Ήρθε ένας δαιμονισμένος μια φορά στο μοναστήρι και τον δέχτηκαν οι πατέρες, είδαν ότι ήταν καλό παιδί, τον έκαναν μοναχό. Το δαιμόνιο υπήρχε πάντα δεν έφευγε. Μιά φορά γινόταν μία αγρυπνία και έβλεπε ότι όταν ήταν μέσα στην Εκκλησία χάζευε, τι κάνει ο ένας τι κάνει ο άλλος, πως ψέλνει ο άλλος και λέει: “για στάσου, τώρα προσεύχομαι η χαζεύω;” και βγαίνει έξω. Κάθεται σε ένα βραχάκι και αρχίζει, “Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με, Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με” και τον πιάνει το δαιμόνιο, ανοίγει το στόμα του, η γλώσσα ακίνητη και να βγαίνει μια φωνή από μέσα που ακουγόταν ως την θάλασσα κάτω.
“Σκάσε πανάθεμα σε αυτό το όνομα, γιατί λες αυτό το όνομα, γιατί ρε βγήκες από την Εκκλησία, τι καλόγερος είσαι εσύ, πήγαινε μέσα ψάλλε όπως οι άλλοι, πήγαινε να διαβάσεις κανενά ψαλτήρι”. Να είσαι μέσα στην Εκκλησία αρκεί το μυαλό να χαζεύει, του φτάνει του διαβόλου.
“Γιατί λες αυτό το όνομα” του είπε ο διάβολος, μα δεν σας βάζει σε περιέργεια; Ο,τι αισχρό βγαίνει, εναντίον του Χριστού βγαίνουν και του Σταυρού και της Εκκλησίας Του. Ξέρετε κανένα να γελοιοποιεί τον Αλλάχ; Ξέρετε κανένα να βρίζει τον Βούδα; Ξέρετε κανένα να βρίζει τον Γιαχβέ τον Ιεχωβά; Δεν σας κάνει εντύπωση; Γιατί όλοι έχουνε λυσσάξει εναντίον του Χριστού;
Γιατί μόνον Εκείνος ενοχλεί τον διάβολο, κανένας άλλος. Σκεφθήτε λιγάκι, λέμε “Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησε με” και γίνεται μπάχαλο, λέμε π.χ. “βούδα ελέησε με” και δεν τρέχει τίποτα.
Καταλαβαίνουμε από αυτό που είναι η δύναμη, Ποιός έχει την δύναμη. Λοιπόν θα είμαστε με τον Θεό και ας χτυπιέται ο διάβολος κάτω σαν χταπόδι, δεν θα του περάσει, το έχει χάσει το παιχνίδι, απλός θέλει παρέα εκεί που είναι, μην μας πιάνει κορόιδα, μην μας πιάνει στον ύπνο. Ξυπνήστε! “Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησε με” μια φορά, “Δόξα σοι ο Θεός” εκατό φορές.