ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΛΑΝΑΣ: Τό πανάγιο καί γλυκύτατο στόμα, πού ό,τι είπε είναι αλήθεια, λάλησε καί τούτα τά λόγια πού αναπαύουν τήν καρδιά κάθε ανθρώπου: «Μακάριοι οι καθαροί τή καρδία, ότι αυτοί τόν Θεόν όψονται. Μακάριοι οι ειρηνοποιοί, ότι αυτοί υιοί Θεού κληθήσονται».
Όσο κουραστικός είναι ο κακός καί πονηρός άνθρωπος, άλλο τόσο ξεκουραστικός είναι ο καλός καί ευλαβής. Ο προφήτης Δαυίδ λέγει γιά τόν κακόν: «υπό τήν γλώσσαν αυτού κόπος καί πόνος».
Κ οι αρχαίοι Έλληνες τόν κακό τόν άνθρωπο πολύ σωστά τόν λέγανε «μοχθηρόν», πού θά πή «κουραστικός». Κι αυτός ο δυστυχής άνθρωπος δέν είναι μοναχά κουραστικός γιά τούς άλλους, αλλά κι ο ίδιος είναι κουρασμένος από τίς πονηρές έγνοιες του, ενώ ο καλόψυχος καί απλός είναι ξεκούραστος.
Γι αυτό ο Κύριος είπε: «Ελάτε σέ μένα οι κουρασμένοι κ οι φορτωμένοι, κ εγώ θά σάς ξεκουράσω». Μέ αυτά τά λόγια δέν κάλεσε κοντά του μοναχά όσους είναι κουρασμένοι από τίς θλίψεις καί τίς δυστυχίες τής ζωής, αλλά κάλεσε κ εκείνους πού είναι κουρασμένοι καί φορτωμένοι μέ τίς μάταιες γνώσεις, μέ τίς μάταιες φροντίδες καί μέ τίς πολύπλοκες πονηριές πού ρίχνουν τόν άνθρωπο στήν απελπισία τής απιστίας.
Η ομιλία τού καλού ανθρώπου ξεκουράζει καί ειρηνεύει, γιατί είναι ίσια, απλή κ ειλικρινής, κ η ψυχή μας ευχαριστιέται νά τόν ακούη, σάν τόν στρατοκόπο πού ξεδιψά από τό δροσερό νεράκι τής ερημικής βρυσούλας.
Ο κόσμος άς πορεύεται στόν δρόμο του, «εις τήν ευρύχωρον οδόν τήν απάγουσαν εις τήν απώλειαν» (Ματθ. ζ΄ 13). Οι λίγοι πού ξεστρατίζουνε απ αυτόν τόν δρόμο, ζούνε μέν κρυφά από τόν κόσμο, περιφρονημένοι καί περιπαιγμένοι, μά αυτοί έχουνε τή μακάρια ελπίδα, πού είναι «αθανασία πλήρης».
Οι άλλοι είναι, κατά τόν απόστολο Παύλο, «οι μή έχοντες ελπίδα». Γιά τούτο κι ο μακάριος καί αθώος γέροντας, ο παπα-Νικόλας ο Πλανάς, έζησε χαρούμενος σάν νάτανε παιδάκι, «εν ιλαρότητι» , μ όλες τίς πίκρες πού πέρασε, επειδή είχε μέσα του τό Πνεύμα τό Άγιον, πού λέγεται Παράκλητος , δηλαδή Παρηγορητής, γιατί όποιος είναι φωτισμένος απ αυτό, έχει τήν παρηγοριά πού νικά όλες τίς πίκρες, κι αχτινοβολά τό πρόσωπό του.
Σ αυτόν η περιφρόνηση γίνεται ευπρόσδεκτη μέ χαρά, η φτώχεια κ η στέρηση γίνεται πλούτος, η κακομεταχείριση αλλάζει σέ τιμή, τό μίσος σέ αγάπη, η απελπισία σέ μακάρια ελπίδα, η θλίψη σέ χαρά.
Αληθινά, είναι βλογημένοι καί καλότυχοι όσοι καταλάβανε γρήγορα τήν πίκρα πού βρίσκεται μέσα στίς χαρές τού κόσμου καί πήγανε κοντά στόν Χριστό πού μακάρισε «τούς πτωχούς τώ πνεύματι, τούς πενθούντας, τούς πραείς, τούς ελεήμονας, τούς καθαρούς τή καρδία, τούς ειρηνοποιούς ».
