Όπως ακριβώς η σκουριά φθείρει τον σίδηρο, έτσι και ο φθόνος καταστρέφει την ψυχή που τον έχει. Και το σκληρό της ασθενείας είναι ότι δε μπορεί να την ομολογήσει, αλλά όμως σκύβει και είναι κατηφής και τα έχει χαμένα. Ντρέπεται να ομολογήσει τη συμφορά… ότι είμαι φθονερός και πικρός και με συντρίβουν τα καλά του φίλου, κλαίω για τη χαρά του αδελφού και δεν υποφέρω να βλέπω τα ξένα καλά, αλλά κάνω συμφορά την ευτυχία των πλησίον μου.
Όπως ακριβώς η καπνιά είναι χαρακτηριστική ασθένεια του σιταριού, έτσι ο φθόνος είναι αρρώστια της φιλίας. Εκείνο, βέβαια, που θα μπορούσε κανείς να επαινέσει από το φθόνο είναι ότι όσο μεγαλύτερος, τόσο ενοχλητικότερος γίνεται στον κάτοχό του. Διότι ποιός απ’ αυτούς που λυπείται ζημίωσε ποτέ τα αγαθά του πλησίον; Κατέστρεψε όμως τον εαυτό του με το να λιώνει από τις λύπες.
Ο φθόνος είναι ένα δυσκολομεταχείριστο είδος έχθρας. Διότι οι ευεργεσίες τους μεν εμπαθείς τους κάνουν πιο ήρεμους, τον φθονερό δε και τον κακοήθη τον εξερεθίζει η καλή ευεργεσία και όσο περισσότερο επιτυγχάνει, τόσο περισσότερο αγανακτεί και στεναχωρείται και δυσανασχετεί. Περισσότερο δηλαδή λυπείται για τη δύναμη του ευεργέτη, παρά ευγνωμονεί γι αυτά που γίνονται σ’ αυτόν. Οι σκύλοι εξημερώνονται με την τροφή και τα λιοντάρια γίνονται ήμερα με την περιποίηση, οι δε φθονεροί αξαγριώνονται ακόμη περισσότερο με τις περιποιήσεις.
Ας αποφύγουμε το αφόρητο κακό. Είναι εφεύρεση δαιμόνων, πρόσθετη σπορά εχθρού, εμπόδιο στην ευσέβεια, στέρηση της Βασιλείας. Πώς θα μπορούσαμε να απαλλαγούμε; Εάν θεωρήσουμε ότι τίποτε από τα ανθρώπινα πράγματα δεν είναι μέγα ούτε θαυμαστό, αλλά έχουμε κληθεί να γίνουμε μέτοχοι των αιωνίων αγαθών.
Εάν, λοιπόν και ο θάνατος για μας από το φθόνο, σαν από πηγή, απέρρευσε, η έκπτωση από τα αγαθά, η αποξένωση από τον Θεό, η σύγχυση των θεσμών και η ανατροπή όλων των καλών της ζωής, ας εμπιστευτούμε τον Απόστολο και «μη γενώμεθα κενόδοξοι αλλήλους προκαλούμενοι αλλήλους φθονούντες».