Ό Γέροντας αυτός Δανιήλ, κατά κόσμο λέγονταν Δημήτριος Ισιδώρου και κατάγονταν από τη Σμύρνη της Μ. Ασίας, αφού τελείωσε τη λεγόμενη «Ευαγγελική Σχολή» της Σμύρνης, από υπερβολικό ζήλο στην αρετή και τον Μοναχισμό, νέος ακόμη σε ηλικία 19 ετών εγκατέλειψε τα εγκόσμια, έφυγε κρυφά από τους γονείς και συγγενείς του και πήγε στην Πάρο.
Στο νησί ‘κείνο βρήκε τον άγιο Αρσένιο, ό οποίος είχε κάνει χρόνια στο Άγιο Όρος, από το όποιον εξαναγκάσθηκε να φύγει λόγω των πολλών τότε σκανδάλων και κατά τις θείες βουλές του Υψίστου ήταν ηγούμενος στην Ιερά Μονή του Αγίου Γεωργίου, ή οποία ήταν μετόχι της εν Νάξο Ιεράς Μονής «Φανερωμένης». Στην Πάρο κοντά στον άγιο Αρσένιο δεν έμεινε πολύ, διότι αυτός προέτρεψε τον Δημήτριο να μεταβεί το συντομότερο στο Άγιο Όρος, εφόσον θέλει να γίνει και να είναι πραγματικός Καλόγερος.
Έτσι ό Δημήτριος Ισιδώρου, με την ευχή και ευλογία του αγίου Αρσενίου ήλθε στο Άγιο Όρος κατά το σωτήριον έτος 1864′ Στην αρχή κοινοβίασε στην ιερά Μονή του Αγίου Παντελεήμονος, ή οποία είχε στους κόλπους της πολλούς σοφούς και ενάρετους Μοναχούς, από διάφορα μέρη της Ελλάδος και της Μικράς Ασίας, φλογερούς Μοναχούς με μεγάλη πίστη και αυταπάρνηση.
Ό Δημήτριος, ακολούθησε όλους τους Κανόνες και την τυπική διάταξη του Ιερού αυτού Κοινοβίου και υστέρα από σκληρή δοκιμή, έγινε Μοναχός και πήρε το όνομα Δανιήλ.
Πολύ σύντομα όμως ξέσπασε ό πόλεμος και τα σκάνδαλα στο Κοινόβιο αυτό, όταν από το 1850 άρχισαν να κοινοβιάζουν σ’ αυτό Ρώσοι ορθόδοξοι χριστιανοί και να γίνονται Μοναχοί, τόσοι δε πολλοί εισέρευσαν στο Μοναστήρι αυτό Ρώσοι, ώστε σε λίγο χρονικό διάστημα πέρασαν σε αριθμό τους Έλληνες Μοναχούς και ακολούθησαν μετά τα γνωστά γεγονότα, κατά τα οποία με την επέμβαση του Πατριαρχείου ξεδιώχθηκαν σχεδόν όλοι οι Έλληνες Μοναχοί και ή Μονή έγινε Έλληνορωσική.
Ένας από τους εκδιωχθέντες, από την Μονή αυτή Έλληνας Μοναχούς, ήταν και ό Γέρων Δανιήλ, διότι σαν μορφωμένος είχε γίνει Γραμματέας του Κοινοβίου και ήταν δυναμικό στέλεχος των Ελλήνων Μοναχών.
Έτσι στη Μονή του Αγίου Παντελεήμονος έμεινε οκτώ περίπου χρόνια και άπ’ αυτήν βρήκε καταφύγιο στην Ιερά Μονή του Βατοπαιδίου, οι αδελφοί της οποίας με πολλή χαρά δέχθηκαν να κοινοβιάζουν το Μοναχό Δανιήλ και στην αρχή τον διόρισαν Γέροντα και διευθυντή στον Ξενώνα της Μονής, πού λέγεται «Αρχονταρίκι.
Στο διακόνημα αυτό, πού τον τοποθέτησαν οί Βατοπαιδινοί Γέροντες, λόγω της ενάρετης ζωής και του σοβαρού χαρακτήρα, επιβλήθηκε τόσο πού το μετέβαλε σε Κοινόβιο, να διαβάζουν όλοι κοινή Ακολουθία, να παρακολουθούν τη θεία λειτουργία και το Απόδειπνο να προσεύχονται όλοι μαζί και έκανε το Αρχονταρίκι σαν ένα. μικρό Κοινόβιο. Στο Μοναστήρι αυτό παρέμεινε περίπου άλλα οκτώ χρόνια και ήταν πολύ αγαπητός σε όλους και από όλους.
Ό πόθος όμως, για ησυχία και ό ζήλος για την απόκτηση της νοερας – καρδιακής προσευχής δεν τον άφηνε ήσυχο να παραμείνει στη Μονή αυτή, οπού ό κόσμος ήταν πολύς και ό θόρυβος μεγάλος. Γι’ αυτό απεφάσισε να φύγει και να πάει στην έρημο του Αθω, όπου θα ησύχαζε και θα ηρεμούσε το πνεύμα του. Οί Βατοπαιδινοί του πρότειναν να τον κάνουν προϊστάμενο της Μονής, αλλά αυτός δε δέχθηκε και αναχώρησε πράγματι για την έρημο.
Έτσι έφθασε στην έρημο των Κατουνακίων και εκεί πού -μέχρι σήμερα βρίσκεται το θαυμάσιο οικοδόμημα των Δανιηλαίων, έκτισε στην αρχή μικρό Καλυβάκι με ωραιότατη εκκλησία έπ’ ονόματι των «Αγιορειτών Πατέρων», τους οποίους είχε σε πολύ μεγάλη ευλάβεια και ήθελε να μιμηθεί τη ζωή τους.
