ΠΑΝΟΡΜΙΤΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΤΑΜΑ– Όλοι οι βουτηχτάδες γέμιζαν καθημερινά την απόχη τους με σφουγγάρια, και μόνο ο Μιχάλης δεν μπόρεσε να κάνει ούτε μια βουτιά, γιατί ήταν συνέχεια θερμασμένος. Ένα βράδυ ο καπετάν Κυριάκος τον πήρε στην κάμαρα του, μπροστά στα εικονίσματα…
Ο Πανορμίτης και το τάμα
Ο καπετάν Κυριάκος, απ’ τη Σύμη, ένας θεοφοβούμενος θαλασσόλυκος. Κάθε χρόνο, πριν φύγει για τη Μπαρμπαριά με το βουτηχτάδικό του, θα πήγαινε στον Πανορμίτη κερί και λάδι, θα κολλούσε ένα πεντόλιρο στο μέτωπο του Ταξιάρχη και θα ‘παιρνε τον παπά να του κάνει αγιασμό.
Έτσι έκανε και σε τούτο το ταξίδι. Ξαφνικά φύσηξε πουνέντες, από κείνους πού τύχαιναν μια φορά το μήνα.
Για να μη χάσει τον ευνοϊκό αυτό καιρό ο καπετάνιος, πρόσταξε και λύσανε τους κάβους, σηκώσανε την άγκυρα κι απλώσανε τα πανιά. Ύστερα έριξε αγιασμό στη θάλασσα και σάλπαρε με τη «Βασιλική», την τρικάταρτη μπρατσέρα του.
Μα πριν φτάσει στον κάβο του λιμανιού, το καΐκι τραβούσε ίσα για την ξέρα. Του κάκου ο καπετάνιος στριφογύριζε το διάκι δεξιά.
Η «Βασιλική» δεν άκουγε τιμόνι.
– Κάτω τα πανιά παιδιά, πιάστε τα κουπιά, θα τρακάρουμε! Φώναξε ο καπετάν Κυριάκος. Ρίξτε την άγκυρα κι ελάτε όλοι εδώ.
Αμέσως όλο το τσούρμο -βουτηχτάδες, κουπάδες, μούτσοι- συνάχτηκαν γύρω του. Έφερε εκείνος από την κάμαρα τον Άη Νικόλα και τον Ταξιάρχη, και, κρατώντας το ευαγγέλιο, τους είπε επίσημα:
– Θα ορκιστείτε όλοι με τη σειρά, πώς δεν πήρατε τίποτα από τον Πανορμίτη, ούτε γρόσια ούτε τάματα ούτε λουλούδια.