Αρχιερατικός Επίτροπος Αιγίου
Πρωτοπρεσβύτερος π. Χρήστος Τσάκαλος
Κατά καιρούς, είτε από άγνοια, είτε από υστεροβουλία, εκστομίζονται κάποιες ιστορικές ανακρίβειες και αναλήθειες και δυστυχώς από επίσημα θεσμικά πρόσωπα, με αποτέλεσμα τέτοιου είδους ιστορικές αναλήθειες να μας δημιουργούν έντονο προβληματισμό, να διεγείρουν τα γνήσια και αγνά πατριωτικά μας αισθήματα, να προκαλούν την ευαίσθητη ιστορική μας συνείδηση και εν τέλει να μας οδηγούν ανησυχία και ανασφάλεια.
Εμείς από την πλευρά μας τους λέμε: Κύριοι, μελετήστε την ιστορία, αφού προηγουμένως αφαιρέσετε τα γυαλιά των διαφόρων σκοπιμοτήτων που υπηρετείτε και ομολογείστε την ιστορική αλήθεια, ότι: Η Εκκλησία, όχι μόνον απλώς συμμετείχε σε όλους τους εθνικούς αγώνες της Πατρίδας μας, προσφέρουσα βοήθεια υλική και πνευματική, αλλά πρωτοστατούσε προσφέρουσα αίμα ηρωικό.
Το αίμα των Κληρικών της, κάθε βαθμίδας, και των μοναχών της.
Δεν περιορίστηκε και δεν αρκέστηκε ποτέ μόνο στα ευχολόγια, στις ευλογίες, στις υλικές παροχές, στις διπλωματικές μάχες, τα οποία όλα και χρήσιμα και καλά ήταν, αλλά προχωρούσε στην υπέρτατη προσφορά και θυσία, στην προσφορά του αίματος των ρασοφόρων της. Έχουν γραφεί αμέτρητες σελίδες για την μέγιστη αυτή προσφορά της Εκκλησίας και των Κληρικών της στους αγώνες και δεν νομίζουμε ότι χαράζοντες αυτές τις ταπεινές γραμμές προσφέρουμε κάτι περισσότερο. Απλά λαμβάνοντες αφορμή από το δημοσίευμα της Εφημερίδας «Η ΦΩΝΗ ΤΩΝ ΚΑΛΑΒΡΥΤΩΝ», Φεβρουάριος 2016, που αναφέρεται σε ήρωα Κληρικό της τοπικής μας Εκκλησίας με τίτλο:
Ο «ΑΜΙΛΗΤΟΣ ΚΑΛΟΓΕΡΟΣ» ΠΑΦΝΟΥΤΙΟΣ ΡΟΥΒΑΛΗΣ ΕΚ ΜΕΣΟΡΟΥΓΓΙΟΥ ΝΩΝΑΚΡΙΔΟΣ.
Παραθέτουμε αυτούσιο το δημοσίευμα:
Ο «ΑΜΙΛΗΤΟΣ ΚΑΛΟΓΕΡΟΣ» ΠΑΦΝΟΥΤΙΟΣ ΡΟΥΒΑΛΗΣ ΕΚ ΜΕΣΟΡΟΥΓΓΙΟΥ ΝΩΝΑΚΡΙΔΟΣ
Ήταν το αφοβώτερο παλικάρι του Μωριά. Γέννημα κι’ αυτός της ηρωοτόκου επαρχίας Καλαβρύτων. Σήμερα θα του δίναμε τον τίτλο: Ο γενναίος έφιππος ρασοφόρος καταδρομέας του 1821.
Παρευρέθη σε πάμπολλες νικηφόρες και μη μάχες του αγώνα, τόσο στην Πελοπόννησο όσο και στην Αττική, πολεμώντας με γενναιότητα και με αψηφισιά προς τον θάνατο. Με το Σταυρό, το σπαθί και τις κουμπούρες του είχε γίνει ο φόβος και ο τρόμος Τούρκων και Τουρκοαιγυπτίων, ιδίως κατά τα νυχτερινά του γιουρούσια, όπου είχε αξιοθαύμαστη δράση. Ποτέ του δεν μίλησε σε κανέναν, και, όταν τον ρωτούσαν, ούτε το όνομά του έλεγε, ούτε την πατρίδα του. Παρουσιαζόταν πάντοτε ξαφνικά, καβάλα στο κόκκινο άλογό του, μόλις άρχιζε η συμπλοκή, και, μόλις τελείωνε η μάχη έφευγε κρυφά, κι’ εξαφανιζόταν μέσα στους λόγγους, και, στις ρεματιές.