Από την πολλή δε πίστη, αφοσίωση και αγάπη πού είχε στο Θεό, τη μελέτη της Αγίας Γραφής και την εμπειρία πού είχε στην Καλογερική ζωή, έλαβε τη χάρι και τη δύναμη να ανέβει στα ψηλότερα σκαλοπάτια της αρετής και της θεογνωσίας.
Στην έρημο αυτή, σκληρά δοκιμάστηκε από ορατούς και αόρατους δαίμονες, από συκοφαντίες και καταλαλιές αδύνατων και φθονερών ανθρώπων, από τους οποίους δέχονταν και διάφορες ύβρεις. Επειδή όμως ήταν φύσει πράος, ταπεινός, άκακος κι αγαθός, αγαπούσε και πάντοτε κέρδιζε την αγάπη όλων των αδελφών, συνασκητών του και ησυχαστών Πατέρων και σιγά σιγά, σα φιλόπονη μέλισσα με τη συνεχή μελέτη, την εγκράτεια και την αδιάλειπτη προσευχή, έγινε φωτεινός φάρος διακρίσεως και αρετής.
Ό σφοδρός ερωτάς της ησυχίας και ή ευλάβεια με το σεβασμό, προς το θεόσδοτο χάρισμα της ιεροσύνης, δεν του επέτρεψαν να ιερωθεί, αλλά ή νοερά προσευχή με τη διάκριση της πνευματικής καταστάσεως, τον έκαμαν να γίνει όχι μόνον στους Μοναχούς οδηγός και ποδηγέτης της πνευματικής ζωής, αλλά και πολύτιμος σύμβουλος, σε πολλούς πνευματικούς ξομολόγους, πού ζητούσαν πάντα τη γνώμη του, για σοβαρά πνευματικά ζητήματα, τα οποία, σαν τα μανιτάρια φύτρωναν μεταξύ των Μοναχών και των ιερών Μονών ακόμη, την εποχή εκείνη.
Έτσι το μέλι της ησυχαστικής ζωής δεν το έτρωγε μόνος του, ό Γέρο – Δανιήλ, αλλά πρόσφερε τις σοφές συμβουλές του σε όσους περνούσαν από το Ιερό ησυχαστήριο του. Όσοι είχαν την ευκαιρία και την τιμή να τον γνωρίσουν, δεν μπορούσαν να ξεχάσουν, όπως οι ίδιοι μου διηγήθηκαν, το μειλίχιο και χαρούμενο πρόσωπο του, πού ενέπνεε σεβασμό και εμπιστοσύνη.
Με την ενάρετη ζωή του, σα μαγνήτης τράβηξε κοντά του και κατάρτισε πνευματική κυψέλη με το όνομα «Αδελφότης Δανιηλαίων», διότι στη συνοδεία του ήταν ό καλλίφωνος ψάλτης και μελοποιός Παπα – Δανιήλ ό πνευματικός, ό οποίος τον διεδέχθη στην αρετή και την ηγουμενία της αδελφότητας.
Ό Παπα – Δανιήλ με τον παραδελφό του Μοναχό Γερόντιο, αποτελούσαν το καλύτερο πνευματικό «ντουέτο», ήταν οι καλύτεροι ψάλτες του Αγίου Όρους, τόσο πού όταν νέοι ακόμη στην ηλικία, σαν έψαλαν, νόμιζες πώς ήταν άγγελοι Θεού και όχι άνθρωποι. Και οι δυο αυτοί, έκτος από μουσικοί ψάλτες, ήσαν και άριστοι καλλιτέχνες αγιογράφοι.
Ό Γέρο – Δανιήλ, κληροδότησε στη συνοδεία του, το πνεύμα της προσευχής και της φιλοξενίας ου μην αλλά και της αγάπης προς όλους τους Πατέρες και χριστιανούς κοσμικούς ακόμη.
Ή φήμη της αρετής, τόσο του Γέρο – Δανιήλ όσο και της συνοδείας του, κίνησε το ενδιαφέρον και την επιθυμία να τον γνωρίσουν και να λάβουν τη συμβουλή του πολλοί χριστιανοί, αλλά και οι Πατέρες του Όρους τον είχαν σε μεγάλη υπόληψη.
Μεταξύ του πλήθους των προσερχόμενων, στο ασκητικό ησυχαστήριο του, ήταν και ό τότε Μητροπολίτης Πενταπόλεως, που τον επισκέφθηκε σα Διευθυντής της Ριζαρείου θεολογικής Σχολής και σήμερα τιμώμενος, από τη Μητέρα Εκκλησία και από όλο το χριστιανικό κόσμο σα θαυματουργός άγιος Νεκτάριος.
Ό άγιος Νεκτάριος τόσο ενθουσιάστηκε από τη γνωριμία του με το Γέροντα Δανιήλ, πού δώρισε πολλά βιβλία, μεταξύ των οποίων, ολόκληρη τη σειρά των συγγραμμάτων του θείου Χρυσοστόμου, αποσκοπών να ενταχθεί κι ό ίδιος στη συνοδεία του.
Ό Γέρο – Δανιήλ, έγραψε ωραία βιβλία:
α) με τον τίτλο «Οί πλάνες του Αποστόλου Μακράκη», στο όποιο με κάθε λεπτομέρεια φανερώνει και ελέγχει την έκταση της κακοδοξίας του «Μακρακισμού» και διαφωτίζει τους πιστούς να φυλάγονται από τα γεμάτα ματαιοδοξία, κακόδοξα και αιρετικά φρονήματα και την ελεεινή διδασκαλία του αιρεσιάρχου Αποστόλου Μακράκη.
