Ευλογημένα μου παιδιά,
Κινούμενος από αγάπη και ενδιαφέρον θα προσπαθήσω με την ελάχιστη δύναμι, που υπάρχει, να σας πω δυο λόγια πατρικής στοργής και αγάπης;
Εμείς οι ταλαίπωροι άνθρωποι- ων πρώτος ειμί εγώ- κρίνουμε εύκολα. Για έναν άνθρωπο, ή τον βλέπουμε αμαρτάνοντα ή ακούσαμε ότι αμάρτησε ή μας τον κατηγόρησαν άλλοι, αμέσως ασυζητητί , χωρίς έλεγχο, χωρίς βασανισμό, κατά πόσον είναι αυτό αλήθεια ή όχι, αμέσως καταφέρουμε τον λίθον του αναθέματος και τον χτυπάμε εφαρμόζοντας τον Μωσαϊκό νόμο.
Έχουμε τόσες αμαρτίες επάνω μας, είμεθα τόσο φορτωμένοι, έχουμε τόσα προσωπικά σφάλματα κι όμως έχουμε κάνει τόσα λάθη στις κρίσεις μας.
Παρ’ ότι έχουμε συλλάβει τον εαυτό μας να κάνει κρίσεις λανθασμένες, επιμένουμε και με την παραμικρή αιτία και αφορμή, αμέσως ξεκινούν οι γλώσσες, τα τηλέφωνα κι αρχίζουν τα «κατηγορώ» και το «κουτσομπολιό».
Έτσι ο διάβολος ανοίγει τα βιβλιάρια όλων μας κι αρχίζει να καταγράφη μέσα στο ποινικό μας ευθύνες. Γιατί να γίνεται αυτό, εφ’ ‘όσον ο Χριστός μας μας διδάσκει πολύ καθαρά να μη κρίνουμε;
Ο Απόστολος Παύλος, το στόμα του Χριστού μας λέει: «Συ δε τί κρίνεις τον αδελφόν σου; ή και συ τί εξουθενείς τον αδελφόν σου; πάντες γαρ παραστησόμεθα τω βήματι του Χριστού. μηκέτι ουν αλλήλους κρίνωμεν» ( Ρωμ. 14, 10-13 ) . Και αν ακόμη βλέπουμε κάτι με τα μάτια μας, να αμφιβάλλουμε για την αλήθεια του πράγματος.
Το Ευαγγέλιό μας, οι διδασκαλίες των Αποστόλων, όλων των Αγίων, των Επισκόπων, των ιερέων, των ιεροκηρύκων κραυγάζουν: «Μη κρίνετε». Η κατάκρισις είναι φοβερό αμάρτημα, μη νομίζετε ότι είναι μικρό. Ο Χριστός μας είπε : «Μη κρίνετε, ίνα μη κριθήτε. Εν ω μέτρω μετρείτε, μετρηθήσεται υμίν» ( Ματθ. 7, 2 ) .
Ο Θεός Πατέρας έδωσε την κρίσι στον Υιό, για να κρίνη τον κόσμο, κι έρχεται ο άνθρωπος από μόνος του και παίρνει την θέσι του Θεού για να κρίνη.
Ο Υιός του Θεού, ο Χριστός δεν κατέκρινε την μοιχαλίδα, την πόρνη ,ενώ εμείς κατακρίνουμε. Εκείνος την σκέπασε, τη συγχώρησε, την ευλόγησε. Εμείς όμως; Πόσον εύκολα βγαίνει από το στόμα μας μία κρίσις, μόλις βλέπουμε κάτι, χωρίς να το εξετάσουμε καθόλου.
Ένας άγιος άνθρωπος, ο Γέροντάς μου, μου έλεγε: «Παιδί μου, αυτός που δεν κατακρίνει τον αδελφό του, είναι σημείον σωσμένου ανθρώπου». Δηλαδή, το ότι δεν κατακρίνει είναι απόδειξις και χαρακτηριστικό ότι είναι σωσμένος, καθαρός για την Βασιλεία του Θεού. Εφ’ όσον κυβερνά την γλώσσα του σωστά, ,αυτό σημαίνει ότι κυβερνά όλον τον εαυτόν του καλώς και κατά το θέλημα του Θεού.
Ποιά είναι όμως η ρίζα της κατακρίσεως κι από πού ξεκινάει; Ξεκινάει από την υπερηφάνεια και τον εγωισμό. Είναι η «ευπερίστατος αμαρτία» ( Εβρ. 12, 1 ) , κατά τον Απόστολο Παύλο. Σε κάθε περίστασι, σε κάθε στιγμή, σε κάθε υπόθεσι, όπου κι αν βρεθούμε το στόμα λέει, η σκέψι δουλεύει.
Επομένως γινόμεθα πάρα πολύ ακάθαρτοι απ’ αυτό το πράγμα. Κρίνουμε από τον πολύ εγωισμό μας. Διότι εάν εγώ θεωρώ τον εαυτό μου άρρωστο , θα μπορώ να μιλήσω για άλλον άρρωστο και να τον κατακρίνω ως απρόσεκτο; Δέστε το παράδειγμα έμπρακτο στα νοσοκομεία.
Όλοι έχουμε πάει εκεί σαν άρρωστοι ή σαν επισκέπται. Όσοι νοσηλευθήκατε, ακούσατε καμμιά φορά κανένα συνάρρωστό σας , να σας κατακρίνη, γιατί ήσασταν άρρωστος; Κανείς δεν μιλάει, γιατί σκέπτονται ότι ο ένας είναι στο μάτι, ο άλλος στο πλευρό άρρωστος κ.λ.π. κι επειδή όλοι πονούν, συμπονούν και τους άλλους. Ο ένας λυπάται τον άλλο και δεν ακούς κατάκρισι για την ασθένεια του ‘άλλου.
