Μοναχός: Θεωρούμε κατάλληλη τη στιγμή, χάριν νουθεσίας, να παραθέσουμε τη διήγηση για κάποιο μοναχό ό όποιος υπέταξε το δικό του θέλημα στο Θέλημα τού Θεού και απόλαυσε μεγάλη ειρήνη στην ψυχή του, λαμβάνοντας από τον Θεό το ιαματικό χάρισμα.
Πολλοί ασθενείς γίνονταν καλά μόνο με το άγγιγμα τού ενδύματος του. Παντού συναντούσε μεγάλο σεβασμό για το πρόσωπο του.
Μεταξύ αυτών, οι αδελφοί της μονής εκπλήττονταν πολύ με όσα γίνονταν από το συμμοναστή τους, επειδή δεν παρατηρούσαν σ’ αυτόν κανένα ιδιαίτερα εξέχον ασκητικό αγώνισμα, ούτε αυστηρή νηστεία, ούτε υπερβολικούς κόπους, ούτε κάτι άλλο.
Ζούσε όπως όλοι οι άλλοι.
Ένα μόνο πράγμα κρατούσε με αυστηρότητα. Όλα όσα τού συνέβαιναν τα δεχόταν πρόθυμα και ευχαριστούσε γι’ αυτά τον Θεό. Ένα τον διέκρινε: Είχε παραδοθεί ολοκληρωτικά στο θέλημα τού Θεού.
Κάποτε πού ό μοναχός αυτός θεράπευσε κάποιους άρρωστους χωρίς κανένα ιατρικό μέσο διά της ζώσης εν αύτω χάριτος και δυνάμεως, ό προεστώς τού κοινοβίου τον ρώτησε ποιά ήταν ή αιτία της θεραπείας, γιατί οι προσερχόμενοι σ’ αυτόν λαμβάνουν την ίαση.
– Και εγώ ό ίδιος εκπλήττομαι πού μπορώ να τούς δίνω την υγεία τους, απάντησε ό μοναχός. Ντρέπομαι πού τα ενδύματα μου έχουν ιαματική δύναμη, γιατί εγώ ούτε με τη νηστεία, ούτε με άλλα ασκητικά, μοναστικά αγωνίσματα, αξιώθηκα να λάβω τέτοιο δώρο από τον Θεό.
– Αυτό είναι αλήθεια, είπε ό προεστώς. Εμείς βλέπουμε ότι είσαι ένας συνηθισμένος άνθρωπος και σε σένα δεν υπάρχει τίποτα πού να σε ξεχωρίζει από την τάξη των υπολοίπων πατέρων.
Ό προεστώς της μονής αποφάσισε πάση θυσία να αποκαλύψει την πραγματική αιτία του ζωντανού ιαματικού χαρίσματος πού είχε ό μοναχός. Έκανε μακρές συζητήσεις μαζί του, προσπαθώντας να μάθει όλα τα καλά στοιχεία του και να ξεσκεπάσει το μυστικό της καρδιάς του. Στα ερωτήματα τού ηγουμένου ό μακάριος μοναχός είπε:
– Θυμήθηκα κάτι σχετικό με το έλεος πού μού δόθηκε από τον Θεό: Εγώ σταθερά, σε όλα συντονίζω το θέλημά μου με το Θείο θέλημα. Ποτέ και τίποτα δεν φέρνω στην σκέψη μου πού θα εναντιωνόταν στο θέλημα τού Θεού. Ποτέ δεν τρομάζω μπροστά σε απρόβλεπτα γεγονότα, τα οποία θα μπορούσαν να κλονίσουν το νου μου και να εξασθενίσουν την καρδιά μου.
Ποτέ και για τίποτε δεν παραπονέθηκα στους άλλους ούτε τους φανέρωσα τη θλίψη μου. Το ίδιο, και όσα ευτυχή συμβάντα λάχουν στην ζωή μου, δεν με ευχαριστούν σε τέτοιο βαθμό πού να ευθυμώ περισσότερο από ό,τι τον υπόλοιπο καιρό. Όλα τα δέχομαι εξίσου, σαν σταλμένα από το χέρι τού Θεού, τόσο τα ευχάριστα όσο και τα δυσάρεστα για μένα.
Δεν προσεύχομαι στον Θεό για να πραγματοποιηθούν όλα σύμφωνα με την επιθυμία μου, άλλα θέλω σε όλα να γίνεται το άγιο θέλημά Του. Μ’ αυτόν τον τρόπο τίποτε δεν με ευχαριστεί ιδιαίτερα, τίποτε δεν με συντρίβει και δεν με συγχύζει και τίποτε δεν με κάνει ευτυχισμένο, όπως μόνο αυτό το ίδιο το θέλημα τού Θεού. Γι’ αυτό σε όλες μου τις προσευχές για ένα μόνο παρακαλώ τον Θεό: Να γίνεται πάντοτε και ολοκληρωτικά σε μένα και σε όλα τα πλάσματά Του το Θείο θέλημα.