β) Με τίτλο «Ό εκρωσισμός της Ιεράς Μονής του Άγιου Παντελεήμονος» στο όποιο εκθέτει με λεπτομέρεια τον εκρωσισμό της Ελληνικής ταύτης Μονής,
γ) Σα φωτισμένος και μορφωμένος Μοναχός πού ήταν έγραψε κι αλλά βιβλία, με σπουδαίο πνευματικό περιεχόμενο, τα οποία δεν είδαν ακόμη το φως της δημοσιότητας, αλλά παραμένουν χειρόγραφο:
Σήμερα ή συνοδεία του αείμνηστου αυτού Γέροντα Δανιήλ, με Γέροντα τον πνευματικό Παπα – Μόδεστο και εκλεκτή άλλη εξαμελή ομήγυρη ευλαβών νέων ιερομόναχων και Μοναχών, συνεχίζει την Ιερά Παράδοση τόσο της Βυζαντινής Μουσικής σαν καλλίφωνοι Ιεροψάλτες, όσο και την ανάπτυξη και καλλιέργεια της αγιογραφίας σε Βυζαντινή τεχνοτροπία, αλλά και σε άριστη καλλιτεχνία της Αναγεννήσεως.
ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΦΟΡΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΔΑΝΙΗΛ
Έλεγε ό Γέρο – Δανιήλ ότι, στην Ιερά Σκήτη του Ξενοφώντος, ό Γέροντας της Καλύβας «Εισοδια της Θεοτόκου» Γρηγόριος Ιερομόναχος, είχε υποτακτικό πολύ απλό, αγαθό και άκακο, θεοφύλακτο ονομαζόμενο.
Ό Μοναχός θεοφύλακτος, κατά την εορτή των Θεοφανίων, πού γίνεται ό μεγάλος Αγιασμός, όταν άκουσε τα τροπάρια και τίς ευχές πού ψάλλει ή Εκκλησία μας και τα όποια λένε: «Σήμερον αγιάζεται ή φύσις των υδάτων…», του φάνηκε κάπως περίεργο και όταν τελείωσε ή τελετή, ρώτησε το Γέροντα του Παπα – Γρηγόρη : «Γέροντα, άκουσα στα τροπάρια και στις ευχές να λέτε πώς «Σήμερον αγιάζεται ή φύσις των υδάτων…», πώς γίνεται αυτό το πράγμα και όλα τα νερά αγιάζονται; Αγιάζονται και τα νερά της θαλάσσης;»
Ό Γέροντας του Παπα – Γρηγόρης σ’ αυτά απάντησε: — Αδελφέ Θεοφύλακτε, ό Πανάγαθος θεός, με τίς προσευχές των ανθρώπων, πού γίνονται με ταπείνωση, από αδιάκριτη και ακλόνητη πίστη, με την επιφοίτηση της χάριτος του Παναγίου Πνεύματος, επενεργεί επί των εμψύχων και αψύχων ακόμη μεταβάλλει αυτά και τα αγιάζει, για να καθαρίσει και αγιάσει μ’ αυτά τους πιστούς δούλους Του.
Όπως, επί παραδείγματι, αγιάζει το νερό και το λάδι στο Βάπτισμα, και απαλλάσσει τον άνθρωπο, και καθαρίζει αυτόν από το προπατορικό αμάρτημα και από κάθε είδους άλλης αμαρτίας και έτσι βγαίνει από την άγια Κολυμβήθρα αγνός, καθαρός και τέλειος χριστιανός.
Όπως μεταβάλλει το ψωμί και το κρασί, πού προσφέρει θυσία των χριστιανών ό Ιερεύς και με την επιφοίτηση του Παναγίου Πνεύματος, τα κάνει από ψωμί – Σώμα κι από κρασί – Αίμα του Κυρίου και Θεού και Σωτηρος ημών Ιησού Χριστού και γίνονται τα Τίμια Δώρα, που μεταλαμβάνουν οι πιστοί, και μ’ αυτά όταν άξιοι και καθαροί, με τη μετάνοια και εξομολόγηση τα παίρνουν, αγιάζονται και θεοποιούνται.
Όπως μεταβάλλει το λάδι του ευχελαίου και γίνεται θεραπευτικό μέσο στους μετά πίστεως χριωμένους. Έτσι, αγαπητέ Θεοφύλακτε, μεταβάλλεται με τη χάρι του Αγίου Πνεύματος και ή φύση των υδάτων.
Ό Μοναχός Θεοφύλακτος για δεύτερη φορά ρώτησε το Γέροντα του και είπε:
Πάτερ και το νερό της θαλάσσης αγιάζεται κι αυτό;
Ναι αδελφέ, άκουσε και γι’ αυτό: Όταν ό πρωτάγγελος Εωσφόρος, από την υπερηφάνεια του, ξέπεσε από τους ουρανούς και σαν αστραπή βρέθηκε στα κατώτερα μέρη, στα κατάβαθα της γης, εκεί πού είναι τα τάρταρα του Αδη, τότε πέφτοντας αυτός, παρέσυρε με την πτώση του το ένα τρίτο (1/3) από τους Αγγέλους, πού κι αυτοί έγιναν όπως κι ό αρχηγός τους Δαίμονες.
Πέφτοντας αυτοί, οι πρώην άγγελοι, από τους ουρανούς προς τη γη και επειδή εξακολουθούσαν να πέφτουν συνέχεια κι άλλοι άγγελοι, τότε στάθηκε στην πύλη του ουρανού ό μέγας Αρχάγγελος Μιχαήλ με την πύρινη ρομφαία, φώναξε προς όλους τους Αγγέλους και είπε: «Στώμεν καλώς, Στώμεν μετά φόβου Θεού» και με τη φωνή αύτη συνήλθαν οι Άγγελοι και σταμάτησαν να πέφτουν.
Εκείνοι όμως πού είχαν πέσει, με το πρόσταγμα αυτό του Αρχιστρατήγου Μιχαήλ, σταμάτησαν εκεί πού βρέθηκαν, άλλοι στον αέρα κι έγιναν τα εναέρια Τελώνια, άλλοι στη γη, κι έγιναν οι πειρασμοί και εξουσιαστές της γης, κι άλλοι στα ύδατα των ποταμών τής Γης και• της θαλάσσης, οπού πειράζουν, δοκιμάζουν και πνίγουν τους διερχόμενους επειδή, κατά το λόγο του Κυρίου «Άπ’ αρχής, ό διάβολος ανθρωποκτόνος εστί» (Ίωάν. Η’ 44).