Εκεί επικρατεί αναμαρτησία στην κατάκρισι.
Έξω όμως από το νοσοκομείο όλοι μιλούμε, κατηγορούμε τον αδελφό μας και θεωρούμε τον εαυτό μας ανώτερο κι ότι εμείς δεν σφάλλουμε. Καλά, εσύ βλέπεις την «αγκιδούλα» στο μάτι του αδελφού σου και το δοκάρι, που έχεις στο δικό σου μάτι δεν το βλέπεις;
Ενώ η σωτηρία μας είναι πάρα πολύ σοβαρό πράγμα, συγχρόνως είναι και κάτι πολύ απλό, γιατί με πολύ απλά πράγματα, μπορούμε να αγιάσουμε.
Λέγω σοβαρό, γιατί αν απροσεκτήσουμε και δεν επιμεληθούμε την ψυχή μας, θα κολασθούμε αιώνια. Δεν συλλαμβάνουμε με την σκέψι, με την λειτουργικότητα του νου μας την έννοια της αιωνιότητος.
Εδώ όταν είμεθα άρρωστοι και πονάμε, τρέχουμε σε γιατρούς, σε παυσίπονα κ.λ.π. και προσπαθούμε με κάθε τρόπο να απαλλαγούμε. Πολλές φορές σε ασθένειες μακροχρόνιες έρχεται και μας «τριβελίζει» το μυαλό η αυτοκτονία, παρ’ όλο που ξέρουμε ότι η ασθένεια αυτή, είναι κάτι που θα τελειώση κάποια μέρα. Σκεφθήκαμε ότι μπορεί να πάμε στην κόλασι με τα δαιμόνια αιώνια;
Εάν δούμε ένα δαίμονα, να ξέρετε ότι δε θα μπορέσουμε να ζήσουμε. Γι’ αυτό και δεν επιτρέπει ποτέ ο Θεός να δη ο άνθρωπος δαιμόνιο με τα μάτια τα σωματικά, γιατί ακαριαίως θα σταματήση η καρδιά από τον φόβο. Πώς λοιπόν θα είμαστε στο σκοτάδι, στα βασανιστήρια μαζί με τα δαιμόνια;
Είναι φοβερό! Κι όμως από ένα χειρισμό λανθασμένο, από μια απροσεξία, από μία αμέλεια, από μία λήθη μπορούμε να την πάθουμε την δουλειά. Γι’ αυτό έχει σοβαρότητα το θέμα. Πρέπει νύχτα-μέρα να προσευχώμεθα, να γονατίζουμε, να κλαίμε, να παρακαλούμε τον Θεό να στείλη φώτισι, να ξυπνήση τον νου και την ψυχή μας και να μας δώση συναίσθησι των κακών μας, για να πενθήσουμε εδώ και να κλαύσουμε τώρα τις αμαρτίες μας.
Ας ετοιμαζώμεθα να αντιμετωπίσουμε τον θάνατο χωρίς η συνείδησίς μας να μας κατηγορή δυνατά. Θα φύγουμε πάλι με πταίσματα- δεν θα είμεθα ως λευκή περιστερά- αλλά αυτά τα πταίσματα να μην είναι τέτοια που θα μας «βουλιάξουν» .
Διότι θα έχουμε ως αντιστάθμισμα και καλά έργα, τα οποία θα είναι δυνατά, όταν τεθούν στο άλλο μέρος της πλάστιγγος, να υπερακοντίσουν τα απλά αμαρτήματα, διότι τα άλλα θα τα έχουμε ξεκαθαρίσει με το μυστήριον της Ιεράς Εξομολογήσεως και θα έχουν σβήσει.
Θα έχουν μείνει αυτά τα οποία μπορεί να έχη κι ένας άγιος άνθρωπος και μία σκέψι, κι ένας θυμός είναι αμάρτημα αλλά το «εκ συναρπαγής ουκ αφαιρεί την αγιότητα του ανθρώπου». Δηλαδή υπάρχουν αμαρτήματα τόσον ελαφρά, που δεν προσβάλλουν την αγιότητα ενός αγίου ανθρώπου, αλλά απλώς επιτρέπονται από τον Θεό, για να τον κρατούν στην ταπείνωση .
Διότι καμμία αρετή ποτέ δεν τελειώνεται μέχρι τέλους τελείως, η δε μετάνοια ποτέ. Ποτέ δεν τελειοποιείται. Πάντα είναι ατελής, είναι ανοιχτή, γιατί είμεθα άνθρωποι και κάθε στιγμή ενδέχεται να πέσουμε.
Έτσι, όπου βλέπετε, παιδιά, ότι κάπου κουτσαίνετε, ,κάπου δεν πάει κάτι καλά, μην το αφήνετε, βάλετε φάρμακο να θεραπευθή. Προσευχή με γόνατα και αίτημα μετά δακρύων: «Κύριε πρόφθασον διόρθωσέ με σ’ αυτό διόρθωσε με σ’ εκείνο. Αυτό θα μας βοηθήση να μην έχουμε βασικά σφάλματα και θανάσιμα αμαρτήματα και να ασφαλίσουμε την ψυχή μας κρατώντας την υγιή, καθαρή και έτοιμη για την αιώνια ζωή. Αμήν. Γένοιτο!
Η ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΣΩΤΗΡΙΑΣ – ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΕΦΡΑΙΜ ΦΙΛΟΘΕΪΤΟΥ