ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΔΑΝΙΗΛ ΚΑΤΟΥΝΑΚΙΩΤΗΣ: Ήταν έν από τά εύοσμα άνθη πού φυτρώνουν στά βράχια τών Καρουλίων! Φίλος τής αρετής όντως. Πάντα κυκλοφορούσε ξυπόλυτος.
Κάποια μέρα πέρασε από εκεί ένας ρασοφόρος, ο οποίος είπε πώς ήτο διάκονος. Βλέποντας τά παλαιά βιβλία τού ασκητού, Έφυγε παίρνοντάς τα μαζί του. Κατευθύνθηκε στή Δάφνη, μή γνωρίζοντας ότι στό τελωνείο της γίνεται έλεγχος στούς εξερχομένους. Εκεί λοιπόν τόν συνέλαβαν!
«Πού τά βρήκες αυτά;», τόν ρώτησαν.
«Μού τά πούλησε ο πατήρ Φιλάρετος, εις τά Καρούλια!»
Είπε ψέματα γιά νά δικαιολογηθεί καί συνέχισε τή φρικτή συκοφαντία του:
«Αυτός είναι αρχαιοκάπηλος! Πουλάει παλαιά βιβλία!»
Οι αστυνομικοί ήλθαν εδώ στήν έρημο κι έκαναν ανακρίσεις. Στή συνέχεια, έχοντας πεισθεί από τόν πανούργο αυτόν άνθρωπο, μήνυσαν τόν άγιον ασκητή! Κάποια μέρα έφθασαν σ εμάς οι κλήσεις, γιατί απ εδώ περνούν τά πάντα. Μέ τίς κλήσεις εκαλείτο λοιπόν νά δικασθεί!
Τόν ενημερώσαμε σχετικά κι εκείνος μάς είπε: «Εγώ δέν γνωρίζω πού νά πάω. Σάς παρακαλώ σείς νά μέ οδηγήσετε». Έ, εμείς κάναμε ό,τι έπρεπε, τού δώσαμε μερικά ρουχαλάκια -γιατί τά μοναδικά δικά του ήσαν ξεσχισμένα από τήν τραχείαν ασκητική ζωή- καί είπαμε σ έναν γνωστό μας δικηγόρο νά πάει νά τόν βοηθήσει.
Τού δώσαμε καί λίγα χρήματα γιά νά πάει στή Θεσσαλονίκη νά δικασθεί. Ποιός; Εκείνος τόν οποίον ούτε ο Θεός, νομίζουμε ταπεινά, δέν θά δικάσει «εν εκείνη τή ημέρα».
Ένας ουράνιος άνθρωπος, ο οποίος ευωδίαζε άρωμα ασκήσεως! Παρά ταύτα ο άγιος ασκητής μάς είπε:
«Εγώ θά κάνω υπακοή στήν Πολιτεία καί θά πάω, όπως μού λένε, νά δικασθώ».
Έφυγε γιά τήν Θεσσαλονίκη αυτός πού είχε νά βγεί από τό Άγιον Όρος πενήντα οκτώ ολόκληρα χρόνια!
Πενήντα οκτώ χρόνια ασκητής εδώ, στό Καρούλι, τρώγοντας μόνο λίγα χορταράκια καί …πίνοντας τό νεράκι τού Θεού!
Ο ευλογημένος αυτός άνθρωπος, κάθισε στό εδώλιο τού κατηγορουμένου. Πώς γίνονται εκεί ούτε πού ξέρω. Δέν πήγα ποτέ σ αυτές τίς πόρτες Απλώς θυμάμαι, όπως μάς τά έλεγε ο ευλογημένος αυτός Γέροντας. Τόν φώναξε λοιπόν ο πρόεδρος τού δικαστηρίου:
«Ο μοναχός Φιλάρετος;»
«Εγώ είμαι ο ελεεινός», απήντησε ταπεινά σκύβοντας τό κεφάλι.