Όταν όμως ήλθε το πλήρωμα του χρόνου, όπως λέγουν οι άγιοι Απόστολοι και το ιερό Ευαγγέλιο, και ό Υιός και Λόγος του Θεού έγινε άνθρωπος, με το μέγα και ανερμήνευτο μυστήριο της θείας ενσάρκου αυτού οικονομίας, με την κάθοδο Του από τους ουρανούς αγίασε τον αέρα, τη γη, τη θάλασσα, τα ύδατα και πάντα «τα εν αυτοίς», και με τον αγιασμό και τη χάρι του Αγίου Πνεύματος κατήργησε την δύναμη και την εξουσία του Σατανά πού είχε, πριν να σαρκωθή ό Δεσπότης Χριστός επάνω στους ανθρώπους, στα ζώα και στα στοιχεία της φύσεως, και έτσι ό αέρας, ή γη και το νερό αγιάστηκαν, από την παρουσία του Δεσπότη Χριστού του Θεού ημών.
Ή ήμερα αυτή των Θεοφανίων, πάτερ Θεοφύλακτε, όπου γίνεται ό Μεγάλος Αγιασμός, γίνεται ή ανάμνησης της του Χριστού παρουσίας και της Θεοφανείας του τρισυπόστατου και τρισηλίου Θεού των χριστιανών, του Ποιητού και Δημιουργού των όλων, πού σαν σήμερα στη βάπτιση του Χριστού στον Ιορδάνη ποταμό, παρουσιάστηκε ό ουράνιος Πατέρας με τη φωνή και ό οποίος με την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος, πού το έστειλε σαν ένα περιστέρι επάνω στο κεφάλι του Χριστού, μ’ αυτό δείχνοντας μας το Χριστό, είπε: «Ούτος εστίν ό υιός μου ό αγαπητός ενώ ηυδόκησα…» δηλαδή αυτό είναι το αγαπημένο μου παιδί, ό μονογενής, με τον όποιον, όπως δημιουργήσαμε μαζί μ’ αυτόν και το Αγιον Πνεύμα τον κόσμο όλον, έτσι και τώρα ευδόκησα, μέσον Αυτού να σωθεί ό κόσμος και να αναγεννηθεί ανακαινιζόμενος με το άγιο Βάπτισμα.
ΓΛΥΚΥΤΕΡΟ ΤΟ ΝΕΡΟ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ
Εάν λοιπόν θέλεις να δοκιμάσεις την αλήθεια όλων αυτών πού σου είπα, πήγαινε πάτερ Θεοφύλακτε, κάτω στη θάλασσα σήμερα, να ιδείς πώς το νερό είναι γλυκό και πίνεται.
Ό απλός κι αγαθός Μοναχός Θεοφύλακτος, παρ όλο τον κόπο της αγρυπνίας, μόλις άκουσε αυτά τα πράγματα για να βεβαιωθεί, πήρε ένα μικρό δοχείο και πήγε αμέσως στη θάλασσα, ή οποία από τη Σκήτη αυτή απέχει περισσότερο από μια ώρα πεζοπορία, έσκυψε με ταπείνωση και τυφλή υπακοή, πήρε νερό από τη θάλασσα, ήπιε και μετά θαυμασμού είδε πώς το νερό ήταν γλυκό και πίνονταν με ευχαριστήσει. Γέμισε το δοχείο του και γύρισε στο Γέροντα του, τον όποιον αφού ευχαρίστησε του έδωκε να πιει κι αυτός από το νερό της θάλασσας, ήπιε κι εκείνος και δόξασαν «τον θαυμαστόν Θεόν εν τοις έργοις και τοις αγίοις αυτού» (Ψαλμ. ΞΖ’ 36).
Πέρασαν περισσότερα από τριάντα χρόνια, ό Γέροντας Παπα-Γρηγόρης, πλήρης ήμερων, αρρώστησε λίγο και κοιμήθηκε τον αιώνιο ύπνο. Ό υποτακτικός του Θεοφύλακτος συνέχιζε να παίρνει κάθε χρόνο την ήμερα των Θεοφανίων, νερό από τη θάλασσα και συνεχίζονταν το ίδιο θαύμα, το νερό να είναι γλυκό και πόσιμο.
Τρία χρόνια μετά το θάνατο του γέροντα του, ό Πάτερ θεοφύλακτος, μετά την αγρυπνία των Θεοφανίων, όταν βγήκαν οι Πατέρες από το «Κυριάκο» βλέπουν τον αδελφό θεοφύλακτο να πηγαίνει περισσότερο κάτω από την Καλύβα πού έμενε. Οι άλλοι Πατέρες της Σκήτης τότε τον ρώτησαν: — Για που πηγαίνεις πάτερ Θεοφύλακτε; Δε θα πας να ξεκουραστείς στο σπίτι σου;
Ό πάτερ Θεοφύλακτος για απάντηση, τους φανέρωσε το μέχρι τότε άγνωστο στους άλλους Πατέρες της Σκήτης θαύμα, πώς δηλαδή την ήμερα του μεγάλου Αγιασμού το νερό της θαλάσσης γίνεται γλυκό και πίνεται.
Οι Πατέρες, επειδή γνώριζαν πώς ό αδελφός αυτός ήταν απλός και άκακος, δεν πίστεψαν στα λόγια του και τον ειρωνεύτηκαν. — Άιντε καημένε να ξεκουραστείς και πας μετά να μας φέρεις κι εμάς να πιούμε… θάλασσα! Ό πάτερ Θεοφύλακτος δεν έδωκε καμιά σημασία στα λόγια τους, πήγε στη θάλασσα ήπιε, όπως έκανε μέχρι τότε, νερό πού ήταν γλυκό, γέμισε και το δοχείο του και το πήγε να πιουν και οι άλλοι Πατέρες.
