Γέροντας Εφραίμ της Αριζόνας: Αγαπητέ εν Χριστώ αδελφέ…,έλαβα το γράμμα σου και είδα τον αγώνα των λογισμών σου, τον οποίον διέρχεσαι σχετικά με τον πόλεμον, που υφίσταται ο άνθρωπος από το πονηρό πνεύμα της αμαρτίας, της π ο ρ ν ε ί α ς.
Άκουσον, αδελφέ μου, τον φτωχόν εις την γνώσιν και έρημον εις την ψυχήν παντός καλού. Όταν κανείς αγωνίζεται κατά της αμαρτίας με ταπείνωσιν και φόβον Θεού και με εργασίαν πνευματικήν θερμήν και με την καθοδήγησιν εμπείρου πνευματικού, αδύνατον να τον αφήσει ο Θεός να χαθή.
Μόνον όταν αμελήση τα πνευματικά του καθήκοντα, κυρίως όταν υπερηφανευθή λογιζόμενος ότι κάτι είναι, τότε δύναται να ολισθήση, αλλά πάλιν άν προσπέση με ταπείνωσιν, πάλιν σηκώνεται,πάλιν ιατρεύεται, το δε Έλεος του Κυρίου εγγύς τοις συντετριμμένοις τη καρδία.
Γίνονται όμως και δοκιμασίαι πολλαί προς πείραν και σοφίαν πνευματικήν, διότι άνευ πειρασμών αδύνατον να αποκτήσει κανείς πείραν. Πείρα λέγεται όχι από μαθήσεως τέχνη, αλλά το να λάβης πείρα της ωφελείας και της ζημίας εμπράκτως. Χωρίς να παραχωρηθή κανείς μικρόν εις τους πειρασμούς εμπεσείν, αδύνατον ακριβής γενέσθαι.
Όταν εξ αγαθής προαιρέσεως πράξη κανείς κάτι και μετά ταύτα αποδειχθή ότι δεν ήτο ορθόν αυτό που έπραξεν, ο Θεός επειδή εις την καρδίαν επιβλέπει, και τον σκοπόν κάθε πράξεως επιδοκιμάζει, θα φέρη τα πράγματα πάλιν εις ομαλότητα και θα τον φωτίση να καταλάβη, ποίον έπρεπε να πράξη.
Το άπταιστον μόνον εις τον Θεόν ανήκει. Όσον και αν ήσαν τέλειοι οι άγιοι, πάλιν είχον μώμους τινάς, προς ταπείνωσιν λοιπόν και προσοχήν και υπομονήν της ασθενούς φύσεως εγίνοντο οι πειρασμοί. Ελάχιστος θυμός ή γέλως ή αργός λόγος δεν αφαιρεί την αγιότητα του αγίου.
Πρέπει να έχη τις υπ” όψιν, μόνον να μήν απογινώσκη εαυτόν, όσον και άν ολισθήση και αμαρτήση μυριάκις της ημέρας, ουκ έστι δίκαιον παρά τω Θεώ να απογνωσθή, αλλ” εύελπις γενέσθω και προς πάλην να ετοιμάζεται, έως ότου έλθη το έλεος του Θεού και τον ελευθερώση.
«Αδελφός αγωνιζόμενος έλαχε και ολίσθαινε εις αμαρτίαν καθ” εαυτόν και ευθύς εγείρετο και έκαμνε τον κανόνα του. Ο διάβολος ο οποίος τον έρριπτεν, έχασε την υπομονήν του θεωρών το θάρρος και το ευέλπιστον του αδελφού. Φαίνεται οφθαλμοφανώς και με στενοχώριαν του λέγει:
-Δεν φοβείσαι τον Θεόν, μεμολυσμένε; Τώρα αμάρτησες και με τί πρόσωπον στέκεσαι ενώπιον του Θεού; Δεν φοβήσαι μη σε καύση ο Θεός;
Ο δε αδελφός ανδρείαν έχων ψυχήν έφη τω δαίμονι:
-Το κελλίον τούτο σφυροκοπείον εστί. Μίαν δίνεις, μίαν λαμβάνεις. Μα τον Ιησούν, που ήλθε για να σώση τον κόσμον, δεν θα παύσω να σε πολεμώ πίπτων και εγειρόμενος, δέρων και δερόμενος μέχρις τελευταίας μου αναπνοής και να ίδωμεν εσύ θα νικήσεις ή ο Χριστός!
Ταύτα ακούσας παρ” ελπίδα ο διάβολος έφη:
-Ουκέτι σε πολεμώ, φεύγω από σου, ίνα μη σου προξενήσω στεφάνους νίκης κατ” εμού.
Έκτοτε ο αδελφός ηλευθερώθη του πολέμου και εκάθητο εις το κελλίον του κλαίων τας αμαρτίας του».
Όταν ο Θεός φωτίση έναν άνθρωπον και μετανοήση δια τας αμαρτίας του, πορεύεται δε εν ταπεινώσει και προσοχή, δεν τον αφήνει ο Θεός να χαθή. Βεβαίως αι προλήψεις των προηγουμένων αμαρτιών θα του γίνονται σκόλοπες και εμπόδια. Να μή απελπίζεται όμως φρονώντας ότι θα πέσει και θα χαθή, όταν βλέπη τα κύμματα να εγείρονται φρικαλέως, αλλά να ελπίζη εις τον Θεόν με πίστιν αντιπαλαίων, με ταπείνωσιν, με την πνευματικήν εξάσκησιν και την καθοδήγησιν του πνευματικού Πατρός και να μή φοβήται θεωρών την σφοδράν τρικυμίαν που εσηκώθη.