαφορετικούς διαλόγους.
Ο πρώτος διάλογος είναι ανάμεσα στούς μαθητές καί τόν Χριστό γιά τήν αιτία τής ασθενείας. Ο δεύτερος ανάμεσα στόν πρώην τυφλό καί στούς Φαρισαίους γιά τόν τρόπο τής θεραπείας. Ο τρίτος ανάμεσα στούς γονείς τού πρώην τυφλού καί τούς Φαρισαίους πού επιδιώκουν νά βρούν τρόπο γιά νά κατηγορήσουν τόν αίτιο τού θαύματος, τόν Χριστό, καί ο τέταρτος ανάμεσα στόν Χριστό καί τόν ιαθέντα τυφλό. Άν θέλαμε νά χαρακτηρίσουμε τούς τέσσερις αυτούς διαλόγους, θά μπορούσαμε νά μιλήσουμε γιά δύο διαλόγους πίστεως καί δύο απιστίας.
Οι διάλογοι τών Φαρισαίων είναι διάλογοι απιστίας, γιατί οι Φαρισαίοι δέν διαλέγονται ούτε μέ αγαθή διάθεση ούτε μέ διάθεση νά γνωρίσουν τήν αλήθεια. Αντίθετα ο διάλογος τού Χριστού μέ τούς μαθητές του καί μέ τόν θεραπευθέντα τυφλό είναι διάλογοι αληθούς πίστεως αλλά καί αληθούς γνώσεως. Άς σταθούμε, αδελφοί μου, γιά λίγο στόν τελευταίο διάλογο. Ο τυφλός έχει ήδη θεραπευθεί, έχει δεί τό φώς καί τόν κόσμο πού ποτέ μέχρι τότε δέν είχε δεί. Έχει δεί όμως καί τό σκληρό πρόσωπο τών Γραμματέων καί τών Φαρισαίων πού επιχείρησαν νά τού συνθλίψουν τήν πίστη πού είχε γεννηθεί στήν ψυχή του γιά τόν άγνωστο σωτήρα του, πού επιχείρησαν νά διαβάλλουν τόν Χριστό καί νά τού στερήσουν τό στήριγμα τής ελπίδος του, πού επιχείρησαν νά τού τυφλώσουν τά μάτια τής ψυχής γιά νά μή δεί τόν Χριστό, γιά νά μή δεί τό Φώς τού κόσμου, γιά νά μή γίνει μέτοχος τής σωτηρίας πού χαρίζει ο φιλεύσπλαγχνος Κύριος.
Τά είχε δεί όλα αυτά ο πρώην τυφλός, αλλά δέν είχε δεί ακόμη τό πρόσωπο τό οποίο επιθυμούσε νά δεί, τό πρόσωπο τού ευεργέτου του. Καί γι’ αυτό ο Χριστός εμφανίζεται ενώπιόν του, γιά νά τού ικανοποιήσει αυτή τήν επιθυμία του καί νά τού ενισχύσει τήν πίστη. Εμφανίζεται ο Χριστός γιά νά τόν ανταμείψει γιά τή θαρραλέα ομολογία του ενώπιον τών Γραμματέων καί τών Φαρισαίων. Εμφανίζεται γιά νά τού αποκαλύψει ότι ο προφήτης τόν οποίο ομολόγησε ως σωτήρα του είναι ο Υιός τού Θεού πού ίσταται ενώπιόν του. Ποιά μεγαλύτερη τιμή από αυτήν θά μπορούσε νά ελπίσει ο πρώην τυφλός; Τί θά μπορούσε νά ονειρευθεί υψηλότερο καί θαυμαστότερο από τό νά εμφανισθεί ο Χριστός ενώπιόν του. Τί μεγαλύτερο θά μπορούσε νά περιμένει από αυτό πού τού συμβαίνει;
Ο Θεάνθρωπος αποκαλύπτεται σέ έναν άνθρωπο καί τό Φώς τού κόσμου καταυγάζει τό οπτικό πεδίο ενός πρώην τυφλού.
