Τριάντα μίλια μακριά από τις Αιγαιές, πόλη της Κιλικίας, ησύχαζαν δύο στυλίτες. Ο ένας απ’ αυτούς ήταν ορθόδοξος, ενώ ο άλλος άνηκε στην αίρεση του Σεβήρου. Ασκήτευαν σε απόσταση έξι μιλίων ο ένας από τον άλλο.
Ο αιρετικός κατηγορούσε την ορθόδοξη Εκκλησία και προσπαθούσε με διάφορα επιχειρήματα να παρασύρει στην αίρεσή του και τον ορθόδοξο. Εκείνος τότε, θέλοντας να τον πληροφορήσει για το ποιά είναι η ορθή πίστη, του μήνυσε να του στείλει μία μερίδα της δικής του κοινωνίας.
Ο αιρετικός, νομίζοντας πως θα δεχόταν ο ορθόδοξος την πλάνη του, έστειλε με χαρά τη μερίδα. Έβαλε τότε ο ορθόδοξος ένα καζάνι να βράζει κι έριξε μέσα τη μερίδα του αιρετικού.
Αμέσως αυτή διαλύθηκε στο καυτό νερό του καζανιού.
Ύστερα πήρε μία μερίδα από την αγία Κοινωνία της ορθόδοξης Εκκλησίας και την έριξε κι αυτή στο ίδιο καζάνι που κόχλαζε. Την ίδια στιγμή το καζάνι κρύωσε, ενώ η αγία μερίδα όχι μόνο δεν διαλύθηκε, μα ούτε καν βράχηκε!
«Λειμωνάριον», Ιωαν. του Μόσχου