ΛΑΜΠΡΟΣ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΣ Θεολόγος – Καθηγητής
ΑΓΙΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΣΙΜΩΝ: Οι Άγιοι Απόστολοι τυγχάνουν ιδιαίτερης τιμής από την Εκκλησία μας, διότι είχαν την υπέρτατη ευλογία από το Θεό να επιλεγούν και να γίνουν μαθητές του Χριστού.
Να δουν και να ζήσουν τα θαύματά Του και να ακούσουν το κήρυγμα της σωτηρίας του κόσμου. Κι ακόμα διότι υπήρξαν οι πρώτοι συνεχιστές του έργου Του. Ένας από αυτούς ήταν και ο άγιος απόστολος Σίμων, ο επονομαζόμενος Καναναίος, ή Κανανίτης, ή Ζηλωτής.
Το όνομά του αναφέρεται στα λεγόμενα συνοπτικά Ευαγγέλια, ήτοι: του Ματθαίου, του Μάρκου και του Λουκά και στις Πράξεις των Αποστόλων. Στους καταλόγους του Ματθαίου και του Μάρκου κατατάσσεται ενδέκατος στη σειρά, και στον κατάλογο του Λουκά ένατος και τέλος στις Πράξεις ενδέκατος.
Κάποιοι υποστηρίζουν ότι είναι ο Ναθαναήλ, ο οποίος αναφέρεται στο Ευαγγέλιο του Ιωάννου και κάποιοι άλλοι υποστηρίζουν ότι είναι ο Βαρθολομαίος. Αυτό το συμπεραίνουν από την προσωνυμία του Ζηλωτής, στον οποίο ταιριάζουν τα λόγια του Κυρίου: «Ίδε αληθώς Ισραηλίτης, εν ώ δόλος ουκ εστί» (Ιωάν.1,48). Όπως είναι γνωστό ο Ναθαναήλ ομολόγησε ευθαρσώς στο Χριστό: «ραββί, συ ει ο υιός του Θεού, συ ει ο βασιλεὺς του Ισραήλ» (Ιωάν.1,50). Αυτά αν πρόκειται για τον Σίμωνα.
Καταγόταν πιθανότατα από την Χαναάν ή οποία είναι γνωστή ως Κανά της Γαλιλαίας, όπου ο Χριστός, παραβρέθηκε σε γάμο και έκαμε και το πρώτο Του θαύμα, μεταβάλλοντας το νερό σε κρασί (Ιωάν.2,1-11). Κάποιοι μάλιστα ισχυρίζονται πως ο γαμπρός του γάμου αυτού ήταν ο Σίμων. Βέβαια αυτό είναι αυθαίρετη εικασία και δεν έχει κανένα ιστορικό έρεισμα. Η προσωνυμία του ως Κανανίτης είναι ίσως δηλωτικό της καταγωγής του από την Χαναάν ή την Κανά της Γαλιλαίας. Αλλά η λέξη «Καναναίος» είναι Χαλδαϊκή και σημαίνει «Ζηλωτής». Πράγματι ο Λουκάς τον προσονομάζει ως «Ζηλωτή» (Λουκ.6,15. Πράξ.1,13). Η προσωνυμία αυτή ήταν τιμητική για την εποχή αυτή και δήλωνε τον ανδρείο, τον αγωνιστή, τον τολμηρό, τον πατριώτη.
Οι ζηλωτές αποτελούσαν μια ξεχωριστή κοινωνική τάξη στην ιουδαϊκή κοινωνία στα χρόνια του Χριστού. Αποτελούνταν από λαϊκούς αγωνιστές, οι οποίοι μάχονταν εναντίον των Ρωμαίων κατακτητών, συνεχίζοντας την παράδοση των Μακκαβαίων επαναστατών.