Οι άνθρωποι μέ τό σαρκικό φρόνημα άς τούς νομίζουν δυστυχισμένους, παραπεταμένους, περιφρονημένους, ακοινώνητους, άχαρους, στερημένους, πικραμένους. Αυτοί οι καλότυχοι έχουν πάρει δώρο από τόν Κύριο νά αλλάζουν θαυμαστά τό πένθος σέ χαρά, τό δάκρυο σέ αγαλλίαση, καί σέ όσα είπαμε παραπάνω.
Σ αυτούς γίνεται τό μυστήριο εκείνης τής θαυμαστής καταστάσεως πού λέγεται από τούς Πατέρας «χαρμολύπη ή χαροποιόν πένθος». Τούτα είναι τά δώρα τού αγίου Πνεύματος, πού είναι ακατανόητα στούς σαρκικούς ανθρώπους, καί πού γιά νά τά πή κανένας μεταχειρίζεται καί καινούργιες λέξεις, όπως είναι η «χαρμολύπη».
Αυτή είναι η καινούργια γλώσσα πού είπε ο Χριστός πώς θά λαλήσουν όσοι θά πιστέψουν σ αυτόν: «Γλώσσαις λαλήσουσι καιναίς» (Μαρκ. ιστ΄ 17).
Γιά τόν χριστιανό, δέν υπάρχει δραστικώτερο δίδαγμα από τό νά διαβάζη τή ζωή ενός αγίου, πρό πάντων ενός ανθρώπου πού έζησε στόν καιρό του, καί πού φάνηκε πώς ήτανε άγιος από μόνος του, χωρίς νά συντελέση σ αυτό μήτε κανένας θόρυβος γι αυτόν, μήτε κανένα εγκώμιο ειπωμένο από κάποιον επίσημον άνθρωπο.
Μάλιστα, εκείνος πού τόν πιστέψανε γιά άγιο, φαινότανε από κάθε τί πού έκανε καί πού έλεγε, πώς δέν είχε καμμιά ιδέα γιά τήν αγιωσύνη του, αλλά τό δάκρυο γιά τίς αμαρτίες του δέν έλειπε από τά μάτια του, ενώ προσπαθούσε νά ζή κρυμμένος καί μοναχιασμένος, «ως στρουθίον μονάζον επί δώματος».
Η χαρά του κ η ζωή του ήτανε νά λατρεύη τόν Θεό «ημέρας καί νυκτός», νά κάνη Λειτουργίες, αγρυπνίες, εσπερινούς, παρακλήσεις, αγιασμούς, ευχέλαια, μνημόσυνα.
Έξω από αυτά, ζωή καί ευτυχία δέν υπήρχε γιά τόν γέροντα, γιά τόν «παππού», γιά τόν παπα-Νικόλα, κατά τόν προφήτη Δαυίδ πού λέγει: «Μίαν ητησάμην παρά Κυρίου, ταύτην ζητήσω, τό κατοικείν με εν οίκω Κυρίου πάσας τάς ημέρας τής ζωής μου. Τού θεωρείν με τήν τερπνότητα Κυρίου, τού επισκέπτεσθαι τόν ναόν τόν άγιον αυτού» (Ψαλμ. κστ΄ 4).
Καί μέ τήν άσβεστη δίψα πού είχε νά ιερουργή, μαζί μέ τήν απλοϊκή συνοδεία του παράσερνε καί τούς αδιάφορους καί τούς ακατάνυκτους, καί τούς έκανε χριστιανούς.
Η συνοδεία του ήτανε τά τέκνα του, υιοί καί θυγατέρες τού Χριστού, ευλογημένη συντροφιά, πού στή μέση είχανε τόν αθώο γέροντα γιά οδηγό, τόν καλόν ποιμένα, πού οδηγούσε τά πρόβατά του στά καλά καί δροσερά λειβάδια τής Ορθοδόξου πίστεως.
Όλη η έγνοια κ η φροντίδα τού γέροντα ήτανε η σωτηρία τών προβάτων. Τά πονούσε, επειδή δέν ήτανε «ο μισθωτός», πού αφήνει τά πρόβατα καί φεύγει. Καί πώς δέν ήτανε «μισθωτός» τό φανερώνει όλη η ζωή του, πού τήν πέρασε χωρίς νά αποκτήση τίποτα.
Μέ τά χρήματα δέν είχε καμμιά συνάφεια, όπως είπαμε πρωτύτερα. Ό,τι τού δίνανε γιά νά λειτουργήση καί γιά νά μνημονέψη, από τό ένα χέρι τά έπαιρνε κι από τ άλλο τά έδινε.
Τά πρόβατά του ήθελεν ν ανακουφίση, κ εκείνος άς ήτανε πεινασμένος, διψασμένος, κουρασμένος, μέ στεγνό λαρύγγι, ύστερ από χιλιάδες ονόματα πού είχε μνημονέψει.