Φορούσε πρωτίστως το τετιμημένο ράσο του ορθόδοξου Έλληνος κληρικού, κι’ άλλοτε ήταν ντυμένος σαν και τ’ άλλα παλικάρια – συμπολεμιστάς του. Στο χέρι του κρατούσε πάλα (κυρτό αλλά μακρύ και πλατύ σπαθί), και στις πέτσινες θήκες της σέλας του αλόγου του, δύο ζεύγη διμούτσουνες μπιστόλες και κοντό σχετικά κοντάρι.
Τον γενναιότατον αυτόν καλόγερο, αυτόν τον θρύλο, οι συμπολεμιστές του –τα παλικάρια, τον έβλεπαν απάνω στη μάχη, να ξεπροβάλλει σαν τον Αγιώργη καβάλα στ’ άτι του. Είναι γεγονός αναμφισβήτητο και ιστορικώς καταγεγραμμένο, ότι, στην νικηφόρο μάχη της Μανωλάδας, πολλά παλικάρια είδαν και βεβαίωναν με όρκο!!! την εμφάνιση και συμμετοχή του… «Αγιώργη»!!! στη μάχη αυτή. Η κάθε παρουσία του «Αγίου Γεωργίου» εμψύχωνε τους Έλληνες και τάραζε τους εχθρούς που έφευγαν νικημένοι και αλλόφρονες. Ο Θεός είναι μαζί μας αδέλφια βροντοφώναζαν, με τα σπαθιά στα χέρια. Θα νικήσουμε.
«Αγιώργης» λοιπόν πραγματικά ήταν ο ΙΔΙΟΣ εκείνος κληρικός – αγωνιστής. Όταν η πατρίδα είχε πετύχει πλέον την ελευθερία της, κοινολογήθηκε το «μυστήριο» του «Αμίλητου Καλόγερου» και του «Αγιώργη»!!!, του εμψυχωτή των αγωνιζομένων, των απλοϊκών Ελλήνων της εποχής εκείνης. Ένας μικροκαπετάνιος Έλληνας – Ιερολοχίτης που τον ήξερε από το ΤΑΪΓΑΝΙ της Ρωσίας, αλλά και από τη μάχη στο Δραγατσάνι, τον γνώρισε και το είπε στα παλικάρια του, αλλά και στ’ άλλα παλικάρια, κι’ έτσι, έμαθαν όλοι το όνομα αυτού του Μεσορουγίτη ρασοφόρου (του Καλαβρυτινού ήρωα), που δεν ήταν άλλος από τον Παφνούτιο Ρούβαλη, τον ιερομόναχο της Ι. Μ. Μεγάλου Σπηλαίου (αρχικά) και της Ι. Μ. Παμμεγίστων Ταξιαρχών Αιγιαλείας (μετέπειτα και οριστικά).
Το έτος 1815 η Ι.Μ. Παμμεγίστων Ταξιαρχών Αιγιαλείας τον έστειλε στην Ανατολή για έξι (6) χρόνια (Σμύρνη, Μαγνησία, Ρωσία και Μολδοβλαχία). Στη Μαγνησία αγόρασε και μετόχι για την Ι. Μ. των Παμμεγίστων Ταξιαρχών Αιγιαλείας.
Διακόνησε – χρημάτισε ως εφημέριος στην Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία στον ΤΑΪΓΑΝΙ της Ρωσίας, όπου είχε ανεγείρει, εξόδοις του, ο ευρισκόμενος και δραστηριοποιούμενος τότε (εκεί), Μεγάλος Ευεργέτης ΒΑΡΒΑΚΗΣ. Είχε και τον τίτλο Αρχιμανδρίτου και του τοπικού Εξάρχου. Ο Παφνούτιος Ρούβαλης υπήρξε και μεγάλος κατηχητής της Φιλικής Εταιρείας. Προεπαναστατικά και για λίγο διάστημα, επανήλθε στην εν Αιγιαλεία Μονή του, και έκανε φιλικούς τον Ηγούμενό του Σάββα Βερσοβίτη και 20 περίπου μοναχούς συμμοναστάς αυτούς τους οποίους και εξαπέλυσε σαν μυστικούς κήρυκες της Φιλικής Εταιρείας σ’ όλο το Μωριά.