«Σύ πιστεύεις εις τόν υιόν τού Θεού;» Μέ αυτή τήν ερώτηση επιχειρεί ο Χριστός νά αποκαλύψει τό πρόσωπό του, γιά νά λάβει αντί άλλης απαντήσεως τή δικαιολογημένη ερώτηση τού πρώην τυφλού. «Καί τίς εστιν, Κύριε, ίνα πιστεύσω εις αυτόν;»
Η ερώτηση αυτή επαναλαμβάνεται συνεχώς διά μέσου τών αιώνων. Καί είναι ίσως μία ερώτηση πού εκφράζει συχνά καί τά αισθήματα τής δικής μας ψυχής. «Τίς εστιν, Κύριε, ο Υιός τού Θεού ίνα πιστεύσω εις αυτόν;» Ποιός είναι ο Χριστός γιά νά τόν πιστεύσω;
Στήν ερώτησή μας αυτή, ο Χριστός δίνει καί σέ μάς τήν απάντηση πού έδωσε στόν θεραπευθέντα τυφλό. «Καί εώρακας αυτόν καί ο λαλών μετά σού εκείνός εστιν».
Άς μήν διερωτόμαστε, αδελφοί μου, πότε είδαμε καί πότε ακούσαμε τόν Χριστό γιά νά τόν πιστεύσουμε καί νά ακολουθήσουμε στήν ομολογία τόν πρώην τυφλό τής ευαγγελικής περικοπής. Γιατί ο Χριστός γίνεται καθημερινά ορατός μέσα από τήν αρμονία τού κόσμου, μέσα από τό θαύμα τής φύσεως καί τής ζωής. Γίνεται ορατός μέσα στό θαύμα τής Εκκλησίας, η οποία «πολεμουμένη νικά». Γίνεται ορατός μέσα από τή ζωή τών αγίων τής Εκκλησίας, γιατί η ζωή τών αγίων είναι η ζωή τού Χριστού. Γίνεται ορατός, όπως ο ίδιος μάς διαβεβαίωσε, καθημερινά στόν καθένα από εμάς στά πρόσωπα τών αδελφών μας καί μάλιστα στά πρόσωπα «τών αδελφών του τών ελαχίστων», στά πρόσωπα όλων αυτών πού πεινούν, πού διψούν, πού είναι φτωχοί, άρρωστοι, φυλακισμένοι, ταλαιπωρημένοι καί εξουθενωμένοι.
Τόν Χριστό όμως δέν τόν βλέπουμε μόνο, τόν ακούμε κιόλας, γιατί ο λόγος του είναι ο λόγος τού Ευαγγελίου, είναι ο λόγος τής Εκκλησίας, είναι ο λόγος τών πατέρων, είναι οι αλάλητοι στεναγμοί τού αγίου Πνεύματος πού ακούονται στήν ψυχή μας τήν ώρα τής προσευχής καί τής θείας λατρείας.
Ο Χριστός δέν είναι ένας άγνωστος γιά μάς, είναι αυτός πού βλέπουμε καί ακούμε καθημερινά, εφόσον τό θέλουμε, εφόσον έχουμε ανοιχτά τά μάτια καί τά αυτιά τής ψυχής μας, όπως τά είχε ο πρώην τυφλός. Εάν έως τώρα δέν έχουμε αντιληφθεί τήν παρουσία του καί δέν έχουμε ακούσει τή φωνή του, άς σπεύσουμε νά τόν συναντήσουμε, άς σπεύσουμε νά ακούσουμε τή φωνή του, γιά νά ομολογήσουμε καί εμείς μαζί μέ τόν θεραπευθέντα τυφλό τήν πίστη μας σ’ Αυτόν. Γιά νά επαναλάβουμε από τά βάθη τής ψυχής μας: «πιστεύω, Κύριε». Αμήν.