Εκείνοι με ειρωνεία και δυσπιστία πήραν το νερό αυτό να πιουν, αλλά το μέχρι κείνη τη στιγμή γλυκό νερό, για την απιστία τους έγινε αλμυρότερο και πολύ πικρότερο από το νερό της θάλασσας.
Τότε ό αδελφός Θεοφύλακτος τους φανέρωσε πώς επί τριάντα και πλέον χρόνια πίνανε με το Γέροντα του το γλυκύτατο και νοστιμότατο, για την ήμερα εκείνη νερό της θάλασσας. Και έτσι από την ήμερα εκείνη για την απιστία των Πατέρων σταμάτησε να γίνεται το θαύμα αυτό!
Ο ΓΕΡΟ – ΔΑΝΙΗΛ ΕΙΧΕ ΧΑΡΙΣΜΑ ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ
Πολλά Μοναστήρια του Αγίου Όρους, για πνευματικό τους σύμβολο, είχανε τον πεπειραμένο σε πράξη και θεωρία της αρετής, το διακριτικότατο Γέροντα Δανιήλ των Δανιηλαίων από τα Κατουνάκια.
Χαρακτηριστικά αναφέρομε ένα από τα πολλά γεγονότα και τις μεσολαβήσεις πού είχε κάνει ό αείμνηστος εκείνος Γέροντας, για να καταλάβουμε την πείρα πού διέθετε και τη χάρι πού από τον Πανάγαθο Θεό είχε να διακρίνει τον πνευματικό πόλεμο του Σατανά και κυρίως από τα δεξιά, πού είναι και ό πιο επικίνδυνος, γιατί μας φαίνεται πώς κάνουμε αρετές.
Στην Ιερά Μονή του Κωνσταμονίτου, ή κοινοβιακή ταξί ήταν κατά πάντα ακριβής και όλοι οι Πατέρες και αδελφοί αυτής πορευόντουσαν σύμφωνα με το τυπικό και τις παραδόσεις των αγίων Πατέρων.
Ένας από τους αδελφούς, Δαμασκηνός το όνομα, μέσα σε λίγα χρόνια υπακοής, νόμισε πώς έγινε δυνατότερος από τους άλλους αδελφούς και ότι μπορεί να ανέβει σε ύψη αρετής, υπομονής και καρτερικότητας περισσότερο από τους άλλους αδελφούς της Μετανοίας του.
Ό ενθουσιασμός στους νέους Μοναχούς κι ό αυθορμητισμός για την απόκτηση υψηλής ζωής και αρετής και αγιότητας, είναι σύνηθες φαινόμενο, γι’ αυτό, οί αγιορείτες Πατέρες, έχουν κληροδοτήσει ένα ρητό πού ισχύει για όλους τους Μοναχούς, λέγουν λοιπόν, πώς «ό αρχάριος, Δόκιμος και νέος Μοναχός, όταν προσέρχεται να καταταγεί στις τάξεις των Μοναχών, θα πρέπει να έχει πίστη και ευλάβεια όσο είναι το βουνό του Άθωνα, για να του μείνει μέχρι το τέλος της ζωής του, όσο είναι ένα ρεβίθι ή μια φακή».
Ό δε κοινός εχθρός και πολέμιος των ανθρώπων Σατανάς, και κυρίως πολέμιος των Μοναχών, οί οποίοι, κατά τους Πατέρες, διεκδικούν να του πάρουν τη θέση, που είχε αυτός πρώτα και να γίνουν άγιοι Άγγελοι του Θεού, επειδή γνωρίζει ότι το εκπεσόν Εωσφορικό Τάγμα των Αγγέλων θα συμπληρωθεί και αναπληρωθεί, από αγνούς αρχιερείς, ιερείς, Μοναχούς και Μοναχάς και κατά πάντα αγνούς και καθαρούς χριστιανούς, βάνει σ’ ενέργεια εναντίον τους όλα τα σατανικά του σχέδια και τεχνεύεται μηχανές ό παμμήχανος, περισσότερο με τις φαινομενικές αρετές, τις δήθεν καλοσύνες, ψεύτικες ελεημοσύνες, επαίνους και κολακείες και πολύ λιγότερα σχέδια με τις φανερές κακίες, εγκλήματα κ.λπ. αμαρτήματα, από τα όποια, μπορεί ευκολότερα π χριστιανός ή ό μοναχός κ.λπ. να ανανήψει, να μετανοήσει και να διορθωθεί.
Ενώ με τις φαινομενικές ψευτοαρετές και διάφορες πλάνες από τα δεξιά, πολύ δύσκολα ό άνθρωπος μπορεί να λυτρωθεί και να σωθεί.
Γι’ αυτό το Πνεύμα το Άγιο, εις τους Ψαλμούς του Προφ. Δαυίδ μας λέγει: «Πεσείται εκ του κλίτους σου χιλιάς και μυριάς εκ δεξιών σου» (Ψαλμ. 90, 7), δηλαδή από τις φανερές αμαρτίες και κακίες θα μας πολεμήσουν χίλιοι δαίμονες, από τα αριστερά πού λέγεται «κλίτος» και από τα δεξιά, πού είναι, οί υποκριτικές και ψεύτικες αρετές, τις όποιες τις κάνει κρυφά ό άνθρωπος, δήθεν από προαίρεση δική του, άπ’ εκεί, λέγει ό Προφήτης, θα μας πολεμήσουν δέκα χιλιάδες (10.000) Δαίμονες.
