ΟΣΙΟΣ ΕΦΡΑΙΜ Ο ΣΥΡΟΣ – Νικημένος ολοκληρωτικά ο πονηρός διάβολος κάθισε και οδυρόταν. Κλαίγοντας δε έλεγε τα εξής. Αλλοίμονο σε μένα τον ταλαίπωρο! Τι έπαθα ο άθλιος;
Πως τόβαλα στα πόδια αφού κατανικήθηκα; Για την ντροπή αυτή ευθύνομαι εγώ ο ίδιος, επειδή έκαμα μακροχρόνιο πόλεμο εναντίον των χριστιανών.
Αφού όμως νικήθηκα στην πρώτη και στη δεύτερη επίθεσι, έπρεπε να καταλάβω ότι συμπολεμούσε μαζί τους ο Χριστός. Τώρα δε που διαπληκτίσθηκα με τους αγίους αντιλήφθηκα, ότι με τη δική μου ατίμωσι αύξησα το δικό τους μισθό. Και αφού νικήθηκα έφυγα καταντροπιασμένος.
Έφαγα το κεφάλι μου με τα τραύματα που έπαθα. Εγώ έστησα τις παγίδες, για να τους παγιδεύσω, αλλά αυτοί άρπαξαν τις παγίδες και μαυτές τσάκισαν το κεφάλι μου. Τα αιχμηρότατα βέλη πάλι τα οποία έρριχνα σαυτούς, τα πήραν στα χέρια τους και μαυτά με καταπλήγωσαν. Εγώ τους πολεμούσα με διάφορα πάθη και αυτοί με νικούσαν με τη δύναμι του σταυρού. Δίκαια λοιπόν έπαθα όλα αυτά. Αφού είμαι εντελώς άμυαλος. Χωρίς να το θέλω ανέδειξα τέλειους τους αγωνιζόμενους.
Έπρεπε να συνετισθώ με εκείνο που έπαθα με τη σταύρωσι του Χριστού. Αφού είδα ότι καθαιρέθηκε όλη η δύναμί μου από Αυτόν. Σε κείνο το γεγονός έπραξα τα πάντα, ώστε να σταυρωθή αυτός. Το δε αποτέλεσμα ήταν να με παραδώση στο θάνατο ο θάνατός του. Το ίδιο πάλι ακριβώς έπαθα και με τους μάρτυρες.
Ντροπιάστηκα. Καταισχύνθηκα. Έγινα περίγελως.
Εγώ παρεκίνησα τους βασιλιάδες να κάμουν τους διωγμούς και ετοίμασα τα βασανιστήρια, ώστε μόλις τα ιδούν να τρομάξουν και να αρνηθούν τον Χριστό. Αυτοί όμως όχι μόνο δεν φοβήθηκαν τα διάφορα μαρτύρια, αλλά ομολόγησαν τον Χριστό μέχρι θανάτου.
Το ίδιο και σε τούτον τον καιρό. Θέλοντας να τους νικήσω με τον πόλεμο των πειρασμών νικήθηκα και ανεχώρησα καταντροπιασμένος. Δεν μπορώ πλέον να υποφέρω τη ντροπή, που έπαθα.
Ενώ κόμπαζα πολύ, γκρεμίστηκε η δύναμι και η εξουσία μου από απλούς ανθρώπους. Τη στιγμή αυτή δεν ξέρω τι να πράξω και πως να απολογηθώ. Απλοί και άπειροι άνθρωποι στεφανώθηκαν ως νικηταί. Ενώ εγώ ο ταλαίπωρος φορτώθηκα ντροπή. Ζαλίστηκα, απελπίστηκα, εξαντλήθηκα. Δεν ξέρω λοιπόν τι να κάμω ο άθλιος.
Σκέφτομαι να απομακρυνθώ από τούτους που αγωνίζονται γενναία και να πλησιάσω εκείνους τους φίλους μου που είναι ράθυμοι. Στον πόλεμο μαζί μαυτούς δεν χρειάζομαι ούτε κόπο, ούτε τεχνάσματα. Διότι θα πάρω από τους ίδιους δεσμά για να τους δέσω. Κι αφού θα τους δέσω με δεσμά που αρέσουν στους ίδιους, στη συνέχεια θα τους έχω αιχμαλώτους σαν δούλους. Θα κάμουν πάντοτε τα θελήματά μου με όρεξι. Αν πράξω έτσι και νικήσω μαυτόν τον τρόπο, θα συγκροτήσω κάπως τις δυνάμεις μου. Θα καυχηθώ λοιπόν κι εγώ με τη νίκη μου πάνω σαυτούς σαν νικητής και γενναίος. Αν και αυτοί βέβαια πέφτουν στο βάραθρο της απώλειας με δική τους πρόθεσι, όμως εγώ χαίρομαι με την καταστροφή τους. Τους συνοδεύω δε στην οδό της απώλειας με χαρά, διότι θα τους έχω συντροφιά στην αιώνια κόλασι.
Οσίου Εφραίμ Σύρου
Λόγος Τετρασύλλαβος