π. ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ: Κάποτε ένας ιεροκήρυκας έκανε μια περιοδεία και περνώντας έξω από μία αγροικία, μια στάνη, λέει: «Δεν σταματάω και σ’ αυτόν εδώ τον χριστιανό; Κάτι θα βρω να τού πω».
Μπήκε λοιπόν και άρχισε να τού μιλάει για τον Κύριο. Πρόσεξε όμως ότι μέσα στο σπίτι δεν υπήρχαν εικόνες. Τού μίλησε λοιπόν για τις εικόνες.
– Τι είναι αυτό; ρώτησε ο χωρικός.
Έβγαλε μία ο ιεροκήρυκας από την τσεπούλα του, τού την έδωσε. Τού είπε να ανάβει το καντηλάκι, να κάνη προσευχή… Τον δίδαξε αρκετά.
Ενθουσιάστηκε ο χωρικός. Με την πρώτη ευκαιρία κατεβαίνει στην πόλη, παίρνει μια εικόνα τής Παναγίας. Τού άρεσε, έτσι όπως κρατούσε το Βρέφος Ιησού. Βλέπει και τον Άγιο Δημήτριο, καβαλάρη, με το ακόντιο. «Θα τον πάρω, να χτυπάει τον εχθρό», σκέφθηκε. Ας πάρω και αυτόν τον μακρυγένη Άγιο…». Ήταν ο Άγιος Νικόλαος.
Τούς έβαλε μέσα στο σπιτάκι του και άρχισε να κάνη την προσευχούλα του στην Παναγία, στον Άγιο Δημήτριο, στον Άγιο Νικόλαο.
Δεν πέρασαν πολλές ημέρες και κάποια φορά πού έλειψε, μπήκαν μέσα στο σπίτι του κλέφτες και τού τα πήραν όλα. Δεν τού άφησαν τίποτα. Έμειναν μόνο οι τρεις εικόνες.
Μπαίνει μέσα έκπληκτος, βλέπει ότι όλα τού τα είχαν κλέψει. Πηγαίνει λοιπόν στην εικόνα τής Παναγίας:
– Καλά, εσύ είχες να φροντίσεις το μωρό, να το πλύνεις, να το ταΐσεις, δεν προλαβαίνεις. Τι να πρωτοκάνεις; Το μωρό να κοιτάξεις ή τούς κλέφτες…
– Πάει στον Άγιο Δημήτριο.
– Κι εσύ, καβαλάρης, ώσπου να βγάλεις το άλογο από το σταύλο, να το σελώσης, να το ετοιμάσεις, φύγανε οι κλέφτες.
– Αμ, εσύ (απευθύνεται στον Άγιο Νικόλαο), τι έκανες; Τίποτα δεν έκανες! Γιατί δεν φύλαγες τα πράγματα; Λοιπόν, για τιμωρία σε βγάζω έξω!
Παίρνει την εικόνα τού Αγίου Νικολάου και την κρεμάει έξω.
– Εδώ θα καθίσεις, μέχρι να έρθουν τα πράγματα πίσω!
Την άλλη μέρα το πρωί καταφθάνουν οι κλέφτες, φορτωμένοι με τα πράγματα.
– Πάρ’ τα γρήγορα, γιατί ένας γέρος μας τρέλλανε στο ξύλο…
Ο Άγιος Νικόλαος επέστρεψε τα πράγματα πίσω κάνοντας το θαύμα!
Εμπειρίες από τη Θεία Λειτουργία/π. Στεφάνου Αναγνωστόπουλου