Έτσι και στο μυαλό του υποτακτικού Δαμασκηνού, της Ιεράς Μονής του Κωνσταμονίτου, έβαλαν οί δαίμονες να γίνει έγκλειστος, δηλαδή να μη βγαίνει έξω από την πόρτα του Μοναστηρίου και επειδή άκουγε πώς άλλοι Μοναχοί έκαναν 20, 30, 50 και περισσότερα ακόμη χρόνια να βγουν έξω από το Μοναστήρι τους, όπως ό άγιος Λεόντιος της Ιεράς Μονής Διονυσίου, ό οποίος επί 75 χρόνια πού έζησε στο Μοναστήρι αυτό δεν ήξερε που είναι ή πόρτα της εξόδου έως ότου τον έβγαλαν από το Μοναστήρι όταν κοιμήθηκε τον αιώνιο ύπνο.
Ναι, αυτό είναι αληθές, άλλα αυτός ό ευλογημένος όπως και άλλοι πολλοί Μοναχοί έκαναν την αρετή αυτή με γνώμη και ευλογία του Καθηγουμένου και του πνευματικού τους και όχι από μόνοι τους.
Ό καημένος όμως ό Δαμασκηνός ήθελε από μόνος του, κατόπιν συμβουλής του Σατανά, να κάνει αυτή την αρετή. Και το αποτέλεσμα ήταν υστέρα από λίγα χρόνια να φουσκώνει από κρυφή υπερηφάνεια, γιατί αυτή είναι ή τέχνη του Σατανά, να ρίξει τον Μοναχό σε πλάνη. Έτσι τον κατέλαβε εγωισμός, πίστεψε πώς κάνει μεγάλη αρετή και σιγά σιγά, άρχισε να περιφρονεί τους άλλους Πατέρες πού έβγαιναν έξω στο προαύλιο της Μονής, έβγαιναν έξω από την πόρτα του Μοναστηρίου, πήγαιναν στις Καρυές και όπου άλλου τους έστελναν, ό ηγούμενος και οι Γέροντες και Προεστοί της Μονής.
Ενώ αυτός, από την εκκλησία πήγαινε στην τράπεζα και άπ’ εκεί στο δωμάτιο του ή στο διακόνημα πού έκανε με το θέλημα του μόνον μέσα στη Μονή, διότι έξω δεν δέχονταν να βγει.
Άρχισε λοιπόν μετά καιρόν να καυχιέται και να φιλονικεί με τους άλλους Πατέρες, πού βγαίνανε έξω από το Μοναστήρι, άρχισε να γίνεται νευρικός, να βρίζει τους άλλους και κατήντησε να είναι σε όλους ενοχλητικός και να μην υπακούει ούτε και στον ηγούμενο ακόμη.
αφού το κακό έγινε ανυπόφορο, ό ηγούμενος και οι Γέροντες της Μονής, κάλεσαν τον πνευματικό τους σύμβουλο, πού ήταν, ό φωτισμένος Γέροντας Δανιήλ από τα Κατουνάκια.
Ό Γέρο – Δανιήλ έτοιμος πάντα να βοηθήσει κάθε αδύνατο και παραστρατημένο Μοναχό, άμα έλαβε την πρόσκληση της Μονής, έτρεξε και αφού έμαθε τα διατρέξαντα, κάλεσε τον αδελφό Δαμασκηνό και με μειλίχιο τρόπο τον ρώτησε πώς περνάει. — Έμαθα, του είπε, αδελφέ, πώς έφτασες σε μεγάλα μέτρα αρετής και μάλιστα έλαβες τη χάρι να είσαι έγκλειστος και ότι δε βγαίνεις έξω από την πόρτα του Μοναστηρίου και επιδίδεσαι πολύ στη νοερά προσευχή!!
Ό Μοναχός Δαμασκηνός, με υποκριτική ταπεινοφροσύνη απαντώντας στο Γέρο – Δανιήλ, είπε:
— Ναι, Γέροντα, με την ευχή σας αξιώθηκα να έχω αυτή τη χάρι και επί δέκα χρόνια τώρα δεν έχω βγει από την πόρτα του Μοναστηρίου, και πάντα προσεύχομαι μόνος μου.
Ό Γέρο – Δανιήλ, σαν πολύπειρος από τις πλάνες του Σατανά και τα πονηρά σχέδια του, στην κρυφοεγωιστική αύτη απάντηση του Μονάχου Δαμάσκηνου, τον ρώτησε και πάλι:
— Δε μου λες, αδελφέ Δαμασκηνέ, αυτό πού κάνεις, είναι με την ευχή, και ευλογία του ηγούμενου και των Γερόντων της Μονής; Ό Δαμασκηνός στην ερώτηση αυτή, σκυθρώπιασε, κατέβασε το κεφάλι και πειραγμένος κάπως απήντησε στο Γέροντα Δανιήλ:
«Αυτοί όλοι Γέροντα, κι ό ηγούμενος και οί Προϊστάμενοι δε θέλουν την προκοπή και πρόοδο μου και με πολεμούν διαρκώς, για όλα τα πνευματικά μου κατορθώματα και με εμποδίζουν από κάθε καλό έργο πού θέλω να κάνω».
Ό Γέρο – Δανιήλ, βρήκε τότε την ευκαιρία και είπε στον πλανηθέντα αυτόν αδελφό τα έξης:
— Αδελφέ Δαμασκηνέ, από την Αγία Γραφή μαθαίνουμε ότι, όταν ό λαός των Εβραίων αμάρτησε στο Θεό, τότε στάθηκε μεσίτης ό Μωυσής και συγχώρεσε, ό Θεός, το λαό Του Ισραήλ. Όταν όμως ό λαός αμάρτησε στο Μωϋσή και τον στενοχώρησε με τις παρανομίες του, τότε επειδή δεν είχανε ποιος να μεσιτεύσει γι’ αυ τούς, τιμωρήθηκαν και αιχμαλωτίσθηκαν από τους γειτονικούς ασεβείς και αλλοεθνικούς λαούς.
»Ό Κύριος μας στο ιερό Ευαγγέλιο μας λέγει ότι: «Ό άκούων υμών εμού ακούει, και ό αθετών υμάς έμέ αθετεί” ό δε έμέ αθετών αθετεί τον άποστείλαντά με» (Λουκ. Ι’ 16).