Επί χρόνια έσερνε μαζί του δέματα από χαρτιά κιτρινισμένα, πού απάνω σ αυτά ήτανε γραμμένα ένα πλήθος ακαταμέτρητο ονόματα κεκοιμημένων.
Ώ! Τί απίστευτη απλότητα καί αγαθότητα! Καί πόσο μακάριοι θά είναι όσοι τεθνεώτες μνημονευθήκανε από έναν τέτοιον ιερέα!
Μεγάλο καί ψυχοσωτήριο παράδειγμα γιά μάς είναι η ζωή ενός τέτοιου ανθρώπου στόν σημερινόν καιρό πού φούντωσε η αμαρτία, καί πού τήν κάθε λογής ακολασία τήν έχουν συνηθίσει τόσο οι άνθρωποι, ώστε νά έχουν γίνει αναίσθητοι.
Στούς πλέον σκοτεινούς καιρούς, πού κρύβεται τό λαμπερό πρόσωπο τού Θεού από τά μάτια τών ανθρώπων, η φιλανθρωπία του φανερώνει ανάμεσά μας κάποιον απεσταλμένο του, γιά νά μάς στερεώση στήν πίστη μέ τήν πολιτεία του, κι άς μή λέγη πολλά λόγια.
Τέτοιος απεσταλμένος ήτανε ο παπα-Πλανάς, πού μήτε γράμματα γνώριζε, μήτε είχε τήν ευκολία στά λόγια πού έχουν εκείνοι οπού συνηθίζει ο κόσμος νά τούς λέγη θεολόγους, καί πού σπουδάζουν στά πανεπιστήμια καί στ άλλα σχολειά καί παίρνουν διπλώματα.
Γνώρισμα τής Ορθοδοξίας είναι η απλότητα τής καρδιάς πού φέρνει τήν πίστη. Κι όπου υπάρχει αληθινή κι αμετασάλευτη πίστη, φανερώνουνται όλα τά πνευματικά χαρίσματα καί δώρα τού Θεού. Όλ αυτά τά ουράνια χαρίσματα τά είχε λάβει από τόν Κύριον ο παπα-Νικόλας.
Όλα αυτά τά άφθαρτα διαμάντια στολίζανε εκείνο τό φτωχοντυμένο γεροντάκι, πού στάθηκε ο πιό ταπεινός από τούς ταπεινούς. Γιά τούτο η θεία χάρη σκήνωσε μέσα του, κατά τόν λόγο τής Γραφής πού λέγει: «Επί τίνα επιβλέψω, αλλ ή επί τόν ταπεινόν καί ησύχιον καί τρέμοντά μου τούς λόγους;» ( Ησ. ξστ΄ 2).
Ποιός άρχοντας, ποιός βαθύπλουτος έζησε σάν τόν παπα-Πλανά, πού δέν είχε «πού τήν κεφαλήν κλίνη»; Ποιός δοξασμένος αγαπήθηκε όσο αγαπήθηκε εκείνος πού κρυβότανε γιά νά μή τόν δή κανένας;
Ποιός ρήτορας στάθηκε πιό εκφραστικός από τόν παπα-Νικόλα, πού ψεύδιζε σάν νάτανε κανένα νήπιο; Κι αληθινά, ποιός ήτανε πιό πλούσιος από τόν αγιασμένον αυτόν γέροντα, αφού τά είχε όλα στή ζωή του, χωρίς νά κρατά μία δραχμή στήν τσέπη του;
Αυτός ζούσε σάν εκείνους τούς βλογημένους πού λέγει ο απόστολος Παύλος πώς ήτανε «μηδέν έχοντες καί τά πάντα κατέχοντες». Ζητούσε πρώτα τή βασιλεία τού Θεού, κι όλα τά άλλα «προσετίθεντο αυτώ (Μαρκ. δ΄ 24).
Τό πιό μικρό νόμισμα δέν βραδυαζότανε στήν τσέπη του. «Γιατί, όπως λέγει ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος, «εκείνος οπού έχει φυλαγμένα χρήματα, είναι αδύνατο νά πιστεύη καί νά ελπίζη στόν Θεό».
Καί τούτο είναι φανερό από εκείνα όπου είπε ο Χριστός καί Θεός μας: « Όπου ο θησαυρός υμών, εκεί έσται καί η καρδία υμών» (Ματθ. στ΄21).
από το βιβλίο “Ο παπα-Νικόλας Πλανάς. Ο απλοϊκός ποιμήν των απλοϊκών προβάτων”, Μάρθας μοναχής, (πρόλογος Φ. Κόντογλου – επίλογος π. Φιλοθ. Ζερβάκου, εκδόσεις “Αστήρ”, Αθήνα 1979