Ρωτάμε λοιπόν σύγχρονους αγίους ανθρώπους, ρωτάμε τους πνευματικούς μας και συζητάμε για ώρα μαζί τους για τα προβλήματά μας, για τα ψυχολογικά μας, για τις μέριμνές μας. Ρωτάμε πως, πότε, γιατί εκείνο, γιατί το άλλο μου συμβαίνει, πότε θα απαλλαγώ…
Σπάνια, ίσως και ποτέ κάποιος πνευματικός θα ερωτηθεί “πάτερ πώς θα σωθώ”; Σχεδόν κανείς δεν νοιάζεται πώς θα σωθεί. Σχεδόν όλοι νοιάζονται πώς θα τακτοποιηθεί το θέμα τους. Γι’αυτό και θέλουν να πάνε στον πνευματικό τους, για να τους δώσει μια λύση σε ότι τους απασχολεί.
Ποιος ρωτά, “πώς θα σωθώ πάτερ”; Πώς θα σωθώ; Τι πρέπει να κάνω για να σωθώ; όχι για να μου λυθεί το πρόβλημα αλλά για να σωθώ; γι’αυτό είναι η Εκκλησία. Σ’αυτό καλούμαι να απαντήσω και εγώ ως πνευματικός. Βλέπετε όμως και εγώ και όλοι σχεδόν οι πνευματικοί αντιμετωπιζόμαστε ως ψυχολόγοι, ως οι άνθρωποι που θα ακούσουν το πρόβλημά μας και θα μας καταλάβουν. Σίγουρα κι αυτό γίνεται όμως δεν είναι δουλειά του πνευματικού και κατ’επέκταση της Εκκλησίας να απαλύνει απλά την οδύνη μας, την λύπη που έχουμε (που συνήθως είναι λόγο του εγωισμού μας) αλλά να μας θεραπεύει πνευματικά. Εχώ δει πολλούς ανθρώπους να κλαίνε στην εξομολόγηση, ελάχιστοι κλαίνε για τις αμαρτίες τους, οι πιο πολλοί κλαίνε από τα νεύρα τους, από τον εγωισμό τους. Κλαίνε που τα πράγματα δεν τους πήγαν όπως τα ήθελαν. Κλαίνε επειδή τους απαξίώσαν, επειδή δεν τους υπολογίζουν. Κλαίνε, και είναι αυτά τα δάκρυα, δάκρυα εγωισμού και όχι ταπείνωσης, είναι δάκρυα αμετανοησίας και όχι μετάνοιας.
Πριν λάβω την ευλογία να διακονώ κι εγώ το Μέγα Μυστήριο της Εξομολογήσεως πολλοί έμπειροι πνευματικοί πατέρες που λέγανε ότι η εξομολόγηση είναι πολύ κουραστική και ψυχοφθόρα για τον πνευματικό. Δεν μπορούσα να τους καταλάβω. Τώρα όμως που βιώνω αυτή την αλήθεια μπορώ να πω κι εγώ μαζί τους ότι όντως είναι εξουθενωτικό!
Να σημειώσω όμως ότι το εξουθενωτικό δεν είναι ότι έρχονται άνθρωποι που εξομολογούνται τις αμαρτίες τους, αλλά έρχονται άνθρωποι που θέλουν λύση στα προβλήματά τους. Το κουραστικό δηλαδή δεν είναι ότι ακούμε εμείς οι πνευματικοί αμαρτίες αλλά ότι ακούμε δικαιολογίες. Το κουραστικό είναι ότι έρχονται άνθρπωποι που ΔΕΝ εξομολογούνται. Κουραστικό είναι που έρχονται οι άνθρωποι και ψάχνουν μαγική συνταγή για να φτιάξει ο γάμος τους, για να τα βρούνε και πάλι με το αγόρι τους, για να πάει καλά η δουλειά τους, για κλάψουν που ο φίλος τους, τους πρόδωσε, για να δικαιολογήσουν που δεν νηστεύουν, που δεν εκκλησιάζονται, που δεν μιλούν με τον γείτονά τους, για να εκφράσουν απλά το παράπονό τους που αδικήθηκαν στα κληρονομικά τους κτλ.