»Για τον λόγο αυτόν, μετά την εις ουρανούς θεία Ανάληψί Του, άφησε τους μαθητές και αγίους Αποστόλους του, για να τον εκπροσωπούν, να τον αντιπροσωπεύουν επί της γης, να μας δίνουν τις εντολές του Θεού και τα ιερά παραγγέλματα.
»Οί άγιοι Απόστολοι, άφησαν τους Επισκόπους, οί Επίσκοποι διαδόχους των, άφησαν τους ιερείς και καθηγούμενους του λάου, προς τους οποίους οφείλαμε, μετά δοκιμή βέβαια, να κάνουμε αδιάκριτη υπακοή, όπως ακριβώς θα κάναμε στον αρχηγό της σωτηρίας του ανθρωπίνου γένους, Κύριο και θεό και Σωτήρα ημών Ίήσουν Χριστόν.
Όποιος λοιπόν, σύμφωνα με τα λόγια του Χριστού, δεν κάνει υπακοή στους κατά Θεόν αρχηγούς του, πού, στην προκειμένη περίπτωση τη δική μας, είναι ό ηγούμενος και οί Γέροντες του Μοναστηρίου, αυτός, είναι σαν να μη κάνει υπακοή σ’ Αυτόν τον Κύριο μας Ίησουν Χριστόν, και επομένως ότι και να κάνει οποιαδήποτε φαινομενική αρετή κατορθώσει, ό Μοναχός αυτός, και γενικά κάθε άνθρωπος, χωρίς γνώση και γνώμη του αρχηγού, του Γέροντα του, σε αυτόν ή παντός είδους αρετή και πνευματική προκοπή, μπροστά στα μάτια του Θεού, γίνεται και είναι διαβολική κακία, όπως λέγει και ή Αγία Γραφή «Και ή προσευχή αυτού γενέσθω εις άμαρτίαν» (Ψαλμ. ΡΗ’, 7), γιατί προέρχεται από το θέλημα του, και όχι μόνον δεν τη δέχεται ό Θεός, άλλα παραχωρεί να πέσει, ό άνθρωπος αυτός, είτε Μοναχός είναι ή ότι αξίωμα και ιδιότητα κι αν έχει, σε αδόκιμο νου, σε πλάνη του διαβόλου και τότε ό άνθρωπος αυτός, βλέπει το μαύρο άσπρο, το πικρό γλυκύ και τ’ αντίθετο.
Τα βλέπει όλα από την ανάποδη μεριά κι όχι από την πραγματική τους όψη.
Άλλα μπορεί ό τοιούτος υποτακτικός αν εξακολουθήσει να κάνει το θέλημα του, να θρηνήσει και χειρότερη πνευματική κατάπτωση και καταστροφή, σύμφωνα με τα λόγια του Αποστόλου των Εθνών πρωτοκορυφαίου Παύλου, που λέγουν: «Δι’ α έρχεται ή οργή του θεού επί τους υιούς της απείθειας» (Κολασ. Γ’ 6).
Για αυτό, αδελφέ Δαμασκηνέ, είπεν ό φωτισμένος Γέρο – Δανιήλ, θα πρέπει για να είναι ευπρόσδεκτη ή αρετή σου αυτή, μπροστά στα μάτια του Θεού, να πάς αμέσως να την εξομολογηθείς στο Πνευματικό, να σταματήσεις αυτή την αρετή πού κάνεις με το θέλημα σου και να υπακούσεις σε όλα και χωρίς διάκριση στη θέληση του ηγούμενου και των Γερόντων της Μετάνοιας σου.
Έτσι ή προκοπή σου αυτή, θα είναι αληθινή και πραγματική αρετή και ευπρόσδεκτη στο Θεό, και να είσαι βέβαιος πώς θα γλιτώσεις από το φούσκωμα πού σου φέρνει ό διάβολος και τη φαντασία, πώς δήθεν κάνεις αρετή.
Τότε ό καλοπροαίρετος αυτός υποτακτικός, πάτερ Δαμασκηνός, έτρεξε στον ηγούμενο από τον όποιο ζήτησε συγχώρεση και είπε ότι του λοιπού θα συμμορφώνεται με το θέλημα των Πατέρων και θα κάνει υπακοή. Αυτή είναι ή πρόοδος και πραγματική προκοπή
ΜΕ ΜΑΝΙΑ ΠΟΛΕΜΑΕΙ Ο ΔΙΑΒΟΛΟΣ ΤΟΝ ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΟ
Ό ηγούμενος, κατά συμβουλή του Γέροντα Δανιήλ, για να δοκιμάσει τον αδελφό Δαμασκηνό αν όντως μετανόησε αληθινά και θέλει να διορθωθεί και να κάνει υπακοή, του είπε: «Αδελφέ Δαμασκηνέ, αν θέλεις να κόψεις το θέλημα σου και κατά Θεόν να προκόψεις από σήμερα σου δίνω εντολή, σύμφωνα με την οποία, δε θα βγαίνεις έξω στο προαύλιο του Μοναστηρίου και δε θα διαβείς την εξώπορτα του Μοναστηρίου για κανένα λόγο.
Ό αδελφός Δαμασκηνός, με χαρά δέχθηκε την εντολή αύτη, εφόσον μάλιστα, ήταν σύμφωνη και με το θέλημα του, πού έκανε και πρώτα. Άπ’ εκείνη την ήμερα δεν έβγαινε έξω από το Μοναστήρι για αρκετό χρονικό διάστημα.