Όμως συχνά, πολλοί από αυτούς, εκμεταλλεύονταν τον απελευθερωτικό αγώνα και καταντούσαν τύραννοι του ιδίου του λαού τους. Προέβαιναν σε παράνομες πράξεις βίας και ληστειών για ίδιο όφελος και γι’ αυτό τον 1ο μ. Χ. αιώνα είχε αναπτυχθεί λαϊκή δυσαρέσκεια κατά του κινήματος των ζηλωτών. Οι συσταυρούμενοι με τον Κύριο ληστές ήταν ζηλωτές.
Δε γνωρίζουμε αν ο Σίμων ανήκε στην μερίδα των ζηλωτών ή προέρχονταν από αυτό. Το πιο πιθανό είναι να προέρχονταν από τους ζηλωτές. Σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να ανήκε ταυτόχρονα και στους ζηλωτές, διότι το ζηλωτικό κίνημα ήταν αντίθετο με την διδασκαλία του Χριστού. Τα περί αγάπης των εχθρών και ανοχής κηρύγματά Του τους έβρισκε αντιθέτους, όπως και οι εγκληματικές πράξεις τους ήταν καταδικασμένες από τον Κύριο.
Υπάρχει και μια άλλη υπόθεση για τον Σίμωνα. Είναι πιθανό να μην είχε καμιά σχέση με τους ζηλωτές και το προσωνύμιο «Ζηλωτής» να σήμαινε τον ένθερμο μαθητή του Χριστού.
Μέσα από τα ευαγγελικά κείμενα ο Σίμων φέρεται ως ένας άδολος, αθώος και άγιος άνθρωπος. Ο Χριστός εκδήλωνε συχνά την εκτίμησή Του γι’ αυτόν, τον οποίο κατέτασσε στους πλέον αφοσιωμένους μαθητές Του. Τον διακατείχε φόβος Θεού και βαθειά ευσέβεια.
Δεν αναφέρεται καμιά περίπτωση δυστροπίας του, όπως εκδήλωναν συχνά κάποιοι από τους αποστόλους. Σέβονταν τις θρησκευτικές εβραϊκές παραδόσεις και είχε μεγάλη προσμονή για τον ερχομό του Μεσσία. Έζησε με δέος τα θαύματα του Κυρίου και γοητεύτηκε από την διδασκαλία Του.
Είδε, μαζί με τους υπολοίπους δέκα μαθητές τον Κύριο αναστάντα και τα θαυμαστά γεγονότα, που επακολούθησαν. Έγινε μάρτυρας της ανάληψης του Κυρίου και αποδέκτης της αποστολής του για τον ευαγγελισμό του κόσμου (Ματθ.28,20), «έως εσχάτου της γης» (Παρξ.1,8).
Την αγία ημέρα της Πεντηκοστής βρέθηκε στο υπερώο της Ιερουσαλήμ, όπου, μαζί τους δέκα μαθητές και τη Θεοτόκο, έλαβε το φωτισμό του Αγίου Πνεύματος (Πραξ.2,1-12) και έλαβε μέρος στην εκλογή του Ματθία, ο οποίος πήρε τη θέση του προδότη Ιούδα (Πραξ.1,23-26).
Ακολούθως εστάλη στην ιεραποστολική του περιοδεία. Δεν γνωρίζουμε λεπτομέρειες για το ιεραποστολικό του έργο. Αρχαία παράδοση αναφέρει ότι μετέβη στην Αίγυπτο και στην Αφρική, φτάνοντας μέχρι την Μαυριτανία, κηρύσσοντας το Ευαγγέλιο του Χριστού και ιδρύοντας Εκκλησίες.
Κατόπιν επέστρεψε στην Ιερουσαλήμ, όπου αναχώρησε, μαζί με τον απόστολο Ιούδα του Ιακώβου ή του Θαδδαίου στη Μεσοποταμία και την Περσία, όπου κήρυξε και εκεί με θέρμη το Ευαγγέλιο και βρήκε μαρτυρικό θάνατο.
Η μνήμη του εορτάζεται στις 10 Μαΐου.