ΜΕΓΑΛΗ ΜΕΡΑ ΓΙΑ ΤΟ ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Ρεπορτάζ: Σταύρος Μουντουφάρης – Νικόλας Αγγελίνος
Μια μέρα ξεχωριστή για το Ηράκλειο είναι η σημερινή, μια μέρα με διπλή σημασία. Εκείνη που παραπέμπει στη μορφή του Αποστόλου Τίτου, του πρώτου Επισκόπου Κρήτης, και αυτή που ανακαλεί στη μνήμη τη μεγάλη σφαγή της 25ης Αυγούστου 1898, που αποτέλεσε τον καταλύτη των εξελίξεων οι οποίες οδήγησαν στην απελευθέρωση της Κρήτης.
Δεκαπέντε χρόνια μετά τη σφαγή των χριστιανών και των 18 Άγγλων από τους Τούρκους, την 1η Δεκεμβρίου 1913, κι αφού προηγήθηκαν πολλοί ακόμα άλλοι αγώνες των Κρητικών, το νησί μας ενώθηκε με την Ελλάδα.
Σήμερα την ημέρα εκείνη θυμίζουν η “λεωφόρος της Πλάνης”, που ονομάστηκε έτσι καθώς ξεχώριζε με τα νεοκλασικά της από τα σπίτια του υπόλοιπου Ηρακλείου δίνοντας στον επισκέπτη μια εικόνα που δεν είχε συνέχεια στην πόλη και η οποία τιμάται με το όνομα 25ης Αυγούστου, στη μνήμη των χριστιανών μαρτύρων, καθώς και η πλατεία 18 Άγγλων, στην έξοδό της προς το λιμάνι.
Όσο για τη μνήμη του Αποστόλου Τίτου, ο ιστορικός ναός στο κέντρο της πόλης αποτελεί από μόνος του ένα ορόσημο για το Ηράκλειο και το μακραίωνο πολιτισμό του.
Στη ρωμαϊκή Γόρτυνα
Η ιστορία όμως ξεκίνησε να γράφεται μακριά από το Χάνδακα, το Μεγάλο Κάστρο, την πρωτεύουσα του Βασιλείου της Κάντια, των Ενετών: στην άλλη λαμπρή πόλη της Κρήτης, τη ρωμαϊκή Γόρτυνα, καταστόλιστη από μοναδικά μνημεία που ακόμα ανασκάπτονται από την αρχαιολογική σκαπάνη…
Τη «Φλωρεντία της Κρήτης», όπως τη χαρακτήρισε ακριβώς για αυτό το λόγο ο Φλωρεντινός ιερέας Χριστόφορος Μπουοντελμόντι, ο οποίος περιηγήθηκε στην Κρήτη στα 1415…
Στη Γόρτυνα όπου χτίστηκε ίσως το πιο σημαντικό λατρευτικό κτίσμα σε ολόκληρη την Κρήτη, ο ναός που έγινε η πρώτη Μητρόπολη του νησιού και αφιερώθηκε στη μνήμη του πρώτου Αποστόλου Κρήτης, του Τίτου, μαθητή του Αποστόλου Παύλου.
Μόνο που υπάρχει ένα ακόμα πιο σημαντικό κεφάλαιο σε αυτή την ιστορία. Λίγα χιλιόμετρα πιο πέρα, υπάρχουν τα ερείπια της μεγαλύτερης παλαιοχριστιανικής Βασιλικής της Κρήτης, μήκους 90 μέτρων, και της δεύτερης σε μέγεθος σε ολόκληρη την Ελλάδα, την οποία ανέσκαψε ο αείμνηστος προϊστάμενος της τότε 13ης Εφορίας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων μαζί με την Ιταλική Αρχαιολογική Σχολή, Μανόλης Μπορμπουδάκης, ο οποίος και ερμήνευσε με βάση το μέγεθος και τον πλούτο της ότι ήταν στην πραγματικότητα ο πρώτος παλαιοχριστιανικός ναός που είχε αφιερωθεί στον Απόστολο Τίτο.
Στη Μητρόπολη
Η παλαιοχριστιανική Βασιλική του 6ου αιώνα βρίσκεται στην καρδιά της αρχαίας πόλης της Γόρτυνας, πολύ κοντά στον “παραδοσιακό” ναό του Αγίου Τίτου, στην περιοχή της Μητρόπολης, όνομα καθόλου τυχαίο.
Θεωρείται μοναδική στο είδος της, κοσμημένη με περίτεχνα κιονόκρανα, εκπληκτικής τέχνης ψηφιδωτά δάπεδα και στοιχεία που παραπέμπουν στην αρχιτεκτονική παράδοση της Κωνσταντινούπολης. Η μεγάλη Βασιλική είχε ένα αίθριο, το μεγαλόπρεπο νάρθηκα και πέντε κλίτη, ανάμεσά τους και το κεντρικό, πλάτους 11 μέτρων!
Σε αυτό βρίσκεται και ο περίτεχνος άμβωνας με το σολέα, ενώ πίσω του αναπτύσσεται το “σύστημα” του Ιερού με τις εκπληκτικές κιονοστοιχίες που κατέπεσαν από το σεισμό.
Το Ιερό αποτελεί μία ακόμη μοναδική κατασκευή τόσο λόγω πλούτου όσο και διαστάσεων, ενώ και εκεί οι εικόνες της καταστροφής από σεισμό που έφερε το τελειωτικό χτύπημα στο ναό είναι κάτι παραπάνω από εμφανείς.
Οι καταστροφές
Η Βασιλική γνώρισε δύο τουλάχιστον μεγάλες καταστροφές στην ιστορία της. Η πρώτη προκάλεσε μεν κάποιες ζημιές, όχι όμως σε βαθμό που να είναι αδύνατη η επιδιόρθωσή τους.
Η δεύτερη, όμως, και ισχυρότερη, ήταν το τελειωτικό χτύπημα. Η χρονική στιγμή της καταστροφής προσδιορίζεται στις αρχές του 7ου αιώνα, σύμφωνα με νομίσματα της εποχής του αυτοκράτορα Ηράκλειου που βρέθηκαν στο τελικό στρώμα καταστροφής, το επίπεδο δηλαδή που “σφράγισε” το τελειωτικό χτύπημα στο ναό.
Με τη σεισμική καταστροφή του ναού, το οικοδομικό υλικό λεηλατήθηκε και οι χριστιανοί μετέφεραν τη λατρεία του Αγίου Τίτου στη νέα πλέον εκκλησία, αυτή που παραδοσιακά αναφέρεται ως Άγιος Τίτος της Γόρτυνας. Ένα από τα πιο εντυπωσιακά αρχιτεκτονικά στοιχεία της Βασιλικής είναι ένα κτίσμα το οποίο ενδεχομένως να αποτελεί βαπτιστήριο.
Το κυκλικό οικοδόμημα, επίσης μεγάλων διαστάσεων, οροθετείτο από ένα στεγασμένο κυκλικό διάδρομο, ενώ στο εσωτερικό περιελάμβανε οκτώ κόγχες με κίονες στα ευθύγραμμα τμήματα που τις ένωναν.
ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΡΑΒΙΚΗ ΚΑΤΑΚΤΗΣΗ
Ο ναός του Αποστόλου Τίτου στο Ηράκλειο
Από τα πλέον ιστορικά κτίσματα για την πόλη του Ηρακλείου είναι, όμως, και ο ναός του Αγίου Τίτου στο κέντρο, στον οποίο μεταφέρθηκε η λατρεία του πρώτου Αποστόλου Κρήτης μετά την εγκατάλειψη της Γόρτυνας λόγω της αραβικής κατάκτησης. Ο ναός κατασκευάστηκε εκεί με την απελευθέρωση της Κρήτης από τον Νικηφόρο Φωκά και αποτέλεσε στην Ενετοκρατία το μητροπολιτικό ναό των Λατίνων.
Στο ναό του Αγίου Τίτου βρίσκονταν άλλωστε ορισμένα από τα σημαντικότερα κειμήλια του Ηρακλείου, όπως η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας Μεσοπαντίτισσας η οποία σήμερα βρίσκεται στη Santa Maria della Salute, την Παναγία της Υγείας στη Βενετία, και η κάρα του Αποστόλου, που μεταφέρθηκαν στη Γαληνότατη Δημοκρατία του Αδρία, ως όρος για την παράδοση του Χάνδακα από τον τελευταίο υπερασπιστή της, Φραντσέσκο Μοροζίνι, στον Κιοπρουλή, το Σεπτέμβρη του 1669. Από τα κειμήλια αυτά μονάχα η κάρα του Αποστόλου Τίτου επέστρεψε στο Ηράκλειο, όπου βρίσκεται ως τα σήμερα.
Στον Άγιο Τίτο υπήρχαν ακόμη, σύμφωνα με πηγές της εποχής, τα λείψανα του Αγίου Στεφάνου, της Αγίας Φωτεινής και του Αγίου Μαρτίνου, που τοποθετήθηκαν στο Ιερό από το Λατίνο αρχιεπίσκοπο Φαντίνο Ντάντολο όταν αυτός ανακαίνισε το ναό, ο οποίος είχε υποστεί σημαντικές ζημιές από σεισμό στα μέσα του 15ου αιώνα. Τα εγκαίνια του νέου αυτού κτίσματος έγιναν στις 3 Ιανουαρίου 1446 από το Λατίνο αρχιεπίσκοπο.
Στο διάβα των αιώνων η σημαντική αυτή εκκλησία του Ηρακλείου υπέστη πολλές καταστροφές, όπως ο σεισμός του 1508, η πυρκαγιά της 3ης Απριλίου 1544 και άλλες, που οδήγησαν στην εκ θεμελίων ανακατασκευή της στα 1557.
Ελάχιστες είναι οι πληροφορίες που έχουμε για το αρχικό κτίσμα, ενώ ενδιαφέροντα στοιχεία ήρθαν στο φως σχετικά πρόσφατα, κατά τις εργασίες συντήρησης του κτίσματος. Γνωρίζουμε κάποια στοιχεία, όπως το ότι το βασικό κτίσμα είχε το σχήμα βασιλικής, όπως σχεδόν όλες οι εκκλησίες της περιόδου, και ότι στο δάπεδο του ναού είχαν ταφεί σημαντικές προσωπικότητες της Κρήτης, κατά το έθιμο που έχει τις ρίζες του στα πανάρχαια χρόνια και κυρίως στην Παλαιοχριστιανική Περίοδο.
Ανάμεσά τους ήταν οι αρχιεπίσκοποι του νησιού και στρατιωτικές προσωπικότητες. Όπως χαρακτηριστικά παραθέτει ο Giuseppe Gerolla στο “Monumenti Veneti nell isola di Creta”, κάποια από τα σχέδια του αρχικού κτίσματος, έργα κυρίως του Κλώντζα και του Κόρνερ, αλλά και όπως προκύπτει από τον περίφημο χάρτη του Ελβετού στρατηγού Βερτμίλερ, ο ναός είχε κωδωνοστάσιο στη νοτιοδυτική γωνία σε σχήμα βασιλικής και στεγαζόταν με θόλο.
Ο Άγιος Τίτος συνδέθηκε με σημαντικές μορφές της ιστορίας της Κρήτης όταν έλαβε χώρα η επανάσταση των Βενετσιάνων αποίκων ενάντια στη Γαληνότατη Δημοκρατία, όταν ανακηρύχθηκε η λεγόμενη Δημοκρατία του Αγίου Τίτου σε αντιδιαστολή με το σύμβολο της Βενετίας, τον Άγιο Μάρκο.
Με την πτώση του Ηρακλείου στους Τούρκους, ο ναός μετατράπηκε σε τζαμί που ονομαζόταν Βεζίρ, ενώ τη σύγχρονη μορφή του απέκτησε στα 1872, όταν ολοκληρώθηκαν οι εργασίες από τον αρχιτέκτονα του Αγίου Μηνά, μηχανικό Μούση.
Ο ΜΑΘΗΤΗΣ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΠΑΥΛΟΥ
Ο πρώτος Επίσκοπος της Κρήτης
Ο Άγιος Τίτος ήταν μια χαρισματική προσωπικότητα που διακρινόταν για τη μόρφωση και την ευφυΐα του. Έλληνας στην καταγωγή, ασπάστηκε το Χριστιανισμό από τον Απόστολο Παύλο, τον οποίο ακολούθησε στη δεύτερη άνοδό του στην Ιερουσαλήμ και κατόπιν πήγε στην Κόρινθο.
Επιστρέφοντας ακολούθησε τον Απόστολο Παύλο και το 58 μ.Χ. βρέθηκαν μαζί στην Κρήτη, όπου ο Παύλος τοποθέτησε τον Τίτο στη θέση του Επισκόπου, με αποστολή να διδάξει το Χριστιανισμό στο νησί.
Ο Άγιος Τίτος αναφέρεται ότι πέθανε στην Κρήτη το έτος 105.
118 χρόνια από την άγρια σφαγή
Εκατό δεκα οκτώ χρόνια συμπληρώνονται από την αποφράδα ημέρα της 25ης Αυγούστου του 1898, όταν οι Τούρκοι κάτοικοι του Μεγάλου Κάστρου προχώρησαν στη σφαγή εκατοντάδων χριστιανών αμάχων, αλλά και 18 Άγγλων στρατιωτών, οι οποίοι είχαν κληθεί να στείλουν μια διμοιρία για να συνοδέψει με ασφάλεια τους υπάλληλους στο τελωνείο.
Η τραγωδία της 25ης Αυγούστου οφείλεται στην εγκατάσταση χριστιανών Κρητικών στις θέσεις των φορολογικών υπαλλήλων της πόλης.
Ήταν η περίοδος λίγο πριν την απελευθέρωση της Κρήτης από τους Οθωμανούς. Στο Μεγάλο Κάστρο υπήρχε απόσπασμα Βρετανών στρατιωτών, ωστόσο ο τουρκικός πληθυσμός, καθώς και οι οθωμανικές διοικητικές και στρατιωτικές Αρχές παρέμεναν ακόμη στην πόλη.
Με την παρότρυνση των τουρκικών Αρχών, ο μουσουλμανικός όχλος επιδόθηκε σε μια πρωτοφανούς αγριότητας σφαγή των χριστιανών. Ο ακριβής αριθμός των νεκρών δε διευκρινίστηκε ποτέ. Άλλοι κάνουν λόγο για 200, άλλοι μιλούν ακόμη και για 800 θύματα.
Ανάμεσα στους σφαγιασθέντες ήταν και ο τότε υποπρόξενος της Αγγλίας Λυσίμαχος Καλοκαιρινός. Οι Οθωμανοί πυρπόλησαν και λεηλάτησαν σπίτια, μαγαζιά και γραφεία χριστιανών, ενώ το σκηνικό της πλήρους καταστροφής επικεντρώθηκε στην περιοχή “Βεζίρ Τσαρσί”, τη σημερινό οδό 25ης Αυγούστου.
Η συνοικία γύρω από το λιμάνι καιγόταν για μέρες ολόκληρες. Η σφαγή της 25ης Αυγούστου έμελλε να είναι η αρχή του τέλους της οθωμανικής κυριαρχίας στο νησί. Η κατακραυγή των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων και λαών από τις ωμότητες των Τούρκων είχαν ως αποτέλεσμα την αλλαγή στάσης των Μεγάλων Δυνάμεων στο Κρητικό Ζήτημα.
Το Σεπτέμβριο του ίδιου έτους απαγχονίστηκαν συνολικά 17 Τουρκοκρητικοί, οι οποίοι θεωρήθηκαν τότε ως υποκινητές της σφαγής. Το Νοέμβριο, όλοι οι Οθωμανοί στρατιώτες εγκατέλειψαν την Κρήτη, με αποτέλεσμα οι χριστιανοί Κρητικοί να παραδώσουν τα όπλα.
Στις 9 Δεκεμβρίου, ανήμερα της Αγίας Άννας, ο πρίγκιπας Γεώργιος κατέφτασε στην Κρήτη. Η σφαγή της 25ης Αυγούστου είχε τεράστιο αντίκτυπο στην Ευρώπη, ενώ το σημείο όπου σφαγιάστηκαν οι Άγγλοι ονομάστηκε πλατεία 18 Άγγλων.
Ανάμεσα στις απώλειες ήταν και οι πρώτες αρχαιότητες της Κνωσού, τα πρώτα δηλαδή κινητά ευρήματα που είχε ανακαλύψει ο Μίνωας Καλοκαιρινός και τα οποία καταστράφηκαν κατά τη διάρκεια της μεγάλης σφαγής της 25ης Αυγούστου.
Ο επίσκοπος Πέτρας Τίτος έγραφε με ενθουσιασμό σε επιστολή του, τον Ιανουάριο 1899: «δυνάμεθα και ημείς οι Κρήτες να ονομάσωμεν ευατούς με το γλυκύτατον όνομα ε λ ε υ θ έ ρ ο υ ς».
Τα ερείπια της μεγαλύτερης παλαιοχριστιανικής Βασιλικής της Κρήτης, μήκους 90 μέτρων, και της δεύτερης σε μέγεθος σε ολόκληρη την Ελλάδα