Ο πνευματικός όταν ακούει έναν άνθρωπο που έχει μετάνοια να εξομολογείται τις αμαρτίες του ξεκουράζεται, αναπαύεται. Όχι γιατί αρέσκεται στο να ακούει αμαρτίες αλλά διότι εκείνη την στιγμή γίνεται και αυτός μέτοχος της Χάριτος που έρχεται λόγο της ταπείνωσης του εξομολογούμενου. Ο πνευματικός ξεκουράζεται με την μετάνοια του ανθρώπου. Αυτό που τον φθείρει είναι η αμετανοησία που συναντά μέσα στο Μυτήριο της Μετανοίας.
Όταν λοιπόν αρχίζουν οι άκαιρες συζητήσεις, όταν αρχίζει η αναζήτηση της αυτοδικαίωσης, και η ακατάπαυστη φλυαρία, τότε ο πνευματικός κουράζεται, η ψυχή του βαραίνει διότι πλέον το Μυστήριο απαξιώνεται, διότι βλέπει ότι δεν υπάρχει μετάνοια αλλά παράπονα, δεν υπάρχει ταπείνωση αλλά έπαρση και φιλαυτία, δεν υπάρχει αγωνία για Σωτηρία αλλά αγωνία για τακτοποίηση και βόλεμα.
Όταν είναι να πας στον πνευματικό σου πατέρα, να πας για να εξομολογηθείς τις αμαρτίες σου και όχι για να συζητάς το ένα και το άλλο. Όλοι μας ξέρουμε τι πρέπει να κάνουμε και πως καλούμαστε να ζήσουμε. Το να τα συζητάμε και να ψάχνουμε λύσεις στα αδιέξοδα που έχουμε δημιουργήσει μόνοι μας -χωρίς να θέλουμε να αλλάξουμε οι ίδιοι- είναι ανόητο και οδηγεί στην απώλεια.
Φυσικά θα ρωτάς τον πνευματικό σου και για θέματα που σε απασχολούν αλλά αυτό θα γίνει μετά την ομολογία των αμαρτιών σου.
Έργο του πνευματικού μας πατρός, έργο της Εκκλησίας μας είναι να μας οδηγεί στον Χριστό. Ο πνευματικός μας, η Εκκλησία μας σ’αυτό το ερώτημα του ανθρώπου απαντά: “Πώς θα σωθώ”; και απαντά με παρρησία. Μας δείχνει τον Χριστό, την ταπείνωσή Του, την ακακία Του, την πραότητά Του, την σωφροσύνη Του, την απλότητά Του, την συγχωρετικότητά Του, τον Σταυρό Του.
Κάποιες φορές δέχομαι τέτοιες εξομολογήσεις κατά τις οποίες δεν αναφέρεται καμία αμαρτία, διότι δεν υπάρχει μετάνοια, αλλά αναφέρονται μόνο περιστατικά της ζωής του ανθρώπου και μετά διάφορα προβλήματα μέσα στην πολυλογία και την φλυαρία. Τότε είναι που φεύγω από το Ναό χίλια κομμάτια, δεν έχω διάθεση για τίποτα…
Έχω ακούσει όμως και φοβερές αμαρτίες από εξομολογούμενο κι όμως έφυγα από το Ναό και η καρδιά μου φτερούγιζε. Φτερούγιζε διότι ένας άνθρωπος καθαρίστηκε από το σκοτάδι του. Φτερούγιζε διότι έγινα κοινωνός αυτής της συντετριμμένης καρδιάς που δεν έψαχνε παρηγοριά αλλά έψαχνε το Φως, την Αλήθεια, την Σωτηρία, τον Χριστό. Φτερούγιζε και η δική μου καρδιά μαζί με την καρδιά αυτού του ανθρώπου που έπεσε αλλά σηκώθηκε, που ήταν νεκρός και τώρα ζούσε.