Άλλα τι συνέβη όμως, ενώ με το θέλημα του, ό Πάτερ Δαμασκηνός, έκανε 10 χρόνια να βγει έξω από το Μοναστήρι, και τώρα πού έλαβε εντολή να μη βγαίνει έξω, δεν πέρασε ούτε ένας μήνας από την ήμερα πού έλαβε την εντολή αυτή, κι ό εχθρός της υπακοής διάβολος κίνησε τέτοιο πόλεμο, εναντίον του αδελφού αυτού, που δεν μπορούσε πουθενά να σταθεί ήσυχος, ούτε στην εκκλησία, ούτε στην προσευχή, ούτε στο φαγητό, ούτε στον ύπνο ακόμη, του βαλε σφοδρή επιθυμία να βγει οπωσδήποτε έξω από το Μοναστήρι.
Πήγε στον ηγούμενο, έπεσε στα πόδια του, τον παρεκάλεσε θερμά να του λύσει το επιτίμιο και την εντολή αυτή, για να μπορεί να βγαίνει κι αυτός έξω στο προαύλιο και στον περίβολο της Μονής.
Ό ηγούμενος, αρχιμανδρίτης Στέφανος, κάλεσε πάλι τον Γέροντα Δανιήλ, να πάει στο Μοναστήρι του το συντομότερο γιατί το κακό έγινε ανυπόφορο.
Ό Μοναχός Δαμασκηνός, μόλις είδε το Γέροντα Δανιήλ στο Μοναστήρι, έπεσε στα πόδια του και με κλάματα τον παρεκάλεσε να μεσιτεύσει στον ηγούμενο να λύσει το επιτίμιο, διότι του είπε, «θα πέσω από το παράθυρο έξω και θα σκοτωθώ, δεν μπορώ να υποφέρω τον πόλεμο αυτόν, νομίζω πώς μ’ έχουν φυλακισμένο, θα σκάσω, δεν αντέχω άλλο».
Ό Γέρο – Δανιήλ, παρεκάλεσε τον ηγούμενο, ό οποίος έλυσε το επιτίμιο και έδωκε την άδεια στον Μοναχό Δαμασκηνό, να κάνει και να πορεύεται κι αυτός όπως και οι άλλοι Πατέρες.
Τότε, ό Γέρο – Δανιήλ, με την γαλήνη της ψυχής του ζωγραφισμένη στο πρόσωπο του, είπε στον αδελφό Δαμασκηνό: «Τώρα βλέπεις αδελφέ, ποια είναι ή πραγματική και ποια ή ψεύτικη αρετή, μπροστά στα μάτια του Θεού; Γι’ αυτό μην έχεις ποτέ εμπιστοσύνη στον εαυτό σου. Να κόβεις το θέλημα σου και να λες και συ με ‘κείνους τους ευλογημένους Πατέρες, τον Άββα Δωρόθεο και τους άλλους, πού όταν τους έλεγε ό λογισμός να κάνουν κανένα κρυφό πράγμα, καμιά κρυφή αρετή και προκοπή, τότε λέγανε στον εαυτό τους: «Ανάθεμα σε λογισμέ εσύ κι ή γνώσις σου». Να κόβεις πάντα το θέλημα σου και να κάνεις υπακοή, για να αποκτήσεις τη χάρι του Θεού, ή οποία θα σου χαρίσει ειρήνη λογισμών, γαλήνη ψυχής, καθαρό νου, αδιάλειπτη προσευχή και άκρα ταπείνωση και τότε κάθε κίνηση, κάθε διάδημα σου, θα είναι έργο υπακοής, πού θα σε παραστήσει ενώπιον του θρόνου της μεγαλοσύνης του Θεού, για να λάβεις το πολύτιμο στεφάνι της υπακοής και να ζεις αιώνια με τον αιώνιο και πλουσιοπάροχο μισθαποδότη θεό, τον Δεσπότη Χριστό και πρωτεργάτη της υπακοής Ιησούν Χριστόν τον Κύριον και Θεόν ημών».
Με τα λόγια αυτά του θεοφώτιστου Γέρο – Δανιήλ και την εργασία της υπακοής, ό αδελφός Δαμασκηνός, απέκτησε την μακάρια ησυχία των λογισμών και επιδόθηκε στην κατά Θεόν προκοπή, προς δόξαν Θεού, Πατρός, Υιού και Πνεύματος Αγίου. Αμήν.
ΕΝΑ ΑΚΟΜΗ ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΑΡΑΚΙ
Στα λεγόμενα σκαλοπάτια, μικρό δρομάκι πού είναι όλο σκαλοπάτια —σχεδόν από τη θάλασσα της Αγίας Άννης ως τη Μικρή Αγιάννα— εκεί λίγο κάτω από την Καλύβη, του περίφημου Πνευματικού Παπα – Σάββα, «Ή Ανάστασης του Κυρίου», σε ένα δέντρο βρίσκεται μικρή εικόνα, προ της οποίας παλαιότερα έκαιγε κλειστό φαναράκι. εκεί ό Μοναχός Μελέτιος των Δανιηλαίων από τα Κατουνάκια, περνούσε φορτωμένος με διάφορα τρόφιμα και ενώ έλεγε την ευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ υιέ του Θεού ελέησον με», ευχή πού παντοτινά συνοδεύει κάθε μοναχό όπως και ή αναπνοή του, παραπάτησε και ξέφυγε από το στενό και δύσβατο δρομάκι και έπεσε με το φορτίο του γύρω στα τέσσερα μέτρα, όπου βρήκε στήριγμα το δέντρο αυτό, χωρίς να πάθει το παραμικρό, και χωρίς το στόμα του να σταματήσει προς στιγμή τη θεία εκείνη προσευχή. Και επειδή διαφυλάχθηκε αβλαβής, από την ενέργεια αυτή του ανθρωποκτόνου Σατανά, πού όπως του φάνηκε, σαν να τον έσπρωξαν, έφτιαξε και τοποθέτησε εκεί την εικόνα της Παναγίας με το φαναράκι, προς δόξαν Θεού και φύλαξη των διερχομένων από εκείνο το δύσκολο μονοπάτι, ήταν δε μαζί του και ό Παπα – Θεοδόσιος από τη Μικρή Αγιάννα