Να σημειωθεί ότι, τότε, η Ιερά Μονή Παμμεγίστων Ταξιαρχών Αιγιαλείας απαριθμούσε περί τους 95 μοναστές. Έτσι έγινε και πραγματοποιήθηκε ασφαλέστερη, μετά, η μυστική σύσκεψη της Βοστίτσας (Αιγίου), που έλαβε χώρα στην Ι. Μ. Ταξιαρχών (Αιγιαλείας), με το πρόσχημα, ότι μαζεύτηκαν εκεί για να επιλύσουν… «περιουσιακές διαφορές», μεταξύ των Μοναστηριών του Μεγάλου Σπηλαίου και της Ι. Μ. Ταξιαρχών Αιγιαλείας.
Μόλις κηρύχτηκε η επανάστασις στην Μολδοβλαχία, ο Παφνούτιος Ρούβαλης βρισκόταν ήδη εκεί και σχεδόν πρώτος κατατάχθηκε στον Ιερό Λόχο του Πρίγκιπα Αλεξάνδρου Υψηλάντη. Μετά δε την καταστροφή στο Δραγατσάνι όπου συμμετείχε, κατέβηκε δια ξηράς, μέσω Βαλκανικής (πολεμούμενος και πολεμών), στην Πελοπόννησο, συμμετέχων ανελλιπώς στον αγώνα. Αξιοσημείωτο δε είναι το ότι, στις 30 Νοεμβρίου 1822, κατά την άλωση και πολιορκία του Παλαμηδίου του Ναυπλίου, παρακλητικά, και σαν ιερωμένος που ήταν, ζήτησε και πέτυχε (από τον χιλίαρχο τότε αρχηγό και πορθητή του Παλαμηδίου Στάϊκο Σταϊκόπουλο), αν και ήξερε το πόσο επικίνδυνο ήταν αυτό, να πατήσει πρώτος το πόδι του στο Κάστρο, πράγμα που έγινε μέσα σε αλαλαγμούς χαράς των πολιορκητών – μαχητών.
Κοιμήθηκε γαλήνιος σε ηλικία 52 ετών (το έτος 1840) και ετάφη στην οριστική Μονή της μετανοίας του, δηλαδή στην Ι. Μ. Παμμεγίστων Ταξιαρχών Αιγιαλείας, γεμάτος χαρά και ικανοποίηση μεγάλη που είδε επιτέλους της Ελλάδα μας ελεύθερη.
Ευστάθιος Ιωαν. Τσεντούρος
Απανωρουγίτης Κερεσοβινός
Πηγές: ΘΑΝΟΥ ΒΑΓΕΝΑ (το ράσο στους εθνικούς αγώνες) και ΝΕΟ-ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ (εθνικοί αγώνες των Ελλήνων).
«Ο γενναίος έφιππος ρασοφόρος καταδρομέας του 1821»
Η γενναιότητα, σύμφωνα με τα εκκλησιαστικά δεδομένα, είναι η προϋπόθεσις του μαρτυρίου και της θυσίας. Φυλλομετρώντας τα μαρτυρολόγια της Εκκλησίας και μελετώντας τα διαπιστώνουμε ότι τα βασικά κίνητρα που οδηγούσαν τους μάρτυρες στο μαρτύριο και την θυσία ήταν δύο. Πρώτο η πίστη και δεύτερο το γενναίο φρόνημα. Χωρίς το πρώτο δεν ενεργοποιείται το δεύτερο και χωρίς το δεύτερο δεν επαληθεύεται το πρώτο. Για να έχει κάποιος γενναίο φρόνημα και να το εκφράζει και ενεργοποιεί όταν χρειασθεί, πρέπει να πιστεύει με απόλυτο τρόπο σ’ αυτό το οποίο επιδιώκει και για το οποίο αγωνίζεται. Ο μάρτυρας της Εκκλησίας είναι γενναίος και προχωρεί στο μαρτύριο και τη θυσία, γιατί πιστεύει όχι σε κάτι το γήινο και υλικό, αλλά σ’ Εκείνον, που πρώτος έδωσε το αίμα Του και την ζωή Του για τον άνθρωπο.
