Αρχιμ. Ειρηναίου Λαφτσή, Πρωτοσυγκέλλου Ι. Μ. Αλεξ/πόλεως
Η εικόνα της πραότητος χαστουκίζει τον Άρειο. Βρισκόμαστε στη Νίκαια της Βιθυνίας το 325 μ.Χ.. Ο Χριστιανισμός και το κήρυγμα της Αναστάσεως του Χριστού από τη μικρή γειτονία της Παλαιστίνης διαδίδεται σε ολόκληρο τον κόσμο.
Η Νίκαια γίνεται για πρώτη φορά επισήμως η θεολογική παλαίστρα για όσους έχουν καταλάβει τί είναι ο Χριστός. Από τη μία μεριά 318 θεοφόροι Πατέρες και από την άλλη ο διάβολος μέσα από τον ορθολογισμό του διανοούμενου Αρείου. Ο Άρειος διδάσκει αίρεση έχοντας προικισμένο νου και χειμαρρώδη λόγο. Διακηρύσσει στη Σύνοδο ότι ο Εσταυρωμένος του Γολγοθά και Αναστημένος του Τάφου είναι κτίσμα του ενός και μεγάλου Θεού, του Πατέρα.
Η γοητεία του λόγου του κλονίζει ακόμη και κληρικούς, όπως τον Ευσέβιο Νικομηδείας και τον Ευσέβιο Καισαρείας. Ο Άρειος μπροστά στον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο και τον πρόεδρο της Συνόδου Κορδούης Όσιο παίρνει τον λόγο. Αγέρωχος ανεβαίνει στο βήμα. Μαγνητίζει τους συνέδρους με την τέχνη του λόγου του. Συγκλονίζει τους ακροατές «…εἷς ὁ Θεός»[1], όπως υπογραμμίζει και η Αγία Γραφή. Τα πάντα είναι δημιουργήματα της δυνάμεως του Θεού. Όσο συνεχίζει το λόγο του προκαλεί ακόμη και τη βασιλική προσοχή και κλονίζει το νου των Επισκόπων. Οι περισσότεροι χαμογελούν έτοιμοι να παραδεχτούν ότι ο Άρειος έχει δίκιο.
Ο διάβολος χαίρεται, και τότε σηκώνεται ο Επίσκοπος Μύρων Νικόλαος. «Βλάσφημε, σταμάτα, αποκαλείς τον Θεό-Λόγο κτίσμα;». Συνεχίζει ο άγιος προς τους πατέρες «οι ψευδοδιδάσκαλοι είναι συνήθως γόητες. Συναρπάζουν και παραπλανούν τους ακροατές. Η πλάνη άλλωστε ακούγεται πιο ευχάριστη από την αλήθεια». Αγανακτισμένος πνίγεται και κόβεται η αναπνοή του. Είναι αδύνατο να συγκρατήσει τον χαρακτήρα του όταν ο Θεός τεμαχίζεται; Ξαφνικά κινείται προς το βήμα που μιλάει ο Άρειος και τον χτυπά με το χέρι του στο στόμα, για να σταματήσει το λογοτεχνικό του παραλήρημα. Δημιουργείται αναταραχή, φωνές, αγανάκτηση και η ασφάλεια του αυτοκράτορα τον συλλαμβάνει. Ο Νικόλαος φωνάζει «η θεολογία δεν είναι λογοτεχνία». Όμως οι άνθρωποι του αυτοκράτορα τον οδηγούν στη φυλακή, επειδή όποιος έμπροσθεν του βασιλέως ραπίσει άνθρωπο, κόβεται το χέρι του. Οι επίσκοποι παρακαλούν τον αυτοκράτορα να μην εφαρμόσει σκληρά το νόμο και απλώς να φυλακίσει το Νικόλαο.
Ο πράος έγινε επιθετικός. Ο ουράνιος κινήθηκε σαν γήινος. Ο κανόνας της πίστεως έδειξε άπιστος. Ο φάρος των Μυρέων φώτισε τη φυλακή. Φεύγοντας, προσεύχεται «Κύριε, ενίσχυσέ τους και στείλε το Θαβώρειο Φως έστω και κεκλεισμένων των θυρών». Τη νύχτα στη φυλακή τον επισκέπτεται η Παναγία, και του αφήνει το Ευαγγέλιο και ένα αρχιερατικό ωμόφορο. Το πρωί καταλαβαίνουν όλοι τι έγινε. Ζητούν συγνώμη από το Νικόλαο. Ο Νικόλαος φεύγει από την Σύνοδο ευχαριστημένος, αφού ο Άρειος κατατροπώθηκε και έχασε την πρώτη του μεγάλη μάχη. Οι 318 θεοφόροι Πατέρες αποφάσισαν «Φὼς ἐκ φωτός, Θεὸν ἀληθινόν ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ, ὁμοούσιον τῷ Πατρί». Γράφει ο άγιος Ανδρέας Κρήτης, εγκωμιάζοντας τον άγιο Νικόλαο «Και με τη μάχαιρα της πίστεως αποκόπτεις από τη ρίζα τη διδασκαλία του Αρείου, με την οποίαν χώριζε τον Υιόν του Θεού από την θεότητα. Είσαι σαν άλλος Φινεές που με το μαχαίρι του, θανατώνεις εκείνους που τολμούν να συγχέουν ή να χωρίζουν την οικονομική ενανθρώπιση Χριστού του αληθινού Θεού»[2].
Σε πολλά χειρόγραφα, όπως του αγίου Δημητρίου του Ροστώβ, αναγράφεται πράγματι, ότι ο άγιος Νικόλαος ράπισε τον Άρειο. Χαρακτηριστικά αναφέρει και ο Συμεών ο μεταφραστής ότι όταν ο Άρειος άνοιξε το απύλωτο στόμα του και εξέθεσε τη βλάσφημη διδασκαλία, προκάλεσε ακόμη και τον ευλαβή και θεοφιλή Νικόλαο και μη μπορώντας να ανεχθεί την βλασφημία, πρώτον κατά της Αγίας Τριάδος, δεύτερον κατά του Αγίου Πνεύματος και τρίτον κατά της Παναγίας, με ιερή αγανάκτηση ράπισε στο στόμα τον αντίχριστο Άρειο, αναφωνώντας «ἄλαλα γενηθήτω τὰ χείλη τὰ δόλια, τὰ λαλοῦντα ἀνομίαν»[3]. Και με τις δύο αυτές αναφορές αποδεικνύεται το γεγονός του ραπίσματος του Αγίου προς τον Άρειο.
[irp posts=”388310″ name=”Αγιος Νικόλαος: Θαύματα που συγκλονίζουν”]
Από τότε η Εκκλησία, ονόμασε τον άγιο Νικόλαο «εικόνα πραότητος», επειδή το περιστατικό αυτό δεν αποδεικνύει προβληματικό ψυχισμό αλλά δύναμη πίστης. Άλλωστε, ο άγιος Ανδρέας Κρήτης, λέει πως ο επίσκοπος πρέπει να κρατά τους λυσσασμένους λύκους μακριά από την ποίμνη του Χριστού. Αυτό έκανε ο άγιος Νικόλαος, επειδή πονούσε για την Εκκλησία. Γιατί ο αιρετικός δεν είναι μόνο νεκρός, αλλά είναι εστία μολύνσεως, δηλ. στέλνει στον θάνατο κι άλλους. Γράφει ο ιερός Αυγουστίνος «Όποιος αποσχίζεται από τον σύνδεσμο της ενότητας και της αγάπης είναι καταδικασμένος για την αιώνια κόλαση, ακόμη και αν καεί ζωντανός για το όνομα του Χριστού»[4].
Ένας άγιος μπροστά στην ορθή διδασκαλία και στην αλήθεια, που οδηγεί στη σωτηρία των ανθρώπων, τολμά να χτυπήσει οποιονδήποτε αιρετικό στο στόμα. Πρώτα με την διδασκαλία του και δεύτερον και πολύ σπάνια, όπως στην περίπτωση του αγίου μας, και με τα χέρια του. Άλλωστε τέτοιο δαιμονιώδες και αιρετικό μυαλό σαν του Αρείου δεν έζησε στη γη. Απόδειξη είναι ότι όλες οι αιρέσεις που δημιουργήθηκαν στη ζωή της εκκλησίας, είχαν ως πρότυπο την διδασκαλία του Αρείου. Ο άγιος Νικόλαος όμως, με την ευθύνη του επισκόπου και με την καρδιά του γεμάτη Χριστό, αναφωνεί προς όλους μας «πειθαρχεῖν δὴ Θεῷ μᾶλλον ἤ ἀνθρώποις»[5].
Από μικρό παιδί βλέποντας την εικόνα της Πρώτης Οικουμενικής Συνόδου που υπάρχει στο Μητροπολιτικό μας Ναό προσπαθούσα μέσα μου να ερμηνεύσω το χαστούκι. Πώς ένας άγιος χτύπησε έναν άνθρωπο; Η χειρονομία μέχρι και σήμερα είναι απαράδεκτη. Μεγαλώνοντας όμως κατανόησα και ερμήνευσα την κίνηση ταυτίζοντάς την με την εικόνα του Χριστού, ο οποίος στο Ναό του Σολωμόντος, οργισμένος, επιτίθεται και σπάει τους πάγκους των εμπόρων. Άρα η πράξη βίας του Αγίου δεν αποτελεί στοιχείο βίαιου χαρακτήρα αλλά αγωνία για την ακρίβεια της διδασκαλίας του Ευαγγελίου. Γι’ αυτό και η Εκκλησία ονόμασε τον άγιο Νικόλαο εικόνα πραότητος, όχι για να καλύψει το γεγονός της Πρώτης Οικουμενικής Συνόδου, αλλά για να διδάξει ότι οι Άγιοι είναι άνθρωποι που κάνουν λάθη αλλά αγωνίζονται με μετάνοια να τα ξεπεράσουν. Ας ευχηθούμε ο Άγιος Νικόλαος να φωτίζει τη ζωή μας και να ευλογεί την πόλη και τους κατοίκους της.
[1] Ματθ. 19, 17.
[2] Ανδρέου Κρήτης, Ασμ. σελ. 107.
[3] Αρχιμ. Ευστρ. Ελευθεριάδη, «Ο Άγιος Νικόλαος», Περ. Εκκλησία, τ. 23, 1961.
[4] Ιερού Αυγουστίνου επιστολή 173.
[5] Πραξ. 5, 29.