Ό ηγούμενος τού κοινοβίου παρά πολύ θαύμασε τα λόγια τού μοναχού και απευθυνόμενος σ’ αυτόν τον ρώτησε:
– Αγαπημένε μου αδελφέ! Πες μου τί αισθάνθηκες χθες την ώρα πού συνέβη πυρκαγιά στο μοναστήρι μας; Στ’ αλήθεια δεν λυπήθηκες μαζί με όλους τους άλλους, όταν ό κακός άνθρωπος έβαλε φωτιά στα μοναστηριακά οικοδομήματα και κάηκε πολύ από το σιτάρι μας;
– Δεν θα κρύψω, απάντησε ό μοναχός, ότι όλη αυτή ή ζημιά του μοναστηριού δεν μού προκάλεσε την παραμικρή θλίψη, επειδή έχω τη συνήθεια για όλα, και για τα θλιβερά και για τα ευχάριστα, να ευχαριστώ τον Θεό και ήσυχα να δέχομαι και τούτο και το άλλο. Είμαι πεπεισμένος ότι αυτό πού συνέβη σε μας, συνέβη σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, ό Οποίος κατευθύνει τα πάντα προς ψυχική ωφέλεια.
Γι’ αυτό ακριβώς δεν μεριμνώ και δεν σκέπτομαι τίποτε σχετικά μ’ αυτό. Λίγο ή πολύ εμείς έχουμε το ψωμί μας και τα υπόλοιπα για τη διατροφή μας, γιατί πιστεύω δυνατά ότι ό Θεός μπορεί καθέναν από εμάς να τον χορτάσει τόσο με ένα ψίχουλο όσο και με ένα ολόκληρο ψωμί. Έτσι λοιπόν εγώ ήρεμα, χωρίς καμιά σύγχυση, περνώ τη ζωή μου.
Κατάπληκτος από τα λόγια τού μοναχού ό ηγούμενος για πολύ ακόμη καιρό συζητούσε μαζί του, προσπαθώντας να αναγκάσει τον αδελφό πιο καθαρά ακόμη να παρουσιάσει τον τρόπο σκέψεώς του, τις απόψεις του και να αποκαλύψει την πνευματική του κατάσταση.
Μεταξύ πολλών απαντήσεων πού έδωσε ό ταπεινός μοναχός στον προεστώτα είπε και τα έξης:
– Κατά την καθημερινή προσφορά τού εαυτού μου στο θέλημα τού Θεού, τόσο προόδευσα στην υπακοή μου σ’ Αυτόν, ώστε, αν από πριν γνώριζα ότι ό Θεός εξάπαντος προόριζε να με στείλει στην κόλαση, τότε εγώ δεν θα επιχειρούσα να κάνω τίποτε εναντίον Του.
Σού λέω ακόμη ότι, ακόμη κι αν ήταν δυνατόν σε μένα να αλλάξω αυτή τη θεία απόφαση λέγοντας ένα «Πάτερ ημών» -σού λέω αλήθεια-, δεν θα τολμούσα να το κάνω αυτό, άλλα ακόμη πιο έντονα θα προσευχόμουν στον Θεό, ώστε να ενεργήσει σε μένα σύμφωνα με το Πανάγιο θέλημά Του και να μού δωρίσει τη Χάρη Του πού θα με ενισχύει εις τους απέραντους αιώνες, για να μη σκέπτομαι ο,τιδήποτε αντίθετο στο άγιό Του θέλημα.
Μετά από παρατεταμένη σιωπή λέει, τέλος, ό ηγούμενος στο μοναχό:
– Πορεύου, περιπόθητε πάτερ, πορεύου και εκπλήρωσε φιλότιμα την υπόσχεση σου στον Θεό, όπως μου την εξέθεσες. Εσύ βρήκες τον ουρανό έξω από τον ουρανό. Να θυμάσαι ότι τέτοια χάρις δεν δωρίζεται από τον Θεό σε πολλούς. Δεν υπάρχουν πολλοί οι οποίοι δεν μπαίνουν ποτέ σε ανησυχία και δεν προσβάλλονται από οποιονδήποτε.
Εκείνος μόνο είναι προστατευμένος στην ζωή του με ισχυρά και απόρθητα τείχη, όποιος πάντοτε και σε όλα, ό,τι κι αν συναντήσει στην ζωή του, συμφωνεί με το θέλημα του Θεού, δηλαδή δέχεται τα πάντα σαν να είναι σταλμένα από τον Θεό.
Άς γίνεται σε όλα το θέλημα τού Θεού.
ΣΤΑΡΕΤΣ ΣΑΒΒΑΣ Ο ΠΑΡΗΓΟΡΗΤΗΣ, Ἐκδ. Ἄθως, Ἀθήνα 2010, σελ. 254-257.