Ο βασιλεύς Κωνσταντίνος, συμβάλλοντας από την αρχή στην Σύνοδο με την θερμότητα της πίστεως, και απευθύνοντας στους πατέρες λόγους ειρηνικούς, ως φιλοπάτωρ υιός, είπε:
«Εμπρός, πατέρες, με κάθε επιμέλεια να μελετήσουμε την οριοθέτηση και αποσαφήνιση της αληθείας μέσα από τις προφητικές προρρήσεις και τις αποστολικές παραδόσεις, μακριά από κάθε μισαδελφία και κακοδοξία. Διότι θα ήταν φοβερό, μετά την κατάλυση της πολυθέου ασεβείας και την κατάπαυση των εμφυλίων πολέμων, να πολεμούμε μεταξύ μας οι πιστοί όχι με ξίφη, αλλά με δόγματα∙ και να προσπαθούμε την ευαγγελική διδασκαλία, η οποία είναι καλή και απλή, αφού βασίζεται στην δύναμη των έργων και όχι των λόγων, να την ανατρέψομε ασχολούμενοι διανοητικώς και αναζητώντας ρητορικά σχήματα.
Ας επιληφθούμε λοιπόν της συζητήσεως, αναθέτοντας την αποκάλυψη της αληθείας για το θέμα που μας απασχολεί στον Θεό και Πατέρα και στον μονογενή Υιό του Πατρός και στο ζωοποιό Πνεύμα.
Κι εμείς πρόθυμα θα είμεθα εδώ στην διάθεσή σας, συμμετέχοντας στους αγώνες σας, έως ότου φανερωθεί πλήρως η αλήθεια. Επειδή πιστεύομε πως θα ευτυχήσομε να έχομε και την επιφοίτηση του ζωοποιού Πνεύματος, με την οποία θα βεβαιωθεί η σωτήριος πίστις μας, απαλλαγμένη από κάθε αιρετική κακοδοξία και θεωρία και αμέτοχος από κάθε λανθασμένη ως προς το Θείον έννοια».
Όταν δε η Αγία Σύνοδος των 318 αγίων πατέρων εκπλήρωσε τον σκοπό για τον οποίον συγκροτήθηκε, και οι άγιοι επείγοντο να επιστρέψουν, ο Κωνσταντίνος τους εκάλεσε σε κοινή τράπεζα και τους απηύθυνε λόγους συμβουλευτικούς, θεράπευσε δε και τις ανάγκες των εκκλησιών τους, χαρίζοντας σε κάθε τόπο συσσίτια για τα νοσοκομεία και τα πτωχοτροφεία τους.
Βλέποντας άλλους από αυτούς χωρίς οφθαλμούς, άλλους με παραλυμένα χέρια, άλλους κυρτωμένους από τους πολλούς ξυλοδαρμούς και άλλους να έχουν υποστεί το μαρτύριο της αποκοπής των γεννητικών οργάνων, και μαθαίνοντας ότι αυτά τους έμειναν από τα κτυπήματα που υπέστησαν κατά τους διωγμούς που είχαν καρτερικά υπομείνει ομολογώντας τον Χριστό, κατανύχθηκε πολύ και εκδήλωσε εμπράκτως την ευλάβειά του∙ προσκυνούσε τα σημάδια από τις πληγές των αθλοφόρων∙ ασπαζόταν τα παραλυμένα μέλη τους∙ στα κατεστραμμένα μέλη ήγγιζε άλλοτε τα μέλη του δικού του σώματος, άλλοτε την βασιλική πορφύρα, πιστεύοντας ότι με αυτόν τον τρόπον αγιάζεται. Και στους εξωρυγμένους οφθαλμούς έφερνε τις κόρες των ιδικών του οφθαλμών, για να φωτισθούν από εκεί οι οφθαλμοί της ψυχής του.
Αφού με αυτόν τον τρόπο ασπάσθηκε τους αγίους, ξεκίνησε πάλι για τη νέα Ρώμη, αναγγέλοντας εκεί το ορθό κήρυγμα της πίστεως. Οι δε πανάγιοι πατέρες αντάμειψαν τον μεγαλειότατο με ευχαριστίες και ευλογίες.
Γρηγορίου πρεσβυτέρου Καισαρείας, Λόγος εἰς τους τιη΄ (318) θεοφόρους πατέρες και εἰς Κωνσταντῖνον τον εὐσεβέστατον Βασιλέα.