Το ίδιο ακριβώς, τηρουμένων των αναλογιών, ισχύει και για εκείνους που αγωνίζονται υπερασπιζόμενοι τα υπέρτατα και πανάκριβα ιδανικά, την οικογένεια, την πίστη και την πατρίδα.
Όλους αυτούς τους οποίους η ιστορία τους έχει χαρακτηρίσει γενναίους, ήρωες και μάρτυρες, το έκαναν ακριβώς επειδή δεν προχώρησαν στη θυσία για ιδιοτελείς σκοπούς, αλλά στόχευαν έξω από τους εαυτούς τους. Στόχευαν σε κάτι το πολύ ιερό, το πολύ υψηλό, το πολύ ακριβό. Σ’ αυτό που όταν το προφέρεις με τα χείλη σου αισθάνεσαι δέος και σεβασμό. Όταν το ακούς στ’ αυτιά σου, φουσκώνεις από υπερηφάνεια. Όταν καλείσαι να το υπερασπίσεις, τότε γίνεσαι ένα με αυτό και προσφέρεις και τη ζωή σου.
Αυτό είναι η πατρίδα. «Μητρός τε καί Πατρός καί τῶν ἄλλων προγόνων ἁπάντων τιμιώτερον ἐστίν ἡ Πατρίς καί σεμνότερον καί ἁγιώτερον καί ἐν μείζονι μοίρᾳ καί παρά θεοῖς καί παρ’ ἀνθρώποις τοῖς νοῦν ἔχουσιν» (Πλάτωνος Κρίτων, 51α, 51β)
Μαχόμενος με πίστη και γενναιότητα για την πατρίδα σου, ταυτόχρονα μάχεσαι για την τιμή και ιερότητα της οικογενείας. Μαχόμενος με πίστη και γενναιότητα για την πατρίδα σου, ταυτόχρονα μάχεσαι και για του Χριστού την πίστη την αγία.
Ο ήρωάς μας, ο γενναίος έφιππος ρασοφόρος, είναι ένας από τους χιλιάδες ήρωες ρασοφόρους, που έδωσαν την ζωή τους για τα ιερά και τα όσια, «γιά τοῦ Χριστοῦ τήν πίστιν τήν ἁγίαν και τῆς πατρίδος τήν ἐλευθερίαν».
Πώς θα μπορούσε άραγε, την ώρα που έπεφτε στην φωτιά της μάχης, να ξεχωρίζει μέσα του την πίστη στο Χριστό και την τιμή και αγάπη στην πατρίδα του, αφού και οι δύο αυτές έννοιες συνδέονται απόλυτα; Τί σήμαιναν, άλλωστε, τα λόγια του Γέρου του Μωριά, «ὁ Θεός ἔβαλε τήν ὑπογραφή Του γιά τήν ἐλευθερία τῆς Ἑλλάδος καί δέν τήν παίρνει πίσω;»
Πού στοχεύουν, άραγε, και ποιες σκοπιμότητες εξυπηρετούν εκείνοι που αγωνίζονται με πείσμα και μανία να αποσυνδέσουν και να απεμπολίσουν την Εκκλησία από τους εθνικούς αγώνες, να υποβαθμίσουν και να διαγράψουν την προσφορά της; Δεν γνωρίζουμε. Κύριος οίδε. Ωστόσο, κάθε τέτοια προσπάθεια συνιστά ενσυνείδητη διαστρέβλωση και κακοποίηση της ιστορικής αλήθειας. Κάτι τέτοιο είναι ανήθικο, ανίερο, ανέντιμο, προδοτικό και επικίνδυνο. Αποτελεί βλασφημία κατά της Εκκλησίας και ύβρη κατά του Έθνους.
Κλείνοντας την ταπεινή μας αναφορά στον γενναίο ρασοφόρο αγωνιστή Παφνούτιο Ρούβαλη, Ιερομόναχο της Ιεράς Μονής Παμμεγίστων Ταξιαρχών Αιγιαλείας και με αφορμή τους ηρωικούς αγώνες του υπέρ της πατρίδας, καταθέτουμε πρωτίστως τον σεβασμό, την τιμή και την ευγνωμοσύνη μας για ό,τι γενναία προσέφερε για την πατρίδα μας και την διαβεβαίωσή μας ότι θα αγωνιζόμαστε πάντοτε για την επικρότηση της ιστορικής αλήθειας.