«Γιατί πούλησες τά βιβλία αυτά;»
«Δέν τά πούλησα, αδελφέ! Νά, πέρασε ο αδελφός καί τά πήρε νά τά διαβάσει καί ασφαλώς θά τά γύριζε. Εγώ αυτό πίστευα»
«Πρέπει νά ορκισθείς, πάτερ, γιά νά είσαι πιστευτός. Αυτή είναι η τάξη τού δικαστηρίου».
«Ά, δέν ορκίζομαι γιατί στό άγιον Ευαγγέλιο λέει μή ομόσαι όλως!»
«Μά πρέπει, πάτερ, νά ορκισθείς».
«Πώς ορκίζονται;»
«Βάζοντας τήν παλάμη πάνω στό Ευαγγέλιο».
Ο π. Φιλάρετος τότε έβαλε τρείς στρωτές μετάνοιες μπροστά στό ιερό Ευαγγέλιο καί τό ασπάσθηκε μ ευλάβεια, λέγοντάς τους:
«Αρκείσθε σ αυτό;»
«Όχι, πάτερ, πρέπει νά βάλεις τό χέρι σου στό Ευαγγέλιο καί νά πείς ορκίζομαι κ.λπ.».
«Δέν μπορώ νά ορκισθώ».
«Μά, άν δέν ορκισθείς, θά πάς εννέα μήνες φυλακή»
«Νά πάω φυλακή χίλιες φορές! Εγώ αναμένω τήν αιωνία καταδίκη από τόν Θεό γιά τίς αμαρτίες μου καί θά σκεφθώ τή φυλάκιση τών εννέα μηνών;»
Παρών ήτο καί ο ψευδοδιάκονος -φουσκώνοντας καί ξεφουσκώνοντας από μεγαλοπρέπεια καί ύφος- ατσαλάκωτος μέσα στά γυαλιστερά ράσα του.
Είχε βάλει έναν δικηγόρο, ο οποίος είπε ένα σωρό ψεύδη.
Μεταξύ άλλων ο δικηγόρος είπε:
«Πώς είναι δυνατόν, κύριοι δικασταί, νά κλέψει ο εκλεκτός αυτός κληρικός τά βιβλία αυτού τού ρακενδύτου;
Είναι δυνατόν; Μήπως τά είχε ανάγκη; Άν είναι δυνατόν»
Εν τέλει, δικαιώθηκε ο απαστράπων κλέπτης καί καταδικάσθηκε ο ενάρετος ασκητής. Βγήκε λοιπόν η καταδικαστική απόφαση καί τόν πήρε ο αστυνομικός νά τόν οδηγήσει στή φυλακή! Οι ιθύνοντες δέν συγκινήθηκαν καί συγκινήθηκε τό ακροατήριον. Έκαναν πρόχειρον έρανο μεταξύ τους καί μάζεψαν τό ποσό πού χρειαζόταν γιά ν απαλλαγεί ο ασκητής από τή φυλάκιση. Μέ απλότητα τούς ευχαρίστησε κι έφυγε χαρούμενος, επιστρέφοντας εδώ στά Καρούλια, χώρο τής μακροχρονίου ασκήσεώς του. Ευχαριστούσε κι εμάς πού τόν βοηθήσαμε μέ τίς πενιχρές δυνάμεις μας:
«Ευχαριστώ, πατέρες», μάς έλεγε, «εύχεσθε νά λυτρωθώ καί από τήν αιωνία φυλακή!»
Ο αγαθός ασκητής, κάνοντας πάντα καλούς λογισμούς, τά έβλεπε όλα υπέροχα κι έλεγε καί ξανάλεγε εντυπωσιασμένος:
«Αυτός ο δικηγόρος έχει πνεύμα Θεού! Όπως ακριβώς έγιναν τά πράγματα, έτσι τά έλεγε».
«Γέροντα, πώς είδες τόν κόσμο ύστερ από πενήντα οκτώ χρόνια πού είχες νά βγείς από τό Άγιον Όρος»;
Είπε λοιπόν ο Γέρων Φιλάρετος:
«Τί νά σάς πώ, πατέρες, όλοι οι άνθρωποι έξω είναι πολύ καλοί. Όλοι τρέχουν πέρα δώθε γιά τή σωτηρία τους, εκτός από μένα τόν ράθυμο καί αμαρτωλό πού κάθομαι σ αυτά εδώ τά βράχια καί δέν εργάζομαι όπως πρέπει, όπως είναι τό θέλημα τού Θεού!» Αυτά είπε καί μπήκε στό ασκητήριό του, δοξάζοντας τόν Θεό πού στά τέλη τής ζωής του τού έδωσε αυτή τή δοκιμασία γιά τή σωτηρία τής ψυχής του, όπως έλεγε συνεχώς.
Όταν έφθασε σέ βαθύ γήρας, μάς εκάλεσε μίαν ημέρα στό ασκηταριό του: «Καλώς τά παιδιά μου! Καλά κάνατε πού ήλθατε, διότι άλλη φορά δέν θά σάς δώ! Εγώ απόψε θά φύγω
«Τί θέλεις, Γέροντα;»
«Νά μού ψάλετε! Πείτε κάτι νά ευφρανθεί η ψυχή μου.
Ψάλαμε διάφορα κι ο Γέροντας έκλαιγε από χαρά καί σταυροκοπιόταν κατανενυγμένος.
Μόλις τελειώσαμε, μάς είπε:
«Τώρα, κάτι τελευταίο: Θέλω νά μού ψάλετε τόν εθνικό ύμνο τής Παναγίας, τό «Άξιον εστίν»! Αυτό όμως θά τό ψάλουμε όρθιοι, όπως ψέλνουμε καί τόν εθνικό ύμνο τής πατρίδος μας!» Σηκώθηκε μέ κόπο. Ητο σκελετωμένος.
Τό δέρμα του σχεδόν διάφανο. Αφού συμψάλαμε, μέ δάκρυα χαράς καί συγκινήσεως μάς αγκάλιασε, μάς ασπάσθηκε καί μάς είπε: «Παιδιά μου, άλλη φορα εδώ δέν σάς βλέπω! Συγχωρήσατέ με, συγχωρήσατέ με!»
Δακρύσαμε όλοι. Εκείνος μέ κόπο μάς προέπεμψε. Φύγαμε κατασυγκινημένοι. Τό πρωί μάς ειδοποίησαν ότι εκοιμήθη!
Όπως ακριβώς τό είχε πεί Ανοίξαμε στά βράχια μία λακκουβίτσα καί τόν θάψαμε, αφού τόν κηδεύσαμε όπως τού άξιζε Έσβησε -ανθρωπίνως τό λέγω- στόν αθωνικό ουρανό τό αστέρι αυτό τού αγιορειτικού μοναχισμού. Άφησε όμως μίαν αείφωτη τροχιά αγωνιστικότητος καί ασκήσεως αυστηρής. Αιωνία του η μνήμη. Τήν πολύτιμη ευχή του νά έχουμε.
Μερικές φορές ο πανάγαθος Θεός παραχωρεί καί στό τέλος τής ζωής μία δοκιμασία, γιά νά γίνει ο άνθρωπος καλύτερος καί νά ωφεληθούν καί άλλοι. Έτσι καί ο π. Φιλάρετος υπέμεινε αγόγγυστα καί βραβεύθηκε από τόν Κύριο.
Είδατε, κ. Μελινέ, πώς ο διάβολος πήγε νά ταλαιπωρήσει τόν άνθρωπο τής ασκήσεως καί τής αρετής, αλλ ο πανάγαθος Θεός τόν σκέπασε μέ τήν χάρη Του καί, αντί νά πάθει βλάβη η ψυχή του, δέθηκε ακόμη περισσότερο μέ τόν Θεό; Περισσότερο αγάπησε τόν Θεό καί μέ μεγαλύτερη ζέση Τόν